«Περάστε», είπε, «περάστε και καθίστε», είπε στις συμφορές, που χτύπησαν την πόρτα του.
«Θα τις κεράσω κάτι», σκέφτηκε, «ένα κομμάτι απ’ την ψυχή μου και θα φύγουν. Θα κάτσουν λίγο και θα φύγουν».
Φρούδες ελπίδες…
Θρονιάστηκαν εκεί και πού να το κουνήσουν…
Απ’ τις ευγένειες, πέρασε στις αγένειες και, απ’ αυτές, στις απειλές.
Κανένα αποτέλεσμα! Ακλόνητες στις θέσεις τους.
Ήταν σαφές ότι δεν ήρθαν για να φύγουν.
Κάθισε, τέλος, και ό ίδιος.
Κουράστηκε και κάθισε απέναντι τους και με την ίδια απάθεια, που τον κοιτούσανε, τις κοίταζε κι αυτός!
Αργύρης Χιόνης
e-prologos.gr