Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν-χο, Ν.Κορέα (2019)
Μια 4μελής οικογένεια νοτιοκορεατών ανέργων καταφέρνει – μεταχειριζόμενη πολύπλοκα τεχνάσματα, σχεδιασμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια – να παρεισφρήσει στο εσωτερικό μιας πολυτελούς μονοκατοικίας όπου διαβιώνει μια επίσης 4μελής οικογένεια εύπορων αστών.
Η αγαστή συμβίωση, που θα στηριχτεί στις φαινομενικά άψογες υπηρεσίες των τεσσάρων πληβείων – ως δασκάλων, σοφέρ και υπηρετικού προσωπικού γενικών καθηκόντων, ανατρέπεται βίαια, όταν στο κατώφλι του σπιτιού εμφανίζεται απροειδοποίητα μέσα στη νύχτα η προηγούμενη γκουβερνάντα, δόλια εκδιωχθείσα από τους επιτήδειους αντικαταστάτες της.
Το μυστικό που αποκαλύπτεται πυροδοτεί ανεξέλεγκτες αντιδράσεις.
Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, τέσσερις άνθρωποι με ολοφάνερα τα σημάδια της ανέχειας – στο γλαφυρό σκηνικό μιας υπόγειας τρώγλης της Σεούλ, πασχίζουν εναγωνίως να αποκαταστήσουν τη wi-fi συχνότητα στα κινητά τους. Όταν εντέλει το καταφέρνουν, η ανακούφισή τους διαπερνάει το πανί της οθόνης.
Κυρίες και κύριοι, καλωσορίσατε στον κόσμο της ανυπέρβλητης οικονομικής ανάπτυξης της Άπω Ανατολής. Μπορεί να μην έχουμε δουλειά, παπούτσια, φαγητό στο τραπέζι ή στεγανούς τοίχους, διαθέτουμε όμως τηλεφωνικές συσκευές τελευταίας τεχνολογίας.
Η (καθοριστική) λειτουργία των κινητών στη στερημένη καθημερινότητα (η στέρηση έχει πολλά πρόσωπα) όλων όσων αλληλεπιδρούν στην ταινία, ξετυλίγεται αποκαλυπτικά από πλάνο σε πλάνο: δεν πρόκειται για ένα ακόμα σημείο αναφοράς, αλλά για άξονα ζωής – κι έναν αδίστακτο σπιούνο (ως τέτοιος θα παίξει το ρόλο του στην εντέλεια, οι μηχανές είναι ως γνωστόν ανελέητες). Αν μάλιστα είμαστε μεγαλο-στελέχη χάι τεκ εταιρειών, καταργούμε τη ζωντανή επικοινωνία ακόμα και μες στο ίδιο μας το σπίτι – ακόμα και μ’ αυτά τα παιδιά μας. Κι όταν αγκαλιάζουμε τη γυναίκα μας καταφεύγουμε στη λαγνεία για να κεντρίσουμε την επιθυμία· η θέρμη έχει εξοριστεί δια παντός. Και κάθε ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Εμπνευσμένος, απρόβλεπτος, ευθύβολος, υπογραμμισμένα πολιτικός και σε σταθερή επαφή με την βαθύτερη κοινωνική πραγματικότητα του τόπου του, ο Μπονγκ Τζουν-χο περιγράφει με ανατριχιαστική ειρωνεία, κάποτε κι ενοχλητικό κυνισμό ένα ζόφο. Που δεν αφορά μόνο τη χαοτική απόσταση ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη – ή την οικονομική εξόντωση της πρώτης, αλλά και τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που έχει σαρώσει τα πάντα στο λαμπρό κόσμο του νοτιοκορεάτικου θαύματος, ακόμα και τους δεσμούς του τελευταίου κύτταρου αντίστασης, της οικογένειας. Ως κι η μητρική γλώσσα υποχωρεί. Οι εκατέρωθεν προσφωνήσεις γίνονται στ’ αγγλοσαξονικά για πρόσθετο κύρος, οι ταυτότητες λειαίνονται μέχρις ολοσχερούς παραμόρφωσης. Είμαι η εικόνα μου.
Κι αν η συμπάθειά του γέρνει απερίφραστα προς τη μεριά της φτωχολογιάς, οι αδυναμίες της δεν εξωραΐζονται. Η τέχνη άλλωστε, όσο κι αν παρηγορεί, εμπνέει, προβληματίζει ή ταράζει, δεν σώζει. Κι ο ιδιοφυής νοτιοκορεάτης δημιουργός – μ’ όλη του την καλλιτεχνική επάρκεια, δείχνει να το γνωρίζει καλά αυτό.
Ας δούμε τι λέει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του μετά τη βράβευση της ταινίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Κανών:
«[…] Μου λένε συχνά πως οι ταινίες μου είναι ακατάτακτες ως είδος, συνδυάζουν στοιχεία από κωμωδία, θρίλερ, επιστημονική φαντασία… Είναι κάτι που μου αρέσει και με εκφράζει. Δεν μπορώ να το αλλάξω και με αυτήν την ελεύθερη διάθεση προσεγγίζω σκηνοθετικά κάθε ιστορία. Καθεμία είναι διαφορετική από την επόμενη, έτσι και το ύφος, ακόμη κι αν είναι παρόμοιο, ελπίζω πως δεν είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο.[…] Ο ρεαλισμός με την αμερικανική κινηματογραφική έννοια, διότι αυτός κυριαρχεί παγκοσμίως, είναι απλώς μία από τις αφηγηματικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Η πιο ισχυρή και η πιο οικεία στο θεατή, αναμφίβολα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορείς να σκηνοθετήσεις μια επιτυχημένη ταινία είδους παίζοντας με τις κυρίαρχες συμβάσεις και προτείνοντας έναν άλλου είδους ρεαλισμό. Με ενδιαφέρει πολύ να αναμειγνύονται τα κλισέ των κινηματογραφικών ειδών, να διαστρέφονται, να αποδομούνται και από αυτήν την “αναταραχή” να γεννιέται μια καινούργια πραγματικότητα. […]
Μιλάμε πάντα για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι αγωνίζονται να πετύχουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους. Εκεί γεννιέται το αληθινό δράμα κι έρχονται στην επιφάνεια βαθιά, ειλικρινή και περίπλοκα συναισθήματα. Στα “Παράσιτα” προσπάθησα να περιορίσω αυτόν τον αγώνα σε κάτι πιο καθημερινό, σε κάτι που μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε εύκολα, […] κάτι που αφορά την καθημερινή επιβίωση.[…]
Στην καπιταλιστική πραγματικότητα οι αντιθέσεις μεταξύ των τάξεων όχι μόνον υφίστανται, αλλά – αντίθετα απ’ ό,τι μας πληροφορούν οι κυβερνήσεις και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης – σταδιακά οξύνονται παρά αμβλύνονται. Είμαι απαισιόδοξος για τη σύγκλιση των διαφορετικών συμφερόντων και την κατάργηση των διακρίσεων, τουλάχιστον στη δική μας εποχή. Γι’ αυτό και στο τέλος της ταινίας ο ήρωας μοιάζει να πιστεύει πως το όνειρο της κοινωνικής καταξίωσης είναι εφικτό, εμείς ως θεατές όμως έχουμε πολλές επιφυλάξεις.[…]
Όταν, στα 1995, πρωτοείδα το “Μίσος” του Ματιέ Κασοβίτς, μου προξένησε έκπληξη τ’ ότι υπήρχαν τέτοιες περιοχές στο Παρίσι, δεν ήξερα ότι υπήρχαν τόσο υποβαθμισμένα προάστια στην πόλη του φωτός. […] Το ίδιο ισχύει για τη Σεούλ. Το θέμα της ταινίας είναι, ακριβώς, η ταξική πόλωση. Η Κορέα είναι σήμερα μια πολύ πλούσια χώρα, πολύ αναπτυγμένη, αλλά όταν μια χώρα γίνεται τόσο πλούσια, το κενό μεταξύ των τάξεων διευρύνεται αναλογικά, μεγαλώνει. Όχι ότι οι μισοί άνθρωποι της χώρας είναι άποροι, αλλά υπάρχουν στην κοινωνία μας, και λίγοι τους αναφέρουν. Όταν επισκεφτείς τη Σεούλ, φύγεις από τους μεγάλους δρόμους και περιπλανηθείς στα πίσω δρομάκια, θα δεις πολλά από αυτά τα ημιυπόγεια σπίτια που είδατε στην ταινία, κι από τα παράθυρα θα δεις τις οικογένειες μέσα στα σπίτια αυτά. […]
[…] Νιώθω ότι η αναγκαιότητα ύπαρξης της σκοτεινής αίθουσας γίνεται όλο και πιο επιτακτική. […] Μόνον εκεί διατηρείται ο σωστός αφηγηματικός ρυθμός ενός φιλμ και μόνον έτσι αναδεικνύονται η δύναμη των εικόνων και η ποικιλία των συναισθημάτων του. Η κινηματογραφική αλήθεια δηλαδή».
Πλάνα σπάνιας αρτιότητας, σενάριο-ψιλοβελονιά, αποσβολωτικές ανατροπές που προκαλούν δυσφορία. Μια ανησυχητική κραυγή κι ένα αμείλικτο “κατηγορώ” προς τον σύγχρονο καπιταλισμό, που δημιουργεί όλο και μεγαλύτερο πλούτο για όλο και λιγότερους, αφανίζοντας κάθε τι ανθρώπινο.
Χρυσός Φοίνικας στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών.
Θέμις Αμάλλου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr