της Σοφίας Στεφανίδου, (φιλόλογου)
Είναι δεδομένο ότι η Ιστορία ως σχολικό μάθημα δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από την πλειονότητα των μαθητών/τριών. Απορούν για την αναγκαιότητα γνώσης του ιστορικού παρελθόντος, για τη σημασία αυτής στο παρόν, για τον αναρίθμητο κατάλογο γεγονότων και χρονολογιών. Από την άλλη, η κοινή γνώμη σκανδαλίζεται με την ανεπάρκεια της ιστορικής γνώσης των μαθητών ή τη στάση τους απέναντι σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως είναι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ας δούμε τα δεδομένα:
Η διδασκαλία της Ιστορίας ξεκινά από τη Δ’ Δημοτικού και με σπειροειδή τρόπο επαναλαμβάνεται ως τη Γ΄ Λυκείου ως πρόσφατα, μέχρι τη Β΄ Λυκείου από φέτος. Η ανάλυση αυτή μάλιστα γίνεται κατεξοχήν πάνω σε μια χρονολογική, γραμμική αφήγηση του ιστορικού παρελθόντος. Επίσης βασίζεται σε μια διαίρεση γενική και υπό αμφισβήτηση που συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο: Αρχαία, Βυζαντινή, Νεότερη.
Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι το σύνολο των γνώσεων που λαμβάνουν οι μαθητές δεν είναι αυτό που τους βοηθά να αποκαταστήσουν μια συνέχεια της ιστορικής εξέλιξης και ταυτόχρονα, να αντιληφθούν τους παράγοντες εκείνους, τις τομές και τις αλλαγές που συνετέλεσαν στη μετάβαση από τη μια ιστορική εποχή -και ποια είναι- σε μια άλλη και εν τέλει τι σηματοδοτεί αυτή η γνώση για την κατανόηση του ιστορικού παρόντος, αλλά και την ανίχνευση της προοπτικής μέλλοντος.
Και φυσικά η Ιστορία ανέκαθεν αποτελεί προνομιακό πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης, συμμόρφωσης, φρονηματισμού και εμπέδωσης της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης.
Άρα είναι σαφές ότι η διδασκαλία της Ιστορίας πρέπει να αλλάξει ριζικά και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη διδακτική της και ως προς τους στόχους της.
Κάθε προτεινόμενη αλλαγή, όμως, a priori πρέπει να σέβεται την Ιστορία ως επιστήμη και ως τέτοια να προκρίνει στόχους που σχετίζονται με τη γνώση των νόμων της ιστορικής εξέλιξης, την κατανόηση δομών, συνθηκών που όριζαν το ιστορικό παρελθόν και κατ΄επέκταση το ιστορικό παρόν και να συγκλίνουν εν τέλει στον στόχο της απελευθέρωσης του ανθρώπου από συνωμοσιολογία, μυστικισμό, ανορθολογισμό αλλά και τη διαμόρφωση της ταυτότητας ενεργών πολιτών που θα επιδιώκουν όχι απλά να κατανοήσουν τον κόσμο αλλά να τον αλλάξουν προς το συμφέρον της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, θα επιχειρηθεί μια πρώτη προσέγγιση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας στο Γυμνάσιο και την Α΄ και Β΄ Λυκείου.
Στις 21 Μαρτίου του 2019 δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ το νέο Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος της Ιστορίας των Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεων του Γυμνασίου (Αριθμ. 35844/Δ2) με υπογραφή του Υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου, ενώ στις 3 Ιουνίου 2019 το Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος της Ιστορίας Α ́ και Β ́ τάξης Γενικού Λυκείου (Αριθμ. 80347/Δ2). Η ταυτόχρονη αναφορά στα δυο νέα προγράμματα δεν είναι τυχαία, καθώς συνδέονται και ως προς την ύλη, αλλά και ως προς τη φιλοσοφία που εισάγεται για τη διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο.
Πριν από κάθε καταγραφή δεδομένων και σχολιασμό, αξίζει να σημειωθεί ότι η αναδιοργάνωση αυτή της ύλης δεν συνοδεύεται από τα αντίστοιχα σχολικά εγχειρίδια. Είναι κατανοητό ότι οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές αντιμετωπίζουν νέες δυσκολίες στον χειρισμό και τη μελέτη της. Ταυτόχρονα, αποτελεί εμπαιγμό προς τους ίδιους, καθώς στο τέλος της σχολικής χρονιάς θα υποχρεωθούν να εξετάσουν το μάθημα και μάλιστα βάσει των προτεινόμενων από το ΙΕΠ τρόπων αξιολόγησης. Και φυσικά για άλλη μια φορά, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές γίνονται απλοί εντολοδόχοι και εκτελεστές αντίστοιχα της διδακτέας και εξεταστέας ύλης. Κι ενώ διανύουμε τον 2ο μήνα του σχολικού έτους δεν έχει αποσταλεί εγκύκλιος, οπότε οι εκπαιδευτικοί καλούνται να πάρουν θέση στο παρακάτω δίλημμα: ή θα εξακολουθήσουν να διδάσκουν την ύλη με βάση το περσινό πρόγραμμα σπουδών και τα αντίστοιχα βιβλία ή θα πειραματίζονται προσπαθώντας να κουμπώσουν το νέο πρόγραμμα σπουδών στο παλιό. Τέλος, ας έχουμε στο μυαλό μας ότι σύμφωνα και με οδηγίες ΟΟΣΑ, ΕΕ και προτάσεις ΙΕΠ και Υπουργών Παιδείας, προωθείται η ολοκλήρωση της γενικής παιδείας να τελειώνει στην Α΄ Λυκείου και μάλιστα να αντικατασταθεί το μάθημα της Ιστορίας στο Λύκειο με αυτό που είχε γενικό τίτλο “Ο Σύγχρονος κόσμος” και περιελάμβανε λίγο από Ιστορία, Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία, Τέχνη). Σχετικό με αυτό είναι η προσπάθεια ομαδοποίησης γνωστικών αντικειμένων και ειδικοτήτων, η δημιουργία των λεγόμενων “κουβάδων” που όλοι θα κάνουν από όλα.
Έτσι, η ύλη και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου και των δύο πρώτων του Λυκείου αναδιαρθρώνεται πλήρως. “Από την άποψη των περιεχομένων και της κατανομής της διδακτικής ύλης στις τάξεις της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το ΠΣ αποτελεί ένα «συγκερασμένο» σπειροειδές σχήμα, το οποίο συνδυάζει εκλεκτικιστικά και παραγωγικά τη χρονολογική με τη θεματική προσέγγιση”. Εγκαταλείπεται, δηλαδή, κατά πολύ η γραμμική, χρονολογική αφήγηση και υιοθετείται μια προσέγγιση που μελετά τα ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα, είτε μέσα από θεματικές ενότητες, είτε μέσα από την ενοποίηση ιστορικών γεγονότων π.χ. “Ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα (1880-1914) (η εδραίωση της νεωτερικότητας, ο κόσμος της εργασίας: τα εργοστάσια, η αίσθηση του μοντέρνου, τα μεγάλα έργα υποδομών), “Ψυχρός πόλεμος” (διάφορες εκδοχές εφαρμογής κομμουνιστικών καθεστώτων και τις εσωτερικές αμφισβητήσεις, κινήματα διαμαρτυρίας στις ΗΠΑ, Δεκεμβριανά, Επταετία, κρίση 1973, Κυπριακό, δεκαετία 1980). Η ύλη στην Γ΄ Γυμνασίου σταματά πριν τον Α΄ Π.Π. -άρα εξοβελίζεται όλος ο εικοστός αιώνας, η μελέτη του οποίου μετατίθεται στην Α΄ Λυκείου, ενώ η Β΄ Λυκείου μελετά την “Αρχαιότητα” μέσα από θεματικές ενότητες. Ένας αριθμός ΘΦ σε κάθε σχολική τάξη θα είναι υποχρεωτικοί, ενώ για τους υπόλοιπους θα δίνεται στους/στις εκπαιδευτικούς η δυνατότητα επιλογής. Αλλάζουν οι στόχοι, χωρίς να αλλάζει η στόχευση.
Η καλλιέργεια ιστορικής σκέψης, εθνικής και δημοκρατικής συνείδησης, η έμφαση στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία (ιστορία της εργασίας, ιστορία του κοινωνικού φύλου, ιστορία της παιδικής ηλικίας κλπ.) καταγράφονται ως βασικοί στόχοι στα δυο αναλυτικά προγράμματα και μάλιστα σε ένα σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπως αναφέρουν. Αυτά συγκροτούν, κατά δήλωσή τους μια άλλη αντίληψη, στον αντίποδα της “παραδειγματικής ιστορικής συνείδησης” (ιστορικός φρονηματισμός) και της κριτικής ιστορικής συνείδησης, όπου η Ιστορία προσεγγίζεται από δυο αντιθετικές γωνίες (είτε των νικητών/ηττημένων, είτε ισχυρών/αδυνάτων κ.ο.κ.).
Επίσης, “οι μαθητές και μαθήτριες πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να διαμορφώνουν λειτουργικά πλαίσια ιστορικής γνώσης αλλά και να αναπτύσσουν δεξιότητες επεξεργασίας ιστορικών στοιχείων”, “να ασκούνται συστηματικά και με συνέπεια στην αναγνώριση διαφορετικών οπτικών και ερμηνειών για συγκεκριμένα ιστορικά ζητήματα”. Παράλληλα, “να διατυπώνουν συγκροτημένο προφορικό και γραπτό ιστορικό λόγο, παραθέτοντας επιχειρήματα, τα οποία στηρίζονται σε ιστορικά τεκμήρια, και χρησιμοποιώντας την ιστορική ορολογία, όπως και βασικές έννοιες της ιστορικής γλώσσας, αλλά και αξιοποιώντας τη φαντασία και τη δημιουργική τους σκέψη, να εξοικειωθούν με τη διερευνητική μάθηση”. Οι προτεινόμενες δραστηριότητες μάλιστα επικοινωνούν κατά πολύ με το μάθημα της Γλώσσας, όπως διττοί λόγοι, ομιλίες κλπ.
Φαινομενικά και κατά περίπτωση πολλά από αυτά μοιάζουν σωστά και θελκτικά. Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να καθορίζει τη στάση απέναντί τους;
Αρχικά, η αναγνώριση ότι η Ιστορία, όπως ειπώθηκε, είναι επιστήμη, άρα, έχει σαφείς οριοθετήσεις με άλλα επιστημονικά πεδία, όπως η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Παιδεία, η Φιλοσοφία κλπ. Τα νέα προγράμματα σπουδών αφήνουν θολή αυτή την οριοθέτηση, ενώ φαίνεται να λειτουργεί η ιστορική γνώση και έρευνα απλά ως πεδίο καλλιέργειας δεξιοτήτων π.χ. γλωσσικών, όπως η ανάλυση-σύνθεση ή κοινωνικών, όπως η ενσυναίσθηση. Αλλά ακόμα και στο καθαυτό επίπεδο της ιστορικής έρευνας κυριαρχεί μια μηχανιστική, μεθοδολογική προσέγγιση.
Οι μαθητές/τριες ολοκληρώνοντας τις σπουδές τους στη Γ΄ Λυκείου, θα πρέπει να έχουν αφομοιώσει μια στοιχειώδη και βασική εικόνα των περιόδων της ιστορικής εξέλιξης πάνω στους νόμους και τις αιτιατές σχέσεις που τη συγκροτούν. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να κατανοούν πως η ανθρωπότητα πέρασε από την πρωτόγονη κοινωνία στη δουλοκτητική, στη φεουδαρχική και στον καπιταλισμό μετά ή τη σχέση της κρίσης του 1929 με τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Προφανώς αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον αφηρημένο διαχωρισμό της Ιστορίας σε Αρχαία-Μέση-Νεότερη και πολύ περισσότερο με τη θέαση του ιστορικού παρελθόντος μέσα από την οπτική της υπεράσπισης της εθνικής ιδεολογίας, όπου κεντρικό στοιχείο είναι το έθνος ως απαράλλακτο και συνεχές στον ιστορικό χρόνο, η απόκρυψη των αντιθέσεων που υπάρχουν μέσα σε κάθε μορφή κοινωνικής, πολιτικής οργάνωσης, είτε αυτή είναι η πόλη-κράτος, είτε το έθνος-κράτος. Και αυτές οι αντιθέσεις εκδηλώνονται μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και όχι γενικά και αφηρημένα των κοινωνικών ομάδων, ενώ η σύγκρουση μεταξύ τους για την προώθηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων τους αποτελεί μια από τις βασικές αρχές της ιστορικής εξέλιξης.
Προφανώς, να εξοικειώνονται με τα εργαλεία της ιστορικής έρευνας (π.χ. ανάλυση πρωτογενών πηγών). Δεν μπορεί, όμως, αυτό να χρησιμοποιείται για να αρθούν ή να αποσιωπηθούν οι παραπάνω αντιθέσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η παράλληλη παράθεση των επιχειρημάτων Βενιζέλου-Βασιλιά για την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Π.Π. ή την αντιπαραβολή των λόγων του Χίτλερ με αυτές των ηγετών των Μεγάλων Δυνάμεων, με τρόπο τέτοιο σαν να πρόκειται απλά για διαφορετικές απόψεις μεμονωμένων προσώπων κι όχι ως έκφραση των συμφερόντων της τάξης που εκπροσωπούν.
Συμπερασματικά, τα νέα προγράμματα σπουδών δεν εγκαταλείπουν “παραδοσιακούς” στόχους, όπως η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, αλλά τους ενισχύουν και εντάσσονται στα νέα δεδομένα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπως είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στο Λύκειο η Ιστορία κινδυνεύει να υποβαθμιστεί ως αυτόνομη επιστήμη -και με την εξαφάνισή της από τη Γ΄ Λυκείου, προοιωνίζοντας τη διάχυση της διδασκαλίας της σε διάφορες ειδικότητες. Από την άλλη, η Ιστορία μετατρέπεται απλά σε ένα πεδίο άσκησης γλωσσικών και άλλων δεξιοτήτων.
Η προσπάθεια χειραγώγησης μαθητών και εκπαιδευτικών και μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά το εκπαιδευτικό κίνημα.
Πηγή: selidodeiktis.edu
e-prologos.gr