Σταύρος Μαλαγκονιάρης

Προοριζόταν να στολίσει την πρωτεύουσα και ν’ αναπτύξει το θέατρο στο «νεαρό» ελληνικό κράτος. Όμως, διαχρονικές ελληνικές παθογένειες καταδίκασαν το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και αφού δόθηκε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η «χαριστική βολή», κατέληξε, κατά τη μεταξική δικτατορία, μόλις δύο μέρες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, να γίνει ερείπια!

Το λαμπερό στοιχείο της ιστορίας του «Νέου Θεάτρου», όπως το αποκαλούσαν οι Αθηναίοι, έργου του Τσίλερ, είναι ότι στο σύντομο διάστημα της λειτουργίας του φιλοξένησε σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως η Σάρα Μπερνάρ (1893), η Ελεονόρα Ντούζε (1899), ο Ζανουλί Μουνέ (1899), ο Ιταλός Ερμέτε Νοβέλι κ.ά.

Όμως, υπάρχει και η «μελανή» πλευρά της ιστορίας, που καθόρισε την τύχη του. Εκεί αποτυπώνονται η δράση επιχειρηματικών συμφερόντων και οι παθογένειες του κράτους και της Αυτοδιοίκησης.

Η ιστορία του θεάτρου ξεκινάει, ουσιαστικά, από το 1857, όταν γίνεται η πρώτη προσπάθεια κατασκευής του.

Τότε, ο Δήμος Αθηναίων αποφασίζει ν’ ανεγερθεί ένα Δημοτικό Θέατρο στην «πλατεία Λουδοβίκου» (σ.σ. σημερινή πλατεία Κοτζιά, που ονομαζόταν έτσι προς τιμήν του πατέρα του Όθωνα), μεταξύ των οδών Αιόλου, Σωκράτους, Κρατίνου και Απελλού.

Ο Γρηγόρης Καμπούρογλου, με συνέταιρο τον τραπεζίτη Δ. Δημητρακόπουλο, από την Κωνσταντινούπολη, προσφέρεται να χτίσει το θέατρο, με σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Μπουλανζέ και στις 22 Δεκεμβρίου 1857 ο Όθωνας τοποθετεί τον θεμέλιο λίθο. Όμως, το έργο συνάντησε ποικίλες αντιδράσεις και ο Καμπούρογλου, αφού έχασε πολλά χρήματα, εγκατέλειψε την ιδέα.

Ο πρώτος που φαίνεται ότι αντέδρασε ήταν ο θεατρώνης Μπούκουρας, ιδιοκτήτης ενός θεάτρου, «μάλλον πρόχειρου και ατελούς», πίσω από το Βαρβάκειο. Άλλοι αναφέρουν ότι ο γραμματέας του Όθωνα, Βέτλαντ, για «προσωπικούς λόγους», μπλοκάρισε το έργο. Δεν αποκλείεται, βέβαια, η αντίδραση του θεατρώνη και οι ενέργειες του Βέτλαντ να είχαν κάποια σχέση…..

Η επόμενη προσπάθεια γίνεται ύστερα από 15 χρόνια. Τότε, ο δήμαρχος Αθηναίων Παναγής Κυριακός αποφάσισε να προχωρήσει η κατασκευή του θεάτρου μέσω μιας μετοχικής εταιρείας, στην οποία θα δινόταν δωρεάν ο χώρος για την ανέγερσή του και θα της παραχωρούνταν η εκμετάλλευση για ορισμένα χρόνια.

Η εταιρεία συστάθηκε το 1872 και ανέθεσε τα σχέδια στον Ερνέστο Τσίλερ. Στα τέλη του 1874 είχαν κατασκευαστεί το ισόγειο και ένα μέρος του πρώτου ορόφου. Ομως, τα έξοδα είχαν υπερβεί τον προϋπολογισμό και το έργο σταμάτησε.

Το αρχικό σχέδιο του Τσίλερ για το θέατρο  Εφ. «Το Αστυ» φ. 25.10.1887

Χρειάστηκαν χρονοβόρες διαδικασίες για ν’ απεμπλακεί ο δήμος από τη συμφωνία. Μόλις το πέτυχε, πήρε δάνειο 140.000 δραχμών και προκήρυξε, το 1882, αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη σύνταξη νέων σχεδίων.

Πολλοί αρχιτέκτονες πήραν μέρος αλλά το αποτέλεσμα κρίθηκε μεταξύ του Γάλλου Ζ. Ζιράρ και του Τσίλερ.

Ο Ζιράρ τροποποιούσε το σχέδιο του Τσίλερ προβλέποντας την κατασκευή μεγαλύτερης σκηνής αλλά περιορίζοντας τον χώρο των καταστημάτων. Αυτό, όμως, απέβαινε σε βάρος της οδού Αθηνάς και του νεόκτιστου δημαρχείου.

Τελικά, εγκρίθηκε το σχέδιο του Ζιράρ, αλλά στον… δρόμο η απόφαση άλλαξε και επιλέχθηκε του Τσίλερ. Κατά μια εκδοχή η ανατροπή έγινε διότι ο προϋπολογισμός για το σχέδιο του πρώτου ήταν υψηλός, κατ’ άλλους ο Τσίλερ απλώς κατάφερε ν’ ανατρέψει την απόφαση χάρη στην «κοινωνικότητα και το διπλωματικό δαιμόνιό» του…

Και μπορεί ο Τσίλερ να πήρε τη «δεύτερη ευκαιρία» για να ολοκληρώσει το δημιούργημά του, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι να ξεκινήσουν οι εργασίες.

Η έναρξή τους δρομολογήθηκε τον Φεβρουάριο του 1887, οπότε εμφανίστηκε ο Ανδρέας Συγγρός, που ανέλαβε ν’ αποπερατώσει σε δύο χρόνια το θέατρο, με αντάλλαγμα να το λειτουργήσει και να εκμεταλλεύεται τα καταστήματα και τα γραφεία για 25 χρόνια. Το κόστος υπολογιζόταν σε 600.000 δραχμές όμως ο Συγγρός, που ήταν ευεργέτης αλλά πάνω απ’ όλα ήταν επιχειρηματίας και αποσκοπούσε στο κέρδος, σκόπευε να ξοδέψει μόνο 300.000- 400.000 δραχμές.

Ο Τσίλερ επέμεινε ότι θα χρειάζονταν 700.000-800.000 δραχμές και στα απομνημονεύματά του αναφέρεται ο παρακάτω διάλογος:

«Αφού τη μια μέρα τον εβεβαίωσε πως δεν φθάνει το ποσόν με το οποίον λογάριαζε να τα βγάλη πέρα, τον επεσκέφθη πάλι ο Συγγρός την άλλη μέρα και του είπε:

-Καλά λοιπόν, θα κάνω ένα καπρίτσιο. Θα προσθέσω ακόμη 200.000 δραχμές εις τον ποσόν που είπα.

-Πρέπει να προσθέσετε, του απάντησε ο Τσίλερ, ακόμη δύο καπρίτσια τουλάχιστον, αν θέλετε να συνεργασθούμε».

Τελικά, οι εργασίες άρχισαν αλλά τα προβλήματα δεν έλειψαν. Εκτός από πολλές κακοτεχνίες, που θα φανούν με την ολοκλήρωσή του, κανένας δεν δείχνει ν’ ασχολείται με τα μέτρα ασφαλείας.

Έτσι, τον Οκτώβριο του 1887, θα σημειωθεί εργατικό ατύχημα, καθώς θ’ ανατραπούν σκαλωσιές και θα χάσουν τη ζωή τους τρεις εργάτες και θα τραυματιστούν πολλοί άλλοι.

Το «Θέατρο του Συγγρού»

Επιτέλους, έναν χρόνο αργότερα το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών ήταν έτοιμο και στις 15 Οκτωβρίου 1888, 31 χρόνια μετά τη θεμελίωσή του από τον Όθωνα, προγραμματίστηκε να δοθεί η πρώτη παράσταση, από τον θίασο Λασσάλ, που θα παρουσίαζε την κωμική όπερα του Αμπρόις Τομάς, «Μινιόν».

Ομως, λίγες ώρες πριν από την παράσταση το υπουργείο Εσωτερικών συγκροτεί επιτροπή που κάνει έλεγχο, διαπιστώνει ελλείψεις σε θέματα πυρασφάλειας και απαγορεύει τη λειτουργία του. Ο Συγγρός βρίσκεται προ οικονομικής ζημιάς. Παίρνει μαζί του τον Γάλλο θιασάρχη και πάνε κατευθείαν στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, του οποίου ήταν πολιτικός φίλος.

Το θέατρο φιλοξενώντας πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στα θεωρεία του Αρχείο Ζόζεφ Χεπ, Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Κατά την εφημερίδα «Ακρόπολις», εμφανίζονται στον Τρικούπη «με αμάν και τεμενάδες και ιδρωτρεξίματα». Ο πρωθυπουργός… πείθεται και επιτρέπει να λειτουργήσει το «Θέατρο του Συγγρού», όπως το έλεγε ο κόσμος. Αργότερα, θα γίνει γνωστό ότι η λειτουργία του επιτράπηκε, με την υποχρέωση να ληφθούν έξι μέτρα ασφαλείας. Ωστόσο, τις επόμενες μέρες κανένας δεν εξέτασε εάν εφαρμόστηκαν…

Στο μεταξύ, φάνηκαν και άλλα προβλήματα του θεάτρου, όπως η έλλειψη εξαερισμού και θέρμανσης, η πολύ μικρή σκηνή (βάθους μόλις 12,5 μέτρων) για να εξοικονομηθεί χώρος για τα καταστήματα, η έλλειψη κάθετου διαδρόμου μεταξύ των καθισμάτων της πλατείας και διάφορες «τσαπατσουλιές», όπως μια ξύλινη λύρα, πάνω από τη σκηνή, «μετά ελεεινού χρωματισμού (…) και οι δύο κύκνοι στα άκρα είναι της αυτής κατηγορίας».

Στα θετικά, η καλή ακουστική και η θέα της σκηνής απ’ όλα τα σημεία.

Και ενώ η πρώτη παράσταση επισκιάστηκε από τις ελλείψεις, η επόμενη, που δόθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1888 από έναν ερασιτεχνικό θίασο φοιτητών της Νομικής, με την τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον καθώς την παρακολούθησαν, από τα θεωρεία, η βασιλική οικογένεια και ξένοι επίσημοι.

Όμως, το έργο ήταν στα αρχαία και αυτό προκάλεσε κάποια… προβλήματα, διότι πολλοί θεατές δεν καταλάβαιναν τίποτα. Ο δε βασιλιάς Γεώργιος φαίνεται ότι αποκοιμήθηκε στο θεωρείο του. Ο δαιμόνιος Γ. Σουρής στην έμμετρη σατιρική εφημερίδα του «Ο Ρωμηός» έγραφε:

«(…) Και προς το μέρος έστρεψα του Μεγαλειοτάτου
κι’ ο βασιλεύς ενύσταξε με όλα τα σωστά του.
τον εγλυκονανούρισε εκείνο το τροπάρι (…)

Όμως, η λειτουργία του θεάτρου, χωρητικότητας 1.500 θεατών, είχε ξεκινήσει και έπαιξαν στη σκηνή του διεθνούς φήμης καλλιτέχνες. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι κάτοικοι της πρωτεύουσας δεν το «αγκάλιασαν» καθώς τα εισιτήρια ήταν πολύ ακριβά και ήταν υποχρεωτικό οι θεατές να φορούν σμόκιν!…

Η εφημερίδα «Νέον Άστυ» (φ. 10.12.1901) καυτηρίαζε τους ενδυματολογικούς περιορισμούς γράφοντας μεταξύ άλλων ότι «είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς πόσον τα ολίγα ή πολλά φράκα, τα στίσαντα με την γενικήν των εμφάνισιν την πλατείαν, έβλαψαν το θέατρον».

Το 1898, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, ο Συγγρός, θέλοντας ν’ απαλλαγεί από το βάρος της διαχείρισης του θεάτρου, τροποποίησε τη σύμβαση με τον δήμο, παραχώρησε τη διαχείριση του θεάτρου και κράτησε για εκμετάλλευση καταστήματα και γραφεία.

Εργασίες ασφαλτόστρωσης Από το βιβλίο του Γ. Π. Παρασκευόπουλου «Οι δήμαρχοι των Αθηνών», Αθήνα 1907

Η τροποποίηση ήταν βλαπτική για τον δήμο καθώς όπως γράφει ο Γ. Π. Παρασκευόπουλος στο βιβλίο του «Οι δήμαρχοι των Αθηνών», που κυκλοφόρησε το 1907, του πρόσθεσε μόνο οικονομικά βάρη «ένεκα της υποβολής του εις έξοδα προς συντήρησιν του κτιρίου, μισθούς υπηρεσίας και επιχορηγήσεις προς θιάσους».

Τα επόμενα χρόνια μέχρι το 1906 έγιναν εργασίες βελτίωσης, με την κατασκευή περισσότερων καμαρινιών, ανακαίνιση των χώρων κ.λπ. Ωστόσο, η μη συστηματική φύλαξη είχε αποτέλεσμα «ν’ αφαιρεθή κατά καιρούς το πλείστον των πλουσιωτάτων σκηνών του και των άλλων εξαρτημάτων του».

Στο μεταξύ, η Αθήνα είχε αποκτήσει το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο και άλλα σημαντικά θέατρα, με αποτέλεσμα το Δημοτικό να πέσει σε παρακμή.

Η χαριστική βολή

Το Δημοτικό Θέατρο πέρασε στην πλήρη κυριότητα του δήμου το 1915. Από τότε λεηλατημένο, με σκηνικά παλαιάς τεχνολογίας, έκλεισε για να γίνουν γενικές επισκευές και παραχωρούνταν μόνο για έκτακτες παραστάσεις.

Σε αυτή την κατάσταση βρισκόταν όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή. Τότε, μπροστά στην επιτακτική ανάγκη στέγασης των προσφύγων το υπουργείο Περιθάλψεως, παρά την αντίθετη γνώμη του τότε δημάρχου Σπύρου Πάτση, αποφάσισε να στεγαστούν 1.500 οικογένειες προσφύγων.

Οι περισσότερες οικογένειες έμειναν, για τρία χρόνια, στα θεωρεία και όταν απομακρύνθηκαν το θέατρο ήταν στο εσωτερικό του ερείπιο.

Ο Σπ. Πάτσης ανέθεσε την εκπόνηση μελέτης για την ευρεία ανακαίνισή του, η οποία προϋπολογίστηκε σε 7 εκατ. δραχμές.

Οι εργασίες άρχισαν το 1928 και δαπανήθηκαν 2,5 εκατ. δραχμές. Όμως, έναν χρόνο αργότερα εξελέγη δήμαρχος ο Σπ. Μερκούρης, που διέκοψε τις εργασίες για να αναθεωρηθούν τα σχέδια αλλά δεν ξανάρχισαν ποτέ. Κάποιοι θεωρούν ότι πολιτικοί λόγοι (ήταν αντίθετος στην τότε κυβέρνηση Βενιζέλου) τον ανάγκασαν να πάρει αυτή την απόφαση και άλλοι ότι επέλεξε να διαθέσει χρήματα αλλού, όπως στην ανάπλαση της πλατείας Ομονοίας.

Όπως και να έχει, το κτίριο παρέμεινε εγκαταλελειμμένο και στη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά ο τότε διοικητής (υπουργός) πρωτευούσης Κ. Κοτζιάς αποφασίζει την κατεδάφισή του. Κάποιοι αναφέρουν ότι η απόφαση λήφθηκε με προτροπή του τότε πανίσχυρου διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ι. Δροσόπουλου καθώς τα δύο κτίρια βρίσκονταν απέναντι. Η κατεδάφιση άρχισε στις 26 Οκτωβρίου 1940, δύο μέρες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.

πηγή: efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το