Άρης Χατζηστεφάνου
Ο εορτασμός των 70 χρόνων της βασίλισσας Ελισάβετ στον βρετανικό θρόνο δέχτηκε μάλλον χλιαρή κριτική από ανθρώπους που θεωρούν ότι πρόκειται για μια τηλεοπτική φιέστα με πρωταγωνίστρια μια καλοκάγαθη γιαγιάκα που εργάζεται στον κλάδο του βρετανικού τουρισμού ● Σε αρκετές από τις πρώην βρετανικές αποικίες όμως τη θυμούνται ως την προσωποποίηση ενός φριχτού καθεστώτος.
«Δεν καταλαβαίνουμε γιατί πρέπει να γιορτάσουμε τα 70 χρόνια από την ημέρα που η γιαγιά σας ανέλαβε τον βρετανικό θρόνο, δεδομένου ότι η ηγεσία της, όπως και αυτή των προκατόχων της, προκάλεσαν τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική τραγωδία στην ιστορία της ανθρωπότητας». Βαριές κουβέντες να λες για τη γιαγιά κάποιου. Οι δεκάδες προσωπικότητες από την Τζαμάικα, όμως, που υπέγραψαν το κείμενο κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του δούκα και της δούκισσας του Κέμπριτζ μπορούσαν να τεκμηριώσουν κάθε λέξη της επιστολής τους.
Η Τζαμάικα είναι μια από τις 14 χώρες της Κοινοπολιτείας που αναγνωρίζουν ακόμη τη βασίλισσα Ελισάβετ ως αρχηγό του κράτους (15η ήταν τα Μπαρμπέιντος που την «απέλυσαν» με κοινοβουλευτικές διαδικασίες). Για τις περισσότερες από αυτές τις χώρες η βρετανική μοναρχία, παρά το γεγονός ότι έχει μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα, συμβολίζει τη φρίκη του αποικιοκρατικού καθεστώτος και κυρίως το καθεστώς δουλείας στο οποίο πρωτοστατούσαν οι Άγγλοι ευγενείς. Το Μπάκιγχαμ μάλιστα φροντίζει να τους θυμίζει κατά καιρούς αυτόν τον αποικιοκρατικό ρόλο με αχρείαστες παρελάσεις και παράτες: αποκορύφωμα αποτέλεσε η επίσκεψη του πρίγκιπα Ουίλιαμ και της Κέιτ Μίντλετον στην Τζαμάικα όπου φωτογραφήθηκαν να χαιρετάνε παιδάκια πίσω από συρματόπλεγμα, σαν να βρίσκονται σε ζωολογικό κήπο.
Η εμπλοκή της βασιλικής οικογένειας με το εμπόριο σκλάβων ξεκινά με την Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας, η οποία το 1562 χρηματοδότησε τα πρώτα δουλεμπορικά του Τζον Χόκινς. Υπολογίζεται ότι από τη βασιλεία του Καρόλου Β’ (που προσέφερε το εμπόριο των Αφρικανών σκλάβων στον αδελφό του) μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα είχαν μεταφερθεί 332.000 σκλάβοι από την Αφρική στην Αμερική.
Σε αντίθεση με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία έχει απολογηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις για τα φρικιαστικά εγκλήματα του βρετανικού κράτους (όπως για τον βασανισμό και τις εκτελέσεις χιλιάδων γηγενών στην Κένυα), το Μπάκιγχαμ δεν έχει απολογηθεί ποτέ (με πρόσχημα ότι δεν έχει την αρμοδιότητα, αφού οποιαδήποτε νύξη ενοχής θα δώσει το δικαίωμα στα θύματα να διεκδικήσουν αποζημιώσεις). Παρ’ όλα αυτά, τα ίχνη του δουλεμπορίου μπορείς να τα εντοπίσεις κυριολεκτικά ακόμη και σήμερα στα παλάτια όπου κατοικεί η βασίλισσα. Τα κτίρια παραδείγματος χάρη της δυναστείας των Στιούαρτ που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, όπως το παλάτι του Κένσινγκτον και το παλάτι του Χάμπτον Κορτ, έχουν κατασκευαστεί με χρήματα που προέρχονταν απευθείας από το εμπόριο σκλάβων. Επίσης, αν ψάξει κανείς τα «χρυσαφικά» της βασίλισσας (και ό,τι της άφησε η μάνα της), θα βρει μεταξύ άλλων και το περίφημο διαμάντι 105,6 καρατίων Κοχ-ι-Νουρ, την επιστροφή του οποίου ζητούν ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις της Ινδίας και του Πακιστάν. Ακόμη βέβαια και αν κατασχεθούν τα υλικά αντικείμενα, ποτέ δεν θα βρεθούν οι άνθρωποι τους οποίους το Στέμμα θεωρούσε περιουσία του – σε τέτοιο βαθμό ώστε μάρκαρε με πυρωμένο σίδερο στα σώματά τους τα αρχικά των ευγενών ιδιοκτητών τους («D.Y.» για τον Δούκα της Υόρκης κ.ο.κ.).
Σήμερα οι χώρες της Κοινοπολιτείας που έζησαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις του δουλεμπορίου συζητούν σοβαρά να δείξουν στη βασίλισσα τον δρόμο της εξόδου. Η Καραϊβική ενδέχεται να αποτελέσει την κλωστή από όπου θε να ξεκινήσει να ξηλώνεται το πουλόβερ της Κοινοπολιτείας, καθώς έξι χώρες έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να απομακρύνουν τη βασίλισσα από επικεφαλής του κράτους – το Μπελίζ, οι Μπαχάμες, η Τζαμάικα, η Γρενάδα, η Αντίγκουα και Μπαρμπούντα και ο Άγιος Χριστόφορος και Νέβις. Ακόμη όμως και στην Αυστραλία, η εκλογή του νέου πρωθυπουργού Άντονι Αλμπανέζε φέρνει νέα πνοή στο αντιμοναρχικό κίνημα (μέλος του οποίου δήλωνε και ο ίδιος).
Ενώ όμως σε αρκετές περιοχές της Κοινοπολιτείας πυκνώνουν οι φωνές που ζητούν την απομάκρυνση της βασίλισσας, στη Βρετανία η κατάσταση είναι σαφώς πιο αποκαρδιωτική. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του YouGov, μόνο το 27% του πληθυσμού στηρίζει τον τερματισμό της μοναρχίας – ποσοστό βέβαια το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που επικρατούσε για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, αλλά παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό για να επιφέρει οποιαδήποτε αλλαγή. Η τελευταία κοινοβουλευτική απόπειρα να τερματιστεί ο «συνταγματικός» ρόλος του Στέμματος έγινε το 1996 από τον θρυλικό βουλευτή των Εργατικών Τόνι Μπεν. Ακόμη όμως και ο Τζέρεμι Κόρμπιν, που τον είχε υποστηρίξει, όταν έγινε αρχηγός του κόμματος δήλωσε ότι υπάρχουν άλλες προτεραιότητες για τη χώρα από την κατάργηση της μοναρχίας. Σε αυτή ακριβώς την αδράνεια φαίνεται ότι οφείλει τελικά το Μπάκιγχαμ την επιβίωσή του. Ο ηγεμόνας μπορεί να είναι διακοσμητικός (αν και εξαιρετικά κοστοβόρος), η αντικατάστασή του όμως από έναν εκλεγμένο αρχηγό κράτους απαιτεί πολιτικές διεργασίες που λίγοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τις τελευταίες δεκαετίες.
Πριν βιαστούμε, βέβαια, να κατηγορήσουμε άλλους λαούς γιατί βαριούνται να αλλάξουν τον αρχηγό του κράτους τους ας θυμηθούμε ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα, αυτοί τουλάχιστον δεν εκλέγουν τα μέλη των δυναστειών που θα τους κυβερνούν «κληρονομικώ δικαίω» – απλώς τους ανέχονται.
πηγή: info-war.gr
e-prologos.gr