Ξεκίνησαν τα δρομολόγιά τους πριν κάτι αιώνες όταν κατέπλεαν, με μαύρες σημαίες, στην Κρήτη, κουβαλώντας στο αμπάρι εφτά νέους κι εφτά νέες, να φάει ο Μινώταυρος ανθρώπινο κρέας, να χορτάσει, το κτήνος, την ακόρεστη, ανθρωποφάγα πείνα του.
Απόγονος αυτού του ανώμαλου γιού της Πασιφάης πρέπει να είναι σήμερα ο καπιταλισμός, που συνεχίζει να τρέφεται με ανθρώπινο κρέας, σε λαβύρινθους από πεδία μαχών, στοές ορυχείων κι εργοστάσια.
Οι μαύρες σημαίες σ’ εκείνα τα δρομολόγια της θλίψης παραπλάνησαν τον Αιγέα και τον τσάκισαν στα βράχια του πόνου του..
Τα καράβια της θλίψης συνέχισαν να ταξιδεύουν από τότε.
Όταν ο παππούς μου πήγε στην Αμερική με το Πατρίς και στο αμπάρι πέθανε το νεογέννητο της Μαριγούλας κι αυτή βυζαινε τ’ άλλα μωρά του αμπαριού, μην πάει χαμένο το γάλα, ο παππούς μου είπε, “Τι Πατρίς; Ετούτο το καράβι είναι πόνος και βάσανο”.
Και τα καράβια της θλίψης δε σταμάτησαν ποτέ τα δρομολόγιά τους.
Εκεί , κατά τα τέλη του Οκτώβρη, που οι σφουγγαράδες γυρνούσαν από τη Μπαρμπαριά και τα είχαν δει όλα, όστρακα, σκυλόψαρα, σφουγγάρια, την επιφάνεια του νερού πολλές οργιές πάνω, σκουλήκια στα παξιμάδια, μούχλα στον καβουρμά, και Βερβερίνους πειρατές, οι αχταρμάδες με τα ψηλά άρμπουρα φαινόντουσαν στο πέλαγος από μακριά. Και οι γυναίκες σήκωναν το μεσοφούστανο κι έτρεχαν αλαφιασμένες στο λιμάνι. Έβγαζαν φωνή, με το στόμα στις χούφτες, ” ο Νικόλας είναι μαζί σας;”, “Ο Μανώλης ζει;;”. Δεν ήταν όλοι οι αχταρμάδες, καράβια της θλίψης. Κάποια όμως ήταν. Απ αυτά δεν ξεμπάρκαρε ποτέ ο Μανώλης και ο Νικόλας έβγαινε τρεκλίζοντας την αναπηρία των βυθών.
Τα καράβια της θλίψης, τα τελευταία χρόνια, πύκνωσαν τα δρομολόγια τους στα γύρω νερά. Και δεν είναι καν καράβια. Κάτι σαπιόβαρκες προορισμένες μόνο για τον πάτο της θάλασσας. Απ’ αυτές ξεμπαρκάρουν μερικοί. Ένα παιδί χωρίς τη μάνα του, ένας πατέρας χωρίς τα παιδιά του, ένας νιόγαμπρος χωρίς τη νιόνυφη, ένα ανθρώπινο ερείπιο βρεγμένο και άλαλο και κάμποσες ανθρωποσακούλες γεμάτες ματαιωμένη προσδοκία για ζωή.
Τα καράβια της θλίψης είναι καμιά φορά και σύγχρονα πλεούμενα, μεγάλα, με χοντρούς κάβους, με πορτοκαλί φουγάρο και ψηλές μπουκαπόρτες.
Φτάνουν συνήθως τη νύχτα και κάνουν μόνο το ένα σφύριγμα του ερχομού που κόβει τον ύπνο των παραλιμανιώτικων σπιτιών.
Ο κόσμος πάει κι έρχεται. κουβαλώντας βαλίτσες, κουτιά, πακέτα, κλουβιά με ζώα, αδημονία, κούραση, αγκαλιές και ναυτία.
Είναι όμως και φορές που κουβαλά κι ένα ανθρώπινο πακέτο. Ξέρεις από πριν πως στο αμπάρι έχει κι αυτό το φορτίο, καθώς στο λιμάνι καρτερούν πολλά μαύρα ρούχα. Και στεγνά πρόσωπα.
Απ’ αυτή τη μαύρη συντροφιά, δεν ακούγεται κανένα “καλωσόρισες”. Μόνο “κουράγιο”.
Και βγαίνουν οι νταλίκες και τα φορτηγά από τα σωθικά του καραβιού και κόκκινα μάτια και …”κουράγιο”.
Και πάλι, μετά βγαίνουν κι άλλοι επιβάτες, πατώντας πιο προσεκτικά. κουβαλώντας ένα μπογαλάκι ρούχα γύρω από τον καινούργιο άνθρωπο που γέννησαν στα μαιευτήρια της Αθήνας. Η συντροφιά που τους περιμένει κρατάει ένα-δυό μπαλόνια.΄Αλλοτε γαλάζια κι άλλοτε τριανταφυλλιά.
Χτες ήταν τριανταφυλλί.
Αυτό το μπαλόνι,μέσα τη νύχτα, κάπως μαλάκωσε το έρεβος των μαύρων ρούχων.
Κι εκείνο το “να σας ζήσει” που πήρε ο αέρας μαζί με το “κουράγιο” και τον οχλαπετό ταξιδιωτών και φορτηγών, έκαναν, στο μικρό λιμάνι, μια μεγάλη συμπύκνωση της ζωής.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr