Στις 28 του Δεκέμβρη το σινεμά δε γιόρτασε κι ας έκλεινε τα 125 χρόνια της ζωής του. Γιατί σαν τέτοια μέρα, το 1895 στο υπόγειο του Gtand Cafe του Παρισιού και με ένα φράγκο εισιτήριο, 32 όλοι κι όλοι θεατές απόλαυσαν την πρώτη δημόσια κινηματογραφική απόπειρα. Εκείνη των αδελφών Λιμιέρ, μένοντας ”άναυδοι, έκπληκτοι και εντυπωσιασμένοι” σύμφωνα με τα σχόλια της εποχής.
Αυτό το θάμπος το προκάλεσε στους θεατές ένα φιλμάκι των αδελφών Λιμιέρ με τίτλο «Έξοδος από το εργοστάσιο Λιμιέρ» – το δικό τους εργοστάσιο- διάρκειας μόλις ενός λεπτού.
Με κείνη την προβολή βαφτίστηκε επίσημα ο κινηματογράφος, παρ’ ότι είχαν προηγηθεί ανάλογες προσπάθειες, όπως για παράδειγμα από τον Αμερικανό εφευρέτη Έντισον και τους Γερμανούς αδελφούς Σκλαντανόφσκι.
Το Grand Cafe, σήμερα δεν υπάρχει και στη θέση του υπήρξαν οι αυτόνομες κινηματογραφικές αίθουσες που όλα αυτά τα χρόνια έχουν να διηγούνται την ιστορία της έβδομης τέχνης. Στη συνέχεια τα Multiplex που μονοπώλησαν το προϊόν, για να καταλήξουμε στο σήμερα της Netflix και της Amazon που κλόνισαν τα θεμέλια της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Μιας βιομηχανίας που κυριάρχησε πάνω από εκατό χρόνια.
Σήμερα, μεσούσης της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, το Streaming μπήκε στη ζωή μας, με τις σκοτεινές αίθουσες να ερημώνουν, εκεί που άλλοτε αποκαλύπταμε την κινηματογραφική εμπειρία.
Οι απώλειες του τζίρου του σινεμά ξεπερνούν το 70% παγκοσμίως και το οριστικό λουκέτο μοιάζει αναπόφευκτο για τη σκοτεινή αίθουσα. Βέβαια ο κινηματογράφος και άλλες εποχές διακινδύνευσε, όπως τη δεκαετία του 1950, όταν για πρώτη φορά η τηλεόραση μπήκε στα νοικοκυριά. Τώρα όμως, με την επίσπευση τετελεσμένων που επιφέρει η κρίση πανδημίας, τα ερωτήματα προβάλουν αμείλικτα.
Το σινεμά, η κατ’ εξοχήν λαϊκή τέχνη, «το τρακτέρ που οργώνει τη συνείδηση του θεατή» κατά τον Αϊζενστάιν, που σήμερα πνέει τα λοίσθια, πως θα είναι αύριο; Η εμπειρία που αποκομίζουμε από το σινεμά θα παραμείνει η ίδια ή θα αλλάξει ποιότητα;
Πολλά στελέχη της κινηματογραφικής βιομηχανίας εισηγούνται αλλαγές εδώ και τώρα, με στόχο το προϊόν να ανακτήσει την απωλεσθείσα κατανάλωση από διαφορετικές θέσεις. Εισηγούνται για παράδειγμα, η κινηματογραφική εμπειρία να μην είναι μονάχα οπτικοακουστική, αλλά να εμπλουτιστεί με μυρωδιές και αρώματα όπως και με δονούμενα καθίσματα κατά τη διάρκεια της προβολής!
Άλλοι προτείνουν τη «μουσειοποίηση» των κινηματογραφικών αιθουσών και τη μετατροπή τους σε επιδοτούμενες πολιτιστικές επιχειρήσεις.
Ένα είναι σίγουρο, η τωρινή κρίση αφήνει ισχυρό αποτύπωμα και επισπεύδει τις αλλαγές και στο χώρο της κινηματογραφικής παραγωγής και διανομής. Όπως οι οπτικοακουστικές εικόνες που μεταφέρουν στα σπίτια μας οι υπηρεσίες streaming. Εικόνες που δεν αποτελούν κινηματογραφική εμπειρία. Γιατί το σινεμά, σαν μαζικό θέαμα, προϋποθέτει τη σκοτεινή αίθουσα των θεατών. Των θεατών που καθισμένοι και άγνωστοι ο ένας δίπλα στον άλλο, συνδέονται συναισθηματικά από τις κινούμενες εικόνες που παράγει το ”μαγικό” φως του προβολέα.
«Κάποιες φορές, όταν η αίθουσα είναι γεμάτη κόσμο, ακούς τα γέλια των θεατών. Τότε είσαι και εσύ ευτυχισμένος, νιώθεις σαν να προκάλεσες εσύ τη χαρά τους», λέει σε μια ατάκα ο μηχανικός προβολής Αλφρέντο (ο αξέχαστος Φιλίπ Νουαρέ) στο μικρό Τότο στη βραβευμένη ταινία του Τορνατόρε «Σινεμά ο παράδεισος». Ίσως και να τα λέει όλα αυτή η ατάκα, αυτά που μεταλάβαμε και αυτά που θα χάσουμε όταν εκλείψει η σκοτεινή αίθουσα.
Ο κινηματόγραφος ανδρώνεται τον 20ο αιώνα, ανήκει σ’ αυτόν. Είναι η τέχνη που παρότι οφείλει πολλά στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μουσική, σε όλες τις αναπαραστασιακές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία και παρότι τις εμπεριέχει, τις υπερβαίνει με το νεωτερισμό του χρόνου. Είναι η νίκη του ακαριαίου χρόνου με αναλλοίωτες εικόνες. Ενεργοποιεί το χρόνο και το χώρο και ρευστοποιεί την κάθε βιογραφία.
Οι δημιουργοί αληθινών κινηματογραφικών κομψοτεχνημάτων είναι λίγοι, όπως ο Γουέλς που κατόρθωσε χάρη στο ύφος να αναδείξει τη σαθρή δυναμική της καπιταλιστικής κοινωνίας στην οποία το να έχεις τα πάντα ισοδυναμεί με το να χάνεις τα πάντα.
Το καλό σινεμά οξύνει την πολιτική φαντασία, δίνει εικόνα στην πνευματική αναζήτηση, γίνεται ποίηση, συνταιριάζει το κοινωνικό σχόλιο με τη δραματική αφήγηση και αναγεννά τη δημιουργική ελευθερία, όπως η περίπτωση του κορυφαίου Γιαπωνέζου Μιζογκούτσι.
Πως θα είναι η ζωή μας χωρίς την ομορφιά, το πάθος και την αυταπάτη που μας χάριζε το σινεμά στις σκοτεινές αίθουσες; Χωρίς το κινηματογραφικό βλέμμα του Μπόγκαρτ στην Μπέργκμαν όταν της λέει «κοιταζόμαστε, κούκλα», εκεί που ο χρόνος και ο θάνατος καταργούνταν στα πρόσωπα των κινηματογραφικών ειδώλων; Χωρίς ένα καινούργιο «Ποτέμκιν» με τα κανόνια του αντίστροφα; Χωρίς ένα χλοερό «λιβάδι που δακρύζει» από δάκρυα χαράς και λύτρωσης;
Το streaming, όπως το φαστ-φουντ θα ξεγελάσει την πείνα μας αλλά δε θα τη χορτάσει. Διαβαίνουμε ήδη τη μετά-σινεμά, όπως τη μετά-δημοκρατία και τη μετά- οικονομία εποχή. Η έλλειψη τροφής που μας υπόσχονται θα μας αναγκάσει να πάρουμε θέση.
πηγή: common.gr
e-prologos.gr