Η Αθήνα είναι γεμάτη μπλε κάδους ξέχειλους από χαρτί, πολλά κακόγουστα φωτάκια και τσαμπουκαλεμένους μπάτσους.
Από τα τρία κακά, προτιμώ το πρώτο. Δεν το προτιμούν σίγουρα τα δάση. Τα δάση φωτίζονται από τ’ αστέρια, λίγες χλωμές λάμπες πυράκτωσης και τα καλοκαίρια απ’ τις πυγολαμπίδες. Όσο για τους μπάτσους, τους έχουν γραμμένους στις σοφές τους ρίζες και στα ψηλά φυλλώματα.
Τους μπλε κάδους όμως, τους φοβούνται, καθώς ξεχειλίζουν από πολτοποιημένα κλαδιά και πρεσαρισμένους κορμούς.
Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσο δάσος κοστίζει η χριστουγεννιάτικη σπατάλη του χαρτιού αλλά αν οι Αμερικάνοι καταναλώνουν 7 εκατομμύρια δέντρα το χρόνο, μόνο σε χάρτινα κύπελλα του καφέ, βάλε με το νου σου, όλες αυτές οι τερατώδεις συσκευασίες ηλεκτρικών συσκευών, αμπαλαρισμένων δώρων, πλαστικών παιχνιδιών και τα αμέτρητα κουτιά με υπολείμματα γλιτσιασμένης πίτσας, τι καρατόμηση σήμαναν για τα δάση.
Όσο για την ανακύκλωση, ας αφήσουμε τη μαφία των σκουπιδιών για μια άλλη φορά.
Τα πρωινά λοιπόν που βγαίνουμε για να αναζητήσει η Μπόμπο γωνιές με έμπνευση, γυρνάμε, κουβαλώντας ένα χαρτόκουτο ή ένα μεγάλο κομμάτι οντουλέ, ή το πιο καθαρό από τα κουτιά που σέρβιραν την pax romana ή τη latina gustoza, με ή χωρίς μανιτάρια.
Όσα βουτάω απ τους μπλε κάδους, τα στερώ από τον Ακαδήμία, Πλάκωνα.
-Πλάτωνα, τον λένε , Ρόζα
Όμως η Ρόζα τον βάφτισε Πλάκωνα κι έμεινε και όταν ο Πλάκωνας μου χαμογελά και λαμπυρίζει ο αριστερός χρυσός τραπεζίτης και λέει γενναιόδωρα, “άντε, πάρ’ το εσύ, αδερφούλα”, του απαντώ,
– Ευχαριστώ, έχεις χρυσή…καρδιά, Πλάκωνα.
Γυρνάμε λοιπόν και όσο ανακουφισμένη είναι η Μπόμπο, τόσο έχω φορτώσει εγώ με έμπνευση.
Μου λέει προχτές η Βασούλα (Vaso Nomikariou) “είδαμε ένα γεμάτο μπλε κάδο στον Πειραιά και είπαμε , με την Ελένη, πού είναι η Νίνα;”
Εντάξει, δεν είναι και πολύ ρομαντικό να σε θυμούνται οι φίλοι σου μπροστά σε μπλε κάδους αλλά είναι, ας πούμε, οικολογικό και με τον τρόπο του, αγαπησιάρικο.
Ένα ολόκληρο μπλε κάδο πάντως, τον περιμάζεψα τώρα τα Χριστούγεννα.
Τον έκανα χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χαρτοστολίδια του, πουλιά, κεριά, στεφάνια, ένα κάστρο του κεχριμπαριού, κουτιά για δώρα, το λεύκωμα του Σήματος κι ένα καράβι που έχει στο ξάρτι του το γλάρο της Μερόπης.
Τα δούλεψα, μαζί με τα κουρέλια που έφτιαξα τον φωτισμένο Ονούφριο και τον Τσιτσιμίγκο, αφού πρώτα έφτιαξα καριόκες και κουραμπιέδες κι έγλειψα τη σοκολάτα και την άχνη απ’ τα δάχτυλά μου.
Γιατί δε λέει να αρματώσεις ένα καράβι με δέντρα και πύργους, κατάρτια και πανιά και να ‘χει πάνω του και δαχτυλιές με σοκολάτα.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr