…Συρρικνώνοντας τους εκπαιδευτικούς – Οι εκπαιδευτικοί δύναμη αμφισβήτησης!
Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε , ψυχές!
Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Κ. Παλαμάς
Η είδηση από τη Γαλλία ότι η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας οδήγησε στην αυτοκτονία διευθύντριας σχολείου της Christine Renon συγκλονίζει. Την Πέμπτη 3 Οκτωβρίου οι καθηγητές και οι διευθυντές των σχολείων απότισαν φόρο τιμής στη συνάδελφό τους διαδήλωσαν μαζικά και μαχητικά καταγγέλλοντας «την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας καθώς όλες οι ευθύνες πέφτουν στους ώμους τους»: η ασφάλεια, τα πρακτικά καθήκοντα, οι σχέσεις με τους γονείς, τον δήμο ή την επιθεώρηση, η υποδοχή των μαθητών με αναπηρίες. Συγχρόνως κι ενώ οι μισθοί τους είναι πολύ χαμηλοί δέχονται και τη «μόνιμη θεσμική πίεση». Όλα αυτά παραμονές της 5ης Οκτωβρίου που έχει καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα των εκπαιδευτικών.
Φαινόμενα απαξίωσης της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά των ασκούμενων πολιτικών σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα στην Ελλάδα η εκπαιδευτική πολιτική διαμορφώνεται και ασκείται υπό την αιγίδα της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ αποδομώντας το δημόσιο σχολείο και διαμορφώνοντας το φτηνό σχολείο που επιδιώκει να διαμορφώσει τους μαθητές σε ευέλικτους και πειθήνιους απασχολήσιμους. Ταυτόχρονα το σχολείο γίνεται όλο και πιο στενάχωρο, αυταρχικό και απωθητικό για εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Στην Ελλάδα ο εκπαιδευτικός δεν αντιμετωπίζεται ως επιστήμονας με πολυσύνθετο έργο και παιδαγωγός που διαμορφώνει ελεύθερους και κριτικά σκεπτόμενους πολίτες, αλλά ως φτωχός και άβουλος δημόσιος υπάλληλος – ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης γνώσης και ιδεολογίας. Ο εργασιακός μεσαίωνας, ένα εργασιακό τοπίο βαρβαρότητας που κρατά τους εκπαιδευτικούς όμηρους του διοικητικού μηχανισμού και της κυβέρνησης, χωρίς δικαιώματα και σκυφτούς μπροστά σε μια αυταρχική εξουσία είναι μια γκρίζα πραγματικότητα, αποτέλεσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων διαχρονικά.
Χωρίς εκπαιδευτικούς τα δημόσια σχολεία μετατρέπονται σε παιδοφυλακτήρια. Και δεν είναι μόνο οι για εννιά χρόνια μηδενικοί μόνιμοι διορισμοί, αλλά και η δραστική μείωση του αριθμού των αναπληρωτών σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση και απαξίωση των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στους 3 εκπαιδευτικούς αναγκάζεται να μετακινείται σε περισσότερα από ένα σχολεία σε συνθήκες ελαστικής εργασίας, ειδικότερα με αναπληρωτές σε ομηρία, με αυξημένο ωράριο εργασίας με επιπτώσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία και τη μόρφωση των εκπαιδευτικών.
Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί ξεπερνούν αισθητά τον μέσο όρο των 27 κρατών της Ε. Ε. σε εβδομαδιαίο διδακτικό χρόνο (Μ.Ο Ελλάδα: 20,5 Μ.Ο. Ε.Ε./27: 19,1 – Γυμνάσια & 18,4 – Λύκεια). Βρίσκονται επίσης στις τελευταίες θέσεις, με ακόμα πιο δυσμενείς σχέσεις, μεταξύ των κρατών της Ε. Ε. στην κατάταξη με βάση τις ετήσιες αποδοχές, μόλις πάνω από την Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία, Λιθουανία (Κατώτερος μικτός ετήσιος μισθός Ελλάδα: 13.104 €, Μ.Ο. Ε.Ε./27 29.459 €). Σύμφωνα με μελέτη της UNESCO κάθε ώρα διδακτικού έργου ενός καθηγητή αντιστοιχεί σε 4 ώρες εργασίας γραφείου!
Οι εκπαιδευτικοί ανήκουν στην ομάδα των επαγγελματιών που είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο «σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης». Η επαγγελματική εξουθένωση είναι ένα σύνδρομο σωματικής και ψυχικής εξάντλησης, στο πλαίσιο του οποίου ο εκπαιδευτικός κατακλύζεται από έλλειψη ενθουσιασμού και προσδοκιών, απογοήτευση, απάθεια, αδράνεια, χάνει το ενδιαφέρον του και τα όποια θετικά συναισθήματα έχει για τους μαθητές του, διαμορφώνει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Στην Ελλάδα οι έρευνες δείχνουν ότι το 25% των εκπαιδευτικών βιώνει υψηλή ή μεσαία συναισθηματική εξάντληση. Σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ) αναφέρεται ότι από τα πλέον συνήθη προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία είναι το άγχος σε ποσοστό 28% και η επαγγελματική εξουθένωση σε ποσοστό 23%. Βασικές αιτίες είναι η εντατικοποίηση της εργασίας, οι μετακινήσεις σε πολλά σχολεία, η έλλειψη κονδυλίων, η απειλή της αξιολόγησης, η αυταρχική δομή του σχολείου σε οργανωτικό και διοικητικό επίπεδο, ο χαμηλός μισθός, η έλλειψη σεβασμού από μαθητές, γονείς και υπηρεσιακούς παράγοντες, η έλλειψη ευκαιριών για επιμόρφωση κ.λπ.
Στο σχολείο των ταξικών φραγμών, το σχολείο – εξεταστικό κέντρο, των αποσπασματικών γνώσεων εκπαιδευτικοί – μαθητές και γονείς βλέπουν τις προσδοκίες τους να γίνονται σκόνη και θρύψαλα και οι σχέσεις τους να γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικές.
Οι γονείς είναι δυσαρεστημένοι καθώς πληρώνουν πολύ ακριβά τη φοίτηση των παιδιών τους στην κατ΄ επίφαση δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση. Μάλιστα η δυσαρέσκειά τους τροφοδοτείται δικαίως, ακόμη περισσότερο σήμερα, αφού η «επένδυση» στο σχολικό των παιδιών τους, έχει όλο και λιγότερη «απόδοση» όπως αποδεικνύει η καθημερινή εμπειρία και τα στατιστικά στοιχεία με τους δεκάδες χιλιάδες άνεργους, ετεροαπασχολούμενους και υποαπασχολούμενους πτυχιούχους. Ας τους ρωτήσουμε ποιος νομίζουν ότι φταίει: ο εκπαιδευτικός.
Οι μαθητές είναι δυσαρεστημένοι γιατί «ροκανίζουν» την εφηβεία τους στο τρίγωνο σχολείο – φροντιστήριο – ιδιαίτερο σ΄ ένα «εκπαιδευτικό σύστημα αμάθειας». Ας τους ρωτήσουμε τι νομίζουν ότι ευθύνεται για την άχαρη ζωή τους: Ο εκπαιδευτικός
Ο εκπαιδευτικός ως «δρων υποκείμενο» δεν μπορεί να βολεύεται με τον ρόλο του «υπαλλήλου ιδεολογίας» και διεκπεραιωτή των εξετάσεων. Προσπαθεί να προσεγγίσει τη γνώση διαλεκτικά. Αμφισβητώντας στην πράξη τη λειτουργία του σχολείου που παράγει «παραμελημένα παιδιά», επιλέγει τον ρόλο του εμψυχωτή. Η ενθάρρυνση μπορεί να γίνει θετικό κίνητρο, ενώ η μείωση της αξίας πλήττει τον μαθητή καίρια, όσον αφορά την εικόνα που έχει διαμορφώσει για τον εαυτό του. «Ο καλός δάσκαλος είναι αυτός που απλώνει το χέρι στην ψυχή του παιδιού και τονώνει αυτό που διαθέτει το καθένα» (Μίλτος Κουντουράς)
Ειδικότερα, σήμερα οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ μαθητών με διαφορετικά ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Μπορούν και πρέπει να σταθούν δίπλα στα «παιδιά των τελευταίων θρανίων» καταπολεμώντας κάθε είδους ρατσισμό.
Η αλήθεια είναι ότι ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένας «σύγχρονος Σίσυφος». Έχει τη δυνατότητα παρεμβαίνοντας -την εκπαιδευτική διαδικασία να υπονομεύσει την ανταγωνιστική σχολική ατμόσφαιρα, δημιουργώντας όρους συνεργασίας, επιβραβεύοντας τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Αξίζει να προσπαθήσει να πείσει τους μαθητές του ότι οι σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές τους μπορούν να πάψουν να είναι ανταγωνιστικές, όταν με την ουσιαστική συμμετοχή τους στη σχολική ζωή θα συντελούν στη θέσπιση και τήρηση κανόνων που να εξασφαλίζουν δικαιώματα και καθήκοντα σε όλους. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι οι αναγκαίες διδακτικές μας παρεμβάσεις που κινούνται προς την κατεύθυνση ενός άλλου σχολείου αρκούν για να αλλάξουν το σχολείο. Δημιουργούν ρωγμές στο σύστημα και διαμορφώνουν τους όρους να σκεφθεί η νέα γενιά κριτικά προκειμένου να αποκτήσει τα όπλα για να αλλάξει τον κόσμο. Το σχολείο αλλάζει αλλάζοντας την κοινωνία!
Και αυτό είναι σημαντικό για την αυτογνωσία των εκπαιδευτικών που προϋποθέτει την αμφισβήτηση του «επίσημου ρόλου» και την ανατροπή των κοινωνικών και εκπαιδευτικών παραγόντων που θεμελιώνουν το «σχολείο των δυσαρεστημένων». Ο εκπαιδευτικός ως «δρων υποκείμενο» δεν μπορεί να βολεύεται με το ρόλο του «υπαλλήλου ιδεολογίας» και διεκπεραιωτή των εξετάσεων. Σφυρηλατώντας, λοιπόν, την κοινωνική συνείδηση του οφείλει να είναι στρατευμένος στην υπόθεση της παιδείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Ο Δ. Γληνός έγραφε στο περιοδικό Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου: «Aν οργανωθούν οι δάσκαλοι κάθε βαθμού, αν οργανωθούν μ’ ενωτικό δεσμό τη βαθιά επίγνωση του έργου τους και της σημασίας του για την κοινωνία, αν ενωθούν γύρω σε ιδέες και όχι μόνο γύρω σε μικροσυμφέροντα, αν πιστέψουν στον εαυτό τους και στην αποστολή τους μπορούν να κατορθώσουν όχι μόνο το σεβασμό να εμπνεύσουν, μα και όλη την παιδεία και ολόκληρο το λαό να υψώσουν».
Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να οικοδομήσουν το φθηνό, ευέλικτο, πειθαρχημένο σχολείο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείου με εκπαιδευτικούς φτωχούς και υποταγμένους για να διαμορφώνουν ένα εξειδικευμένο, αλλά αμόρφωτο εργατικό δυναμικό, εμείς έχουμε κάθε λόγο να να προβάλουμε το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού Αντοτετράδια της Εκπαίδευσης
e-prologos.gr