γράφει η Νίνα Γεωργιάδου

Την ξάφνιασε η εκπνοή του σύννεφου, που άφησε η ατμομηχανή, μόλις σταμάτησαν τα έμβολα και παραπάτησε στο σκαλοπάτι, την ώρα που αποβιβαζόταν

Το χαμηλό σύννεφο ήταν παχύ σε όλο το μήκος της αποβάθρας.

«Σαν να πετάω», μονολόγησε και μετάνιωσε, ακόμα μια φορά, για τα στενά παπούτσια, που την προσγείωναν άβολα.

Σπρώχτηκε λίγο απ’ όσους βιάζονταν να βρεθούν σπίτι τους και σκόνταψε ξανά.

Την άρπαξε απ’ το χέρι ένας κύριος με στολή και τη συγκράτησε μην πέσει.

Φορούσε κόκκινο καπέλο και της φάνηκε σα μαέστρος φιλαρμονικής.

– Προσέχετε! Γλιστράει λίγο τώρα με τη βροχή.

Ο “Στρατηγός μες στο Λαβύρινθό του”, σκέφτηκε έτσι όπως ήταν τριγυρισμένος από σιδηροτροχιές και συρμούς.

– Σε τι θα μπορούσα να σας βοηθήσω;

Τα πόδια της την πονούσαν, έγειρε, κρατώντας τη βαριά καρό βαλίτσα και στάθηκε αναποφάσιστη.

– …πρώτη φορά ταξίδεψα με τραίνο.

Ο σταθμάρχης χαμογέλασε μ’ ένα είδος συγκατάβασης. «Φαίνεται» της είπε, «απ’ τον τρόπο που αποβιβαστήκατε. Το επόμενο ταξίδι θα σας αρέσει περισσότερο.»

Σκέφτηκε να του πει πως της άρεσε που οι ράγες δεν είχαν φουρτούνα κι έβλεπε τη ζωή τρεχάτη και φουριόζα απ’ το παράθυρο κι ας πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση και πως το μόνο πρόβλημα ήταν η μεγάλη απόσταση και τα στενά παπούτσια.

Είπε μόνο, «Ήταν όμορφα.»

Ξεκίνησε από προχτές κι ακόμη δεν είχε φτάσει.. Το ταξίδι μέχρι τον Πειραιά δεν είχε πια τη γοητεία των ταξιδιών, όπως τον καιρό που ήταν φοιτήτρια.

Με θυμωμένο το Ικάριο, και την καμπίνα να βρωμάει πετρέλαιο, έμεινε στο κατάστρωμα. Κρύωνε και ζαλιζόταν.

Όταν μπήκε στο τρένο, ένοιωθε αδικημένη και παρά λίγο να την πάρουν τα κλάματα. «Τόσο μακριά» μονολόγησε, «για ένα κομμάτι ψωμί.»

Η ανακοίνωση της αναχώρησης απ’ τα μεγάφωνα, “Η Αμαξοστοιχία 600 από Αθήνα για Θεσσαλονίκη – Αλεξανδρούπολη, αναχωρεί σε 5 λεπτά”, τη γέμισε αδημονία.

Ο συρμός ταρακουνήθηκε, μια εκπνοή πριν την εφόρμηση και άρχισε να κινείται αργά.

Η κούραση, ο μονότονος ήχος του τραίνου και το ρυθμικό του λίκνισμα τη νανούρισαν.

Μισοκοιμισμένη, πήρε να παίζει το παιχνίδι των προθέσεων.

«Διορίστηκα, προορίστηκα, καθορίστηκα, αφορίστηκα, μάλλον εξορίστηκα»

Από παιδί τη γοήτευε η μαγική δύναμη των προθέσεων.

Η ελάχιστη προσθήκη που άλλαζε καταλυτικά το νόημα μιας λέξης.

– Είναι παρηγορητικό, είπε στον μαέστρο των τραίνων, χωρίς να το σκεφτεί.

Ακούστηκε παράταιρο αλλά δεν προλάβαινε να το πάρει πίσω.

– Τι εννοείτε; Τη ρώτησε ο λιμενάρχης των στεριανών λιμανιών.

– Το ταξίδι με τραίνο. Έχει κάτι …παρηγορητικό.

Οι αποβάθρες είχαν αδειάσει και στην αίθουσα αναμονής είχε μόνο δυο φαντάρους.

– Το τραίνο για Ορμένιο, παρακαλώ, τι ώρα φεύγει;

– Σε μια ώρα περίπου. Προλαβαίνετε να πιείτε έναν καφέ. Πάτε για δουλειά;

– Ναι είμαι δασκάλα.

Κάτι σα φαντάρος, σκέφτηκε. Ίδιες λέξεις. Υπηρετώ, θητεία, άδεια, λείπει μόνο η στολή.

Περιμένοντας, άλλαξε παπούτσια. Δεν ήθελε, φτάνοντας στο σχολείο, να έχει το αξιοθρήνητο ύφος των πονεμένων ποδιών.

– Υπηρετείτε στο Ορμένιο;

– Ναι, είπε ο ένας φαντάρος, κοκκινίζοντας.

– Είναι αλήθεια πως όταν φυσάει ανατολικός άνεμος, φέρνει απ’ την Αδριανούπολη μια μυρωδιά κανέλλας;

– Δεν μπορώ να πω. Στη σκοπιά, σίγουρα φέρνει κρύο.

Ο καφές στο σταθμό των τραίνων ήταν καραβίσιος.

Σκέφτηκε, «φταίει άραγε που είναι πολυκαιρισμένος ή μήπως είναι αυτή η γεύση των δύσκολων ταξιδιών;»

φωτό, Bryan Burton

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το