Για δύο ολόκληρους αιώνες, από το 1700 έως το 1900, είχε ξεσπάσει στην Αγγλία μια φοβερή αντιπαράθεση ανάμεσα στους εργολάβους οικοδομών και σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, επιστήμονες και διαπρεπείς νομικούς. Η αιτία ήταν οι περίφημοι καπνοδοκαθαριστές. Τα τζάκια σε όλα τα αρχοντόσπιτα ήταν το σήμα κατατεθέν της Αγγλίας και ειδικά του Λονδίνου. Πρόκειται για μια ιστορία ανθρώπινης φρίκης. Εκατοντάδες χιλιάδες τζάκια έκαιγαν τους χειμώνες στις πολυκατοικίες και οι καπνοδόχοι τους έπρεπε να καθαρίζονται κάθε χρόνο υποχρεωτικά.
Οι εργολάβοι όμως, για να γλιτώνουν χώρο, χρησιμοποιούσαν εξαιρετικά στενούς σωλήνες για να περνά ο καπνός. Οι σωλήνες αυτοί είχαν μήκος πολλές δεκάδες μέτρα και διακλαδίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, κάθετα, οριζόντια και λοξά, μέχρι να βγουν στην ταράτσα. Άλλος τρόπος να καθαριστούν δεν υπήρχε, παρά μόνο να μπει μέσα στο σωλήνα ένας εξαιρετικά μικρόσωμος άνθρωπος και να τον καθαρίσει από την αιθάλη, ειδικά στις γωνίες που κατακαθόταν. Ήταν μία δουλειά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των δύστυχων παιδιών.
Χιλιάδες παιδιά χρησιμοποιήθηκαν σαν σκλαβάκια από τους εργολάβους για να χώνονται στις στενές καμινάδες, να σέρνονται για ώρες στο σκοτεινό στενό λαγούμι, μέσα σε συνθήκες ουσιαστικής ασφυξίας και να βγαίνουν τελικά στις ταράτσες, αφού είχαν καθαρίσει εκατοντάδες μέτρα καμινάδας.
Οι ηλικίες που προτιμούσαν οι εργολάβοι ήταν ανάμεσα στα πέντε και τα δέκα χρόνια, ενώ άφηναν τα παιδιά χωρίς τροφή για να μην παχαίνουν, οπότε δε θα χωρούσαν στα στενά ανοίγματα!
Εκατοντάδες παιδιά έπαθαν ασφυξία και πέθαναν μέσα στα βρόμικα λαγούμια, ενώ άλλα σφήνωσαν στις στροφές κι έμειναν εκεί αβοήθητα μέχρι να σβήσουν. Αν κάποιο παιδί λιποθυμούσε μέσα στην καπνοδόχο, δεν είχαν άλλο τρόπο για να το συνεφέρουν παρά μόνο ανάβοντας το τζάκι κι ελπίζοντας ότι, αν δεν πέθαινε από τον καπνό, η φωτιά και η θερμότητα θα το ξυπνούσε.
Επρόκειτο για ένα καθεστώς πολύ χειρότερο από οποιαδήποτε σκλαβιά.Οι εργολάβοι είχαν μεταβληθεί σε κανονικούς δουλεμπόρους. Τα χαμίνια που κυκλοφορούσαν στις φτωχογειτονιές, συλλαμβάνονταν και με το ζόρι γίνονταν καπνοδοκαθαριστές, ενώ φτωχοί άγγλοι αγρότες πωλούσαν τα παιδιά τους στους δουλεμπόρους για να τα ρίξουν στα σκοτεινά λαγούμια.
Φυσικό ήταν αυτή η δυστυχία και εκμετάλλευση, επειδή δεν ήταν κρυμμένη κάπου, αλλά μπαινόβγαινε σε όλα τα λονδρέζικα σπίτια, να εξεγείρει ορισμένους ευαίσθητους ανθρώπους. Αυτοί άρχισαν να πιέζουν τις κυβερνήσεις προκειμένου να απαγορευθεί η εργασία των παιδιών στον καθαρισμό των καπνοδόχων. Και τότε όμως οι εργολάβοι είχαν μεγαλύτερη επιρροή στο κοινοβούλιο και στην εξουσία από τους φιλάνθρωπους και τους διανοούμενους.
Ο καρκίνος των όρχεων θεωρούνταν αφροδίσιο νόσημα. Χρειάστηκε να περάσουν δύο αιώνες για να ψηφιστούν τρεις νόμοι που απαγόρευσαν την παιδική αυτή εργασία και ακόμα πενήντα χρόνια μέχρι να εφαρμοστούν.
Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 20.000 παιδιά πέθαναν μέσα στους σωλήνες, ενώ 200.000 παιδιά υπέστησαν μεγάλες βλάβες στην υγεία τους.
Το βρετανικό κοινοβούλιο, δέσμιο των πάμπλουτων και πανίσχυρων εργολάβων, αρνιόταν να νομοθετήσει, παρά το γεγονός ότι από το 1775 ο διάσημος Λονδρέζος χειρουργός Πέρσιβαλ Ποτ είχε κάνει μια συγκλονιστική αποκάλυψη. Σχεδόν ένας στους τρεις καπνοδοκαθαριστές πέθαινε από καρκίνο των όρχεων, όταν έφτανε σε ώριμη ηλικία. Αν και ο Ποτ έχαιρε απεριόριστης εκτίμησης, αμφισβητήθηκε σφοδρά για τη συγκεκριμένη γνωμάτευση, διότι αυτή δε συνέφερε το σύστημα.
Ο καρκίνος των όρχεων εξακολουθούσε να θεωρείται αφροδίσιο νόσημα, με αποτέλεσμα οι μολυσμένοι να αντιμετωπίζουν και τον κοινωνικό χλευασμό, μέχρι το 1919, οπότε έγινε γνωστό ότι η αιθάλη περιέχει μόρια από την απόσταξη του γαιάνθρακα που είναι εξαιρετικά καρκινογόνα.
Η εκμετάλλευση των παιδιών στις καμινάδες δείχνει ότι ο “δυτικός πολιτισμός” δεν σκλάβωνε μόνο τους ανθρώπους στον Τρίτο Κόσμο, αλλά και τα περιθωριακά στρώματα μέσα στη μητρόπολη.
e-prologos.gr