Τιμώντας τα 50 χρόνια που κλείνουν φέτος από το θάνατο του Κ. Βάρναλη το 1974, επιχειρείται μια μικρή ανασκόπηση του ποιητικού του έργου μέσα από χαρακτηριστικούς στίχους, ώστε να αναδειχθεί η διαχρονική του συμβολή, ειδικά στους νέους που αναζητούν τρόπους να αντιμετωπίσουν με κριτική σκέψη και δράση τις πολλαπλές κακοτοπιές της εποχής μας.
Το πολυεπίπεδο και πρωτοποριακό έργο του Βάρναλη γεννά το «δέος», όπως δηλώνει εμφατικά ο Παλαμάς, και αποτελεί μια πραγματική «τομή» στη Νεοελληνική Ποίηση, γιατί είναι έργο πολυκύμαντο: δηλαδή εξελίσσεται διαρκώς και εμπλουτίζεται από την κοινωνική πείρα, από τις πλούσιες πνευματικές ανησυχίες και τις αναζητήσεις του, από τις σπουδές του στη Γαλλία, ενώ καθορίζεται ως προς το νοηματικό του σκέλος, κυρίως κατά τη ώριμη φάση της ποιητικής του δημιουργίας, από τη μεγαλειώδη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, την ένταξή του στη συλλογική πάλη και τη σταθερή ιδεολογική τοποθέτησή του στο χώρο του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, του μαρξισμού. Ωστόσο, όλο το φάσμα του έργου του, είτε αυτό εμπνέεται αρχικά από την αρχαιογνωσία και τον αγνό πατριωτισμό, είτε αντλεί μετέπειτα από την πικρή αλήθεια της κοινωνικής αδικίας και της ιδεολογικής διαπάλης αντανακλά μια παλλόμενη ψυχή, μια ανυπότακτη συνείδηση με υψηλές αισθητικές αξιώσεις.
Καταρχάς, ο ποιητής χρησιμοποιεί απλή γλώσσα, αλλά με ιδιαίτερη δύναμη και βάθος, για να μεταφέρει τα μηνύματά του. Το έργο του δεν είναι ένα ξέσπασμα συναισθημάτων υπό την έννοια της κενής λυρικότητας, αλλά, μεταξύ άλλων, μια συνειδητή προσπάθεια αφύπνισης της κοινωνικής συνείδησης. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ένα κάλεσμα για δράση, στο οποίο ο ποιητής, αφού αναγνωρίσει τη δύναμη του λαού, τον καλεί να συνειδητοποιήσει τις αδικίες που βιώνει και τον προτρέπει στη συλλογική δράση που θα φέρει την αλλαγή. Εξάλλου, ο ποιητής νιώθει το χρέος του έναντι του λαού έντονο και το ομολογεί:
«Ποια να ’ναι, Λαέ μου, η πιο μεγάλη τώρα
η χρεία σου, να βαλτώ να τη βοηθήσω» (Προσκυνητής, IV)
Για να επιτευχθεί αυτό επιστρατεύεται η τριαδικότητα που αναφέρεται στους παρακάτω στίχους:
«Ο Λόγος τριαδικός καθώς η Θεότη:
Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια αντάμα» (Προσκυνητής, «ΙΧ»)
Με τον τρόπο αυτό ο μαχητικός παλμός της ποίησης του, όχι μόνο δεν αντιτίθεται και δε μειώνει τη συγκινησιακή λειτουργία της ποιητικής γραφή, αλλά αντιθέτως συναντιέται σμιλευτά τόσο με αυτήν όσο και με την «Αλήθεια». Η αλήθεια, ωστόσο, δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια, αλλά η βαθιά κοινωνική αλήθεια που αποκαλύπτει τις αδικίες και τις ανισότητες της κοινωνίας.
Για να συνειδητοποιήσει, όμως, ο λαός αυτή την αλήθεια, ο ποιητής στρέφει την κριτική ματιά του απέναντι στη μοιρολατρία και την αποδοχή της καταπίεσης. Έτσι στο ποίημα «Οι Μοιραίοι» κατακρίνεται με χιούμορ η παθητικότητα του λαού, ο οποίος, αντί να αναγνωρίσει τις πραγματικές αιτίες της καταπίεσής του, αποδίδει τις δυσκολίες της ζωής στη μοίρα:
«-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!»
Η έκδηλη εδώ περιπαικτική ειρωνεία αναδεικνύει τη μοιρολατρία ως μια αυταπάτη που εξυπηρετεί τη διατήρηση της κοινωνικής καταπίεσης. Άλλωστε, ο ποιητής κρατεί συχνά πολύ υψηλά τον τόνο της καυστικότητας, του πικρού σχολίου και της ειρωνείας. Στο ποίημα «Δούλος Τρίδουλος» σαρκάζει τη δουλοφροσύνη και την υποταγμένη συνείδηση των λαϊκών ανθρώπων:
«Λαφρύ στομάχι, ξάπλα στο σανό
(δυο φαγιά την ημέρα είναι πολύ!)
Ξυπνούσε τα χαράματα πουλί
με τα φτερά των είκοσι χρονώ. […]
Δούλευε δωδεκάωρο με χαρά του,
για να γίνει κι αυτός με τη σειρά του
συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή,
και γι’ αυτόν να δουλεύουνε πολλοί.
Μα γέρασε και σώμα και ψυχή
κι έμεινε δούλος, όπως στην αρχή. […]
Πώς γίνεται ο ραγιάς αφεντικό
δεν το ’μαθε. Κι αν του το λέγαν άλλοι,
θα μπορούσε να κάνει φονικό
για μιαν Ελλάδα θρήσκα και Μεγάλη!»
Το καυστικό ύφος προβάλλει τη σκληρή πραγματικότητα, στην οποία οι αυταπάτες για ένα δυνατό παράδεισο συνθλίβονται, γιατί το σύστημα και ο ιδεολογικός εγκλωβισμός σε όσα πρεσβεύει δεν επιτρέπει -χωρίς ταξική πάλη- να ξεφύγεις από τη μοίρα του υπό σκληρή εκμετάλλευση εργαζόμενου. Η επικριτική δε αναφορά στο εργασιακό 12ώρο μαζί με όλα τα παραπάνω κάθε άλλο παρά ανεπίκαιρη είναι. Στο τέλος, όμως, του ποιήματος η ειρωνεία κορυφώνεται, όταν, παρά την αποτυχία του να γίνεις αφεντικό, παραμένεις προσκολλημένος σε ιδεολογίες εθνικιστικές και θρησκευτικές, όπως φαίνεται στο στίχο: «για μιαν Ελλάδα θρήσκα και Μεγάλη!». Την ίδια στιγμή μάλιστα που για τον ποιητή η Ελλάδα κάθε άλλο παρά «Μεγάλη» είναι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι το ποίημα με τίτλο «Πως μας θέλει η “Αληθής Δημοκρατία”» (σελ. 481):
«Να μην ακούω και να μη βλέπω να πατώ.
Να μη νογάω και να ‘χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών’ η μπόχα του καιρού μου.
Χωρίς αυτιά και μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγκός να πηαίνω, όποτε μου ‘ρθει, προς νερού μου,
κι άμα τσινάει ο Γάϊδαρος να μη γελώ.
Και σα με καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οι Αμερικάνοι, εγώ να βλαστημάω το Σλάβο».
Με τον τρόπο αυτό το ποιητικό υποκείμενο θίγει το ζήτημα της εθνικής υποτέλειας, εμπλουτίζοντας τον καμβά των καταπιεστών του λαού, καθώς εκμεταλλευτές δεν είναι μόνο εγχώριοι, αλλά και ξένοι, ενώ ταυτόχρονα μέσω της ειρωνείας τον προτρέπει να δράσει εκ του αντιθέτου από όσα λέει: δηλαδή να βλέπει, να μιλάει και να διεκδικεί.
Βέβαια, η σκληρή κριτική του ποιητή απέναντι στην τυφλή πίστη του λαού σε ιδεολογίες που δεν υπηρετούν τα συμφέροντά του, αλλά τον κρατούν καθηλωμένο σε μια κατάσταση εκμετάλλευσης και υποταγής, πηγάζει από τη βαθύτατη πεποίθησή του ότι λαός ₋«τέκνο της ανάγκης»₋ μπορεί να «ξυπνήσει μονομιάς» από το λήθαργο και να σταθεί όρθιος, αξιοπρεπής, γενναίος και περήφανος, όπως ταιριάζει στη ζωή και την ιστορία του. Γιατί, όπως εμφατικά δηλώνεται στο ποίημα «Πρωτομαγιά του 1944» είναι ένας λαός με πολλούς για το δίκιο «σκοτωμένους» από των οποίων:
«τα ιερά […] κόκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κι η λευτεριά του ανθρώπου».
Η άτρωτη από τη λήθη ιστορική μνήμη της αγέρωχης στάσης των αδούλωτων ψυχών έρχεται να συνδεθεί με τους αναγκαίους αγώνες του σήμερα για να τους τροφοδοτήσει εμπνέοντάς τους. Άλλωστε, μόνο μέσα από τη διαχρονική σύνδεση των αγώνων και των θυσιών του ο λαός μπορεί να γίνει «αθάνατος», διαμορφώνοντας ο ίδιος την ιστορία του:
«Αθάνατε λαέ, της Ιστορίας
εσύ τα περασμένα κι αυριανά!
Δεν άφησες τον ήρωα να πεθάνει.
Απ’ τον τάφο του η νέα ζωή σου αρχίζει».
(«Στον ήρωα Λαμπράκη»)
Η ίδια πίστη πως ο λαός είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης και προόδου διαφαίνεται και στο ποίημα «Ο λαός δεν πεθαίνει»:
«Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,
σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.
Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο.
και το μεγάλο χτες. […]»
Εδώ συνδέονται τα υψηλά ιδανικά του πατριωτισμού και του ανθρωπισμού με τους ανθρώπους της βιοπάλης, της φτώχειας, και των στερήσεων, αλλά συνάμα και της αγέρωχης ψυχής. Και αυτήν ακριβώς την αγέρωχη ψυχή ο ποιητής την προτρέπει να αντισταθεί. Ενδεικτικοί επί του προκειμένου είναι οι παρακάτω στίχοι από το ποίημα «Χρυσή Πατρίδα»:
«Με τα φτερά κατάκορφα σηκώσου,
το κάθε ψήλος τ’ ουρανού δικό σου.
Στην πιο ’μορφη πατρίδα όμορφα ζήσε,
της Ομορφιάς ο πλαστουργός εσύ ’σαι»!»
Το ίδιο μαχητικό μήνυμα ₋αλλά με πιο αγωνιστικό τόνο και με ενισχυμένη την ιδέα της ιστορικής συνέχειας που είδαμε προηγουμένως₋ θα αποδώσουν και οι στίχοι του «Οδηγητή»:
«Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί₋
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή».
Η κατηγορηματική άρνηση της μοναδικότητας του αγωνιστή («Ένας δεν είμαι»), η ισχυρή αντίθεση μέσα στο στίχο («μα χιλιάδες!»), η χρήση της παύλας ως διακριτικού σήματος απόστασης ζωντανών και πεθαμένων δείχνουν το ταλέντο του ποιητή να προβάλει και να τονίσει την αναγκαιότητα του αγώνα. Μάλιστα, η αναγκαιότητα αυτή θα γίνει πιο αισθητή, καθαρή και σαφή στην μεθεπόμενη στροφή:
«Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς⸱
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους».
Ενώ στις δυο τελευταίες στροφές του ποιήματος, αποτυπώνεται πιο παραστατικά η μαεστρία του ποιητή και του ιδεολόγου μαρξιστή που γνωρίζει τη δυναμική του λαϊκού αγώνα, οποίος μπορεί να γκρεμίζει:
«όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά»,
αναδεικνύοντας την σημασία της πιο φωτεινής, της πιο ποθητής Αξίας, δηλαδή της Ειρήνης:
«Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει
το ‘να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς».
Μέσα από τους παραπάνω λοιπόν ενδεικτικούς στίχους ο ποιητικός λόγος του Βάρναλη, φωτίζει το δρόμο της «Πανανθρώπινης Φιλιάς», της Λύτρωσης, της Λευτεριάς, του Δίκιου και της Ανθρωπιάς. Είναι λόγος διαχρονικός και επίκαιρος, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, που συγκινεί, διδάσκει, ενθαρρύνει, και εμπνέει τους λαούς στον αγώνα τους ενάντια στα «φονικά ρηγάτα του καιρού» τους, όπως αυτά αποτυπώνονται πρόσφατα στη μαρτυρική Παλαιστίνη και το Λίβανο. Είναι ένας λόγος που μπορούμε να αντιτάξουμε ενάντια στην «ψευτιά» των εμπρηστών του πολέμου και των υποστηρικτών τους, ενάντια στους πολύχρωμους δυνάστες που συσκοτίζουν το διεθνή ορίζοντα και καταδικάζουν τους λαούς στην ανέχεια και το σκοτάδι.
Αγαθή Σ.
πηγή: Περιοδικό Πορεία, τ. 59, που κυκλοφορεί
e-prologos.gr