“Μπουζουριαστείτε μέσα στο σακί και μην ακούσω κιχ”

Μ’ αυτή τη φράση μαζεύει ο Αίολος όλους τους υστερικούς αέρηδες, το Λεβάντε, τον Πουνέντε, το Γρέγο, το Γαρμπή, το Μαΐστρο. το Σορόκο, μέσα στο σακί του κάθε Γενάρη, για να γεννήσει η κόρη του και να χουχουλιάσει πάνω στ΄αυγά της ώσπου να σκάσουν μύτη τ’ αλκυονόπουλα.
Και πού να ξέρει κανείς σίγουρα πως είναι κόρη του η Αλκυόνη ή είναι κόρη του Άτλαντα, έτσι που μπλέκονται οι ιστορίες των παθών και των ερώτων τον καιρό των μεγάλων, παλιών παραμυθάδων.
Κι η Αλκυόνη θύμα ενός έρωτα, που σαν χάθηκε στα νερά και ξεβράστηκε μπροστά της, τη συρρίκνωσε ο πόνος του χαμού σε μικρό πουλί των χορδωτών.
Το σίγουρο πάντως είναι πως αέρηδες όλων των κατευθύνσεων και ποιητές από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, ως τον Τ. Σ. Έλλιοτ, βιολιστές και ζωγράφοι, αστρονόμοι και ορνιθολόγοι και παραμυθάδες υποκλίνονται σ’ ένα πουλάκι που δεν ξεπερνά το μήκος μιας παλάμης και βαραίνει όσο περίπου ένα μικρό, ζουμερό πορτοκάλι.
Όμως η Αλκυόνη, το μπιρμπίλι, είναι ένα ταξιδιάρικο πουλί, με τσαγανό.
Μ ‘ αυτό το μικρό κορμί και τα πεταχτά φτερά της κεφαλής, που το κάνουν να μοιάζει με πανκιό, χώνει τα ελάχιστα πόδια του κάτω απ’ την πουπουλένια κοιλιά, βάζει μπρος το μυτερό του ράμφος και τη θέληση για ζωή και ταξιδεύει από τα παγωμένα του Βορρά, στα πιο φιλόξενα του Νότου. Αψηφώντας σύνορα, απαγορεύσεις, σμήνη από τραμπούκους, φασίστες και τις κακοκαιριές κατεβαίνει από την ολόλευκη Αλάσκα, πάνω από τα τραμπικά τείχη, ως στη Γη του Πυρός κι από την κρυόκωλη Σκανδιναβία, πάνω από συμφωνίες και μασκοφόρους συνοριοφύλακες, στις θερμοφόρες θάλασσες.
Γιατί την έχει η ζωή αυτή τη μαγκιά να ορθώνει το μικρό, πολύχρωμο κορμί της σε μεγάλα μαύρα όρνια.
Σκάβει λοιπόν στην όχθη των ποταμών ή στην άκρη της άμμου ένα μικρό τούνελ, με μια σοφή προεξοχή ανηφορικής κρυψώνας για την περίπτωση πλημμύρας ή βρίσκει μια, τέτοιας αρχιτεκτονικής, τρύπα σε βράχο και αφού κοιλοπονέσει, ζεσταίνει τα μικρά, σαν κουφέτα, αυγά της.
“Στον καταρημαγμένο βράχο των ανήσυχων καιρών,
που τον ξεπλένουν τα κύματα και τον σκεπάζουν οι ομίχλες,
που τις γαλήνιες μέρες γίνεται σημάδι της θάλασσας
για να χαραζουν πορεία οι ναυτικοί,
μα που στους σκοτεινούς καιρούς, είναι ό,τι ήταν πάντα”.
Σ’ αυτούς τους βράχους (κι ας μου συγχωρέσει την κακότεχνη μετάφραση ο Έλλιοτ) κουρνιάζει η Αλκυόνη.
Κι έχει τόσο τσαγανό, που και σαν αστέρι, πάλι είναι ταξιδιάρικο και μέσα στην αέναη γυροβολιά του Σύμπαντος, μεσουρανεί, σαν το πιο λαμπρό ματάκι των Πλειάδων, της Πούλιας, της ασπροπουλάδας τ’ ουρανού, πάλι κάπου στα μέσα, με τέλη του Γενάρη.
Τον ίδιο καιρό που η φτερωτή, πολύχρωμη ζωή ζεσταίνει την ελπίδα της “στον καταρημαγμένο βράχο των ανήσυχων καιρών”.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το