Η πίστη στη “φυσική ευφυία – χάρισμα” που διαφοροποιεί τους μαθητές μέσα στο σχολείο και αργότερα, βέβαια, στην κοινωνία, είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί για δύο κυρίως λόγους :

Πρώτα – πρώτα γιατί είναι μια αντίληψη που στηρίζει και στηρίζεται πάνω στην κοινωνική ανισότητα και κάθε προσπάθεια αναίρεσης της αυθαίρετης αυτής πεποίθησης προσκρούει σ’ αυτούς που από κυρίαρχη θέση δικαιώνουν αυτή την ανισότητα

Δεύτερο, γιατί αυτή η ιδέα είναι πολύ παλιά, πολύ ισχυρή και ευρύτατα διαδεδομένη.

ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ … ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Πλάτων λέει στο τέλος της «Πολιτείας» του  ότι οι ψυχές που πρόκειται να ζήσουν μιαν άλλη ζωή οφείλουν να διαλέξουν οι ίδιες τον «κλήρο» τους, ανάμεσα «στα δείγματα του τρόπου της ζωής», που ήταν «κάθε λογής». «Η ευθύνη πέφτει σ΄ αυτόν που κάνει την εκλογή, ο θεός είναι ανεύθυνος».

Αργότερα η κυρίαρχη ιδεολογία της φεουδαρχικής κοινωνίας αναπαυόταν στη βεβαιότητα πως η θεία Πρόνοια φρόντισε να μοιράσει διαφορετικά ταλέντα στον άνθρωπο κατά τον ίδιο τρόπο που μοίρασε τα διάφορα δέντρα στην φύση, με τέτοιο τρόπο που κάθε ταλέντο “θεϊκό χάρισμα”, όπως κάθε δέντρο, έχει τις ιδιότητές του και βέβαια τα αποτελέσματα που απορρέουν απ’ αυτά. Πάνω σ’ αυτή την αυθαίρετη θεωρία του “θεϊκού χαρίσματος” που έπαιρνε τη μορφή των “εξαιρετικών” ατόμων, οι κυρίαρχοι του φεουδαλισμού αναγνώριζαν στον εαυτό τους, το δικαίωμα να κατέχουν τα πρωτεία στην κοινωνία καθώς και το δικαίωμα να μεταβιβάζουν κληρονομικά τα προνόμιά τους.

Αυτή η θεωρία των “χαρισμάτων” – “ικανοτήτων”, αφού πέρασε από ένα στάδιο, όπου προβλήθηκε η ανισότητα των διανοιών και η σπανιότητα των ανωτέρων πνευμάτων σα βασική έκφραση του φυσικού νόμου και φανερή προϋπόθεση της κοινωνικής αρμονίας, θα ξαναντυθεί μια λαϊκοποιημένη μορφή και θα έρθει να υποστηρίξει ότι οι κυρίαρχες (οικονομικά – μορφωτικά – κοινωνικά) ομάδες στη σύγχρονη κοινωνία οφείλουν την ηγεμονική τους θέση, όχι στην προέλευση, ούτε στην κοινωνική ισχύ ή στον οικονομικό παράγοντα, αλλά στη σπάνια και άπιαστη ανωτερότητά τους, που δεν πουλιέται ούτε χαρίζεται, στη φυσική, την εγγενή ευφυία.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΤΗ ΣΤΗ “ΦΥΣΙΚΗ” ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ

Μερικούς αιώνες μετά, το 1762, ο Jean Jacques Rousseau, στο “Κοινωνικό του Συμβόλαιο” τονίζει πως στη “φυσική” κατάσταση οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και πως οι εγγενείς διαφορές που υπάρχουν στα προσωπικά “χαρίσματα” δε θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική ισότητα, εφόσον η κοινωνία ανταμείβει τους ανθρώπους σύμφωνα με την αξία τους και όχι σύμφωνα με την καταγωγή και την οικονομική τους κατάσταση. Σύμφωνα με τον ίδιο διανοητή, μια “φυσική αριστοκρατία” εμφανίζεται όταν η κοινωνία καταργεί τα προνόμια που αποτελούν τη βάση της “τεχνητής αριστοκρατίας”, μια έκφραση ταυτόσημη με την κληρονομικώ δικαίω αριστοκρατία.

Στα χνάρια του Rousseau, o Thomas Jefferson, στο Προοίμιο της Αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας γράφει, ότι κανένα τεχνητό εμπόδιο δεν πρέπει να εμποδίζει τους ανθρώπους να πετύχουν την κοινωνική θέση που τους αξίζει σύμφωνα με τα χαρίσματά τους. Την ίδια περίπου περίοδο, άλλοι διανοητές της ίδιας θεωρητικής γραμμής, υποστήριξαν ότι η ευκαιρία για το σχηματισμό μιας κοινωνίας χωρίς κοινωνικο – οικονομικές ανισότητες, μπορεί να κερδηθεί από την εξάπλωση και την καθιέρωση του κοινού δημόσιου σχολείου, που παρέχει στον καθένα ίσες ευκαιρίες να προοδεύσει με την προϋπόθεση, βέβαια, να διαθέτει τις δυνατότητες – χαρίσματα για να διακριθεί. Το σχολείο, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη παρουσιάζεται σαν τον “Μεγάλο εξισωτή”, που λειτουργώντας μέσα σε πνεύμα ισότητας και αμεροληψίας δίνει σ’ όλους, με βάση πάντα τα χαρίσματα που διαθέτουν, τη δυνατότητα να επιτύχουν στη ζωή.

Το γεγονός ότι κάποιοι επιτυγχάνουν και κάποιοι αποτυγχάνουν, σε μια κοινωνία που έχουν εφαρμοστεί οι αρχές της αξιοκρατίας, οφείλεται στις εγγενείς διαφορές ικανοτήτων και σε καμιά περίπτωση δεν έχει ευθύνη η κοινωνία ή το σχολείο. Η διακήρυξη της αστικής ισότητας συμβάδιζε με την εφεύρεση της βιολογικής ανισότητας που αποκτά την “επιστημονική της” θεμελίωση στην ίδια περίπου εποχή. Έχουμε ήδη περάσει από την “τεχνητή” στη “φυσική αξιοκρατία”.

ΤΑ ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

«Η τεράστιας έκτασης παγκόσμια μελέτη του ανθρώπινου γονιδιώματος απέδειξε ότι ο άνθρωπος πολύ λιγότερο  ΄γεννιέται΄ και πολύ περισσότερο γίνεται»

Η τρέχουσα αντίληψη της σχολικής επίδοσης και του βαθμού που την απεικονίζει, είναι χαρακτηριστικό ιδεολογικό στοιχείο των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων, με την έννοια ότι συσκοτίζεται η κοινωνική γένεση του εμπειρικού δεδομένου «επίδοση» και συνεπώς η ευθύνη του σχολείου στη γένεσή του και προβάλλει στη θέση της η επίδοση ως έκφραση των δυνατοτήτων του μαθητή. Η αφετηρία της επίδοσης τοποθετείται στο εσωτερικό του μαθητή, στην ατομική του «ζώνη ευθύνης». Στα πλαίσια αυτά ο βαθμός του μαθητή θεωρείται ότι απεικονίζει την αξία του. Στο μέτρο που ο καθένας θεωρείται ότι είναι υπεύθυνος για την αξία του, ο μαθητής είναι υπεύθυνος για το βαθμό του. Σαν να εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις δυνατότητές του, δυνατότητες που έρχεται να σταθμίσει ο βαθμός.

Η έρευνα, όμως,  πάνω στον εκπαιδευτικό θεσμό έχει διαπιστώσει ότι η σχολική επίδοση είναι συνάρτηση της κοινωνικής προέλευσης των μαθητευομένων. Η παραδοσιακή αντίληψη που ερμήνευε τη σχολική επιτυχία με τις εγγενείς νοητικές ικανότητες και την αποτυχία με την απουσία τους, δέχτηκε συντριπτικά χτυπήματα στο επίπεδο της θεωρίας από δεκάδες αναλύσεις, μελέτες και στατιστικά στοιχεία που απέδειξαν ότι η κοινωνική ανισότητα διευθύνει τη σχολική. Αυτό που λέμε νοημοσύνη φαίνεται να είναι μια “ειδική ευαισθησία” που διαμορφώνει ή δε διαμορφώνει στο παιδί το περιβάλλον του και με την οποία “ευαισθησία” αυτό “αντιλαμβάνεται” και “αντιδρά” στις εμπειρίες του. Αλλά αυτό είναι ζήτημα μαθησιακής παρέμβασης, είναι αγωγή, που προέρχεται από το κοινωνικό περιβάλλον στο παιδί. Επομένως, η σχολική επιτυχία ή η αποτυχία δε γίνεται κατανοητή παρά μόνον εάν τη θεωρήσουμε ως ένα φαινόμενο κοινωνικά προσδιορισμένο.

Η ικανότητα που ο πολιτισμός μας ονομάζει ευφυία, γράφει ο Καρλ Λιούγκμαν, επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες, που αρχίζουν από τη διατροφή, τη βιολογική και ψυχολογική κατάσταση της μητέρας, του εμβρύου, το κοινωνικό περιβάλλον κ.λπ., δηλαδή με λίγα λόγια την ταξική προέλευση. Είναι καθαρά επιστημονική απάτη, να ισχυρίζεται κανείς, ότι μπορεί να απομονώσει όλους αυτούς τους συντελεστές, την επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων και ν’ αποφανθεί σχετικά με την κληρονομικότητα της ευφυίας.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, η βασική αντίληψη που είναι ριζωμένη μέσα κι έξω από το σχολείο, σε δασκάλους και εκπαιδευόμενους, στην κοινωνία όλη, είναι αυτή που εξηγεί την ανισότητα στη σχολική απόδοση σα φυσική, καθώς την αποδίδει συγχρόνως στην έλλειψη ή ύπαρξη “φυσικών” χαρισμάτων στους μαθητευόμενους. Σύμφωνα μ’ αυτό το ιδεολόγημα, ο μαθητευόμενος που συνδέει τη σχολική του ζωή με επιτυχία στα σχολικά αποτελέσματα, είναι αυτός που έχει διαλεχτεί από την πρόνοια ή το μετά βίας λαϊκοποιημένο ομοίωμά της, τη Φύση, και είναι “προορισμένος” για τη σχολική επιτυχία. Οι “άλλοι” που δεν τα “καταφέρνουν”, προφανώς, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, δε δέχτηκαν την επίσκεψη του πνεύματος. Σε μια συλλογική έρευνα, απαντώντας σε σχετικό ερωτηματολόγιο, οι δάσκαλοι επικαλέστηκαν κατά 80% ως αίτια εγκατάλειψης του σχολείου πνευματικές και χαρακτηρολογικές ιδιαιτερότητες των μαθητών, με λίγα λόγια μια “αναγκαία και φυσική επιλογή”.

Στο ίδιο μήκος κύματος η κοινή γνώμη αποδέχεται την κοινωνική λειτουργία του σχολείου μέσα σε αυστηρά καθορισμένα όρια. Δηλαδή, ύστερα από αυστηρή επιλογή θα περάσουν στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης οι “άριστοι”, οι “ευφυέστατοι”. Προεκτείνοντας τα παραπάνω, το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του αβίαστα : κανένας δε γεννιέται εργάτης ή άνεργος, επιχειρηματίας ή βιομήχανος – με όλα όσα συνεπάγονται οι θέσεις αυτές, αλλά γίνεται με βάση τις προσωπικές του δυνατότητες.

Παράλληλα, αποτέλεσμα του αδιόρατου τρόπου εγχάραξης της καλλιέργειας που κατακτιέται στον οικογενειακό κύκλο είναι η ενίσχυση της πεποίθησης ότι η επιτυχία του ευνοημένου παιδιού συνδέεται με τη «φυσική» του περιοχή. Το πολιτιστικό κεφάλαιο εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά του έμφυτου και του αποκτημένου, παρόλο που είναι κοινωνικό προϊόν. Του έμφυτου, όπως σημειώνει ο Bourdieu, εφόσον η «φυσική υπεροχή» είναι στο βάθος, ο τρόπος κάτω από τον οποίο εκδηλώνεται το «καλά αποκτημένο» πολιτιστικό κεφάλαιο και του αποκτημένου, εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπεξαιρέθηκε με κάποια κληρονομική δολιότητα.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το