Στις 18-4-1941, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, η Λαμία βομβαρδίστηκε ανελέητα από τους Γερμανούς και στις 20, ημέρα του Πάσχα, γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη και σε όλη την περιοχή για να μείνουν μέχρι της 17ης Οκτωβρίου 1944.
Κατά την περίοδο αυτή οι κάτοικοι, παρ’ όλες τις κακουχίες, την πείνα και τη δυστυχία, τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τις εκτελέσεις, τις λεηλασίες, τις δημεύσεις και τις επιτάξεις, δεν σταμάτησαν την εθνική τους αντίσταση κατά του κατακτητή, με επικεφαλής το ΕΑΜ.
Στη Λαμία (από κείμενο του Γιώργου Φλέσσα)
Ξαφνικά, τους ήχους της πόλης σκέπασε ο βόμβος από τους κινητήρες δεκάδων γερμανικών αεροπλάνων. Αυτήν τη φορά ακουγόντουσαν πολύ πιο κοντά. Αυλάκωναν τον καταγάλανο ουρανό, σε μικρούς σχηματισμούς και κατευθύνονταν προς την πόλη. Ήταν φανερό: δεν ήταν διερχόμενα• ερχόντουσαν για να βομβαρδίσουν τη Λαμία. Η μεγάλη σειρήνα του Ηλεκτρικού Εργοστασίου χτύπησε συναγερμό. Οι άλλες σειρήνες της αεράμυνας άρχισαν να ουρλιάζουν.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος για να προφυλαχτεί στα λιγοστά καταφύγια, στα υπόγεια, όπου μπορούσε. Χάος!
Τα αεροπλάνα –“στούκας” όπως είπαν μετά– άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω από τη Λαμία, σαν γεράκια που ζυγιάζουν το θήραμα τους. Μετά από λίγο, ξέκοψαν ένα-ένα και ξεκίνησαν τις εφορμήσεις. Κατέβαιναν από ψηλά σχεδόν κάθετα και μόλις πλησίαζαν κοντά στο έδαφος, άφηναν το θανάσιμο φορτίο τους και ξανακέρδιζαν ύψος. Το δαιμονισμένο θόρυβο των κινητήρων, ακολουθούσε το σφύριγμα της βόμβας και λίγα δευτερόλεπτα μετά η εφιαλτική έκρηξη, τραντάζοντας συθέμελα τη γη, γκρεμίζοντας τα κτίρια, λιώνοντας τα σίδερα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας τους ανθρώπους.
Εκρήξεις, φωτιές, θάνατος! Σύννεφα σκόνης, μαύρος καπνός, χαλάσματα, ουρλιαχτά απόγνωσης, κραυγές για βοήθεια, πράγματα να καίγονται και μαζί η φριχτή μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Οι εφορμήσεις συνεχίστηκαν ξανά και ξανά μέχρι που τα “στούκας” άδειασαν όλο το φονικό τους φορτίο. Αφού τελείωσαν την ανελέητη αποστολή τους, τα αεροπλάνα πέταξαν για λίγο πάνω από την πόλη, σαν να ήθελαν να καμαρώσουν το καταστροφικό τους έργο και ένα ένα –όπως είχαν έρθει– πέταξαν μακριά, ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα.
Η Μεγάλη Παρασκευή έγινε πιο πένθιμη για τη Λαμία του 1941. Όσοι γλύτωσαν από το βομβαρδισμό, ξεχύθηκαν στα χωράφια. Άλλοι με λιγοστά πράγματα, άλλοι χωρίς τίποτα, κατέφυγαν στα γύρω χωριά, για να γλυτώσουν. Τα νέα άρχισαν να κυκλοφορούν: οι καταστροφές ήταν πολλές, οι νεκροί αρκετοί και οι τραυματίες περισσότεροι.
e-prologos.gr