Το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων καταστρέφει μια ολόκληρη γενιά μαθητών! Τα σχολεία πρέπει να λειτουργήσουν ξανά τώρα και με ασφάλεια!
Πριν λίγες ημέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας ξεκαθάρισε οριστικά το τοπίο, δηλώνοντας ότι τα σχολεία δεν θα ανοίξουν πριν από τις 7 Γενάρη του νέου έτους, παρατείνοντας έτσι το λουκέτο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης για άλλον ένα μήνα. Οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου για τη συνέχεια του lockdown στα σχολεία ήρθαν σε συνέχεια των πανηγυρισμών του Μητσοτάκη για τη δήθεν μεγάλη επιτυχία του εγχειρήματος της λεγόμενης τηλεκπαίδευσης, το οποίο κατά την κυβέρνηση προχωρά απρόσκοπτα από το καλό στο καλύτερο. Μάλιστα ο Μητσοτάκης σε μια αποστροφή του λόγου του είπε ότι “μετά το τέλος της πανδημίας θα μας έχει μείνει το Ψηφιακό Σχολείο”, εννοώντας προφανώς πως όσα μέτρα πάρθηκαν τώρα ως έκτακτα ήρθαν για να μείνουν μόνιμα σαν βαρίδι πάνω στο σώμα της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Κι ας διατείνεται ψευδώς και υποκριτικά η Κεραμέως πως “καμία εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διά ζώσης διδασκαλία”.
Η κυβέρνηση, ακυρώνοντας για πολλοστή φορά τον εαυτό της, αποφάσισε τη συνέχεια του κλεισίματος των σχολείων. Μάλιστα, η απόφαση αυτή πάρθηκε σύμφωνα με την εισήγηση τής διαβόητης επιτροπής των ειδικών λοιμωξιολόγων. Όμως ούτε η περίφημη επιτροπή των ειδικών, ούτε βέβαια και πολύ περισσότερο η κυβέρνηση -που έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη διαχείριση της πανδημίας- θεώρησαν υποχρέωσή τους να απαντήσουν στο πολύ απλό ερώτημα, αν τελικά τα σχολεία είναι ασφαλής υγειονομικός χώρος. Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού και με μεγαλύτερη ένταση στα τέλη του Αυγούστου η κυβέρνηση, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ και οι επικεφαλής των ειδικών επιδόθηκαν σε μια επικοινωνιακή κούρσα για να πείσουν την κοινωνία πως τα σχολεία είναι ασφαλής χώρος και πως δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας. Μνημείο προκλητικότητας και προσβολής της στοιχειώδους νοημοσύνης των ανθρώπων ήταν η δήλωση του Μαγιορκίνη πως στις αίθουσες των 25 μαθητών ο ιός δεν μεταδίδεται τόσο εύκολα όσο σε μια τάξη με 15 παιδιά! Η κυβέρνηση επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της, επινόησε κάθε είδους αριθμητικές αλχημείες και νοητικά άλματα για να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Και όλα αυτά για να δικαιολογήσει την απόλυτη ανυπαρξία της, το γεγονός ότι δεν έλαβε το παραμικρό μέτρο για να λειτουργήσουν τα σχολεία με όρους ασφάλειας. Μειώνοντας δραστικά τον αριθμό των μαθητών στις αίθουσες, διενεργώντας μαζικά τεστ σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, προσλαμβάνοντας εκπαιδευτικούς για να καλύψουν τόσο τις πάγιες όσο και τις αυξημένες ανάγκες καθώς και μια σειρά άλλων μέτρων.
Και έτσι φτάσαμε στις 7 Νοέμβρη, στο δεύτερο lockdown και στην πρωτοφανέρωτη αγριότητα της κρατικής καταστολής και των φασιστικών απαγορεύσεων. Το μοναδικό επιχείρημα τελικά της κυβέρνησης για να δικαιολογηθεί το κλείσιμο το σχολείων, όπως και για να επιβληθούν τα μέτρα άγριας καταστολής και αστυνομοκρατίας, ήταν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο. Μάλιστα, με τη γνωστή και χυδαία πρακτική του φορτώματος των ευθυνών σε άλλους, έριξε το φταίξιμο πρώτα στους εφήβους οι οποίοι συνωστίζονται τα βράδια στις πλατείες και μετά φέρνουν τον ιό στα σχολεία. Στη συνέχεια κατηγόρησε τους γονείς που πηγαίνουν τα παιδιά τους στα σχολεία και παρατηρούνται φαινόμενα συνωστισμού και έντονων μετακινήσεων. Το θράσος τους είναι απύθμενο και η υποκρισία τους απέναντι στην κοινωνία, τα λαϊκά στρώματα και τους εργαζόμενους γονείς δεν έχει τελειωμό. Την ώρα που επικαλούνται αυτά τα προκλητικά επιχειρήματα, αδιαφορούν πλήρως για την κατάσταση που επικρατεί στα ΜΜΜ αλλά και στους χώρους εργασίας, εκεί όπου δεν τηρούνται ούτε τα στοιχειώδη υγειονομικά μέτρα των αποστάσεων και οι άνθρωποι στοιβάζονται καθημερινά σε άθλιες συνθήκες. Εκεί η κυβέρνηση κάνει τα στραβά μάτια για να μην θίγονται τα κέρδη των επιχειρηματιών και των βιομηχάνων.
Ας έρθουμε όμως στο λεγόμενο αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο. Εδώ και μήνες τα ΜΜΕ επιδίδονται σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια μαζικού εκφοβισμού χτίζοντας μια εικόνα τρόμου και θανάτου, που απλώνεται όχι μόνο πάνω απ’ τη χώρα, αλλά πάνω απ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τα ίδια και (σχεδόν) απαράλλακτα περιοριστικά και κατασταλτικά μέτρα με διακηρυγμένο στόχο να περιορίσουν την πανδημία που κατά κοινή ομολογία πλήττει τη γηραιά ήπειρο με σφοδρότητα σ’ αυτό το δεύτερο κύμα. Κοινός παρονομαστής των πολιτικών των καπιταλιστικών χωρών είναι το νεοφιλελεύθερο δόγμα της εγκατάλειψης των Δημόσιων Συστημάτων Υγείας.
Παρά όμως την έξαρση της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται με πανομοιότυπο τρόπο παντού, υπάρχει μια σοβαρή και ουσιαστική διαφορά. Η Ελλάδα μαζί την Πολωνία, την Τσεχία, τη Ρουμανία, την Αυστρία, την Σλοβενία και τη Βουλγαρία έχουν επιβάλει καθολικό λουκέτο στα σχολεία όλων των βαθμίδων. Δηλαδή από τις 44 χώρες της Ευρώπης (και όχι της ΕΕ) που πλήττονται από την πανδημία, μόνον οι 7, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, επιμένουν στην πολιτική των κλειστών σχολείων, προτάσσοντας τη λεγόμενη “τηλεκπαίδευση”. Από την Ισπανία και την Πορτογαλία ως τη Γαλλία, τη Γερμανία και τον ευρωπαϊκό βορρά, όλες αυτές οι χώρες κρατούν τα σχολεία ανοιχτά, ενώ ελάχιστες είναι αυτές στις οποίες μόνο η πρωτοβάθμια εκπαίδευση λειτουργεί. Αυτό καταμαρτυρούν τα επίσημα στοιχεία που ανακοινώνει η UNESCO. Σύμφωνα μάλιστα με τα ίδια στοιχεία, η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 29(!) χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη που έχουν αναστείλει τη λειτουργία της εκπαίδευσης. Είναι άραγε όμως τα επιδημιολογικά στοιχεία καλύτερα σ’ αυτές τις χώρες απ’ ό,τι στην Ελλάδα; Ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αλλά και η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία στα στοιχεία που παραθέτουν δεν δείχνουν καλύτερη πορεία της πανδημίας στη Γερμανία, στην Ισπανία ή στον ευρωπαϊκό βορρά σε σύγκριση με την Ελλάδα ή τις άλλες χώρες που επιμένουν στα σχολικά λουκέτα και στον εγκλεισμό των παιδιών.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, βουτηγμένη στα κροκοδείλια δάκρυα και στη δημαγωγία για την προστασία της ανθρώπινης ζωής, έχει στήσει έναν ολόκληρο προπαγανδιστικό μηχανισμό για να συγκαλύψει τις δικές της εγκληματικές ευθύνες. Παρουσιάζει τα μέτρα που επιβάλλει ως τη μοναδική και αναγκαστική επιλογή. Και σε αυτή την πολιτική έχει συνένοχους. Πρώτα και κύρια το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και 10 σχεδόν μήνες έχει χάσει τη λαλιά του, καταπίνοντας όχι μόνο τη γλώσσα του αλλά και όλα τα ακραία κατασταλτικά, αστυνομικά μέτρα και τις χουντικές απαγορεύσεις. Μπορεί να ψελλίζει ορισμένα μισόλογα, όμως στην πραγματικότητα αποδέχεται και ευθυγραμμίζεται με την κυβερνητική πολιτική και βέβαια με το κλείσιμο των σχολείων. Στην ίδια γραμμή ακριβώς κινείται και η ηγεσία του ΚΚΕ αλλά με περισσότερο φωνακλάδικο τρόπο. Ούτε λόγος βέβαια και για το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ που είναι κανονικό δεκανίκι της κυβέρνησης της ΝΔ, ένθερμος θιασώτης της περίφημης “εθνικής ομοψυχίας”, χειροκροτητής όλων των κυβερνητικών μέτρων.
Η “τηλεκπαίδευση” ήρθε για να μείνει
Η μόνη πραγματική έγνοια της κυβέρνησης σε αυτές τις συνθήκες είναι να μεθοδεύσει και να διαμορφώσει ένα ριζικά διαφορετικό και άκρως αντιδραστικό τοπίο στην εκπαίδευση, αδιαφορώντας πλήρως για τη μόρφωση των παιδιών του λαού. Όπως συμβαίνει και στη Δημόσια Υγεία έτσι και στην Παιδεία, δεν δίνει τσακιστή δεκάρα για την ενίσχυσή της, γιατί δεν θέλει να αποκλίνει ούτε στο ελάχιστο από το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα τής κατερείπωσης των πυλώνων του κοινωνικού κράτους.
Οι Μητσοτάκης – Κεραμέως, σαν άλλες Μαρίες Αντουανέτες, μοιράζουν το “παντεσπάνι” της “τηλεκπαίδευσης” στα λαϊκά στρώματα, παρουσιάζοντάς το μάλιστα σαν σπουδαίο εκσυγχρονιστικό μέτρο και καινοτομία. Παράλληλα γίνονται τα καλύτερα “πελατάκια” των ντόπιων και πολυεθνικών κολοσσών των νέων τεχνολογιών και της Πληροφορικής, κατασπαταλώντας πακτωλούς χρημάτων για την “τηλεκπαίδευση” που θα μπορούσαν να δοθούν για την ενίσχυση του Δημόσιου Σχολείου.
Αδιαφορούν πλήρως για τις δραματικές συνέπειες της πολύχρονης και υποχρεωτικής επιβολής της “τηλεκπαίδευσης”, αλλά ακόμα και για τους ίδιους τους όρους με τους οποίους υποτίθεται ότι παρέχεται. Δεν ιδρώνουν μπροστά στα αποκαλυπτικά στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ούτε όμως τα διαψεύδουν.
Στοιχεία που φανερώνουν πως περίπου 4 στους 10 μαθητές είναι αποκλεισμένοι de-facto από την εκπαίδευση σ’ αυτές τις συνθήκες. Παιδιά φτωχών οικογενειών, οικογένειες ρομά κλπ. Η ίδια η UNESCO -που κατά τα άλλα έχει αναλάβει το ρόλο του εξωραϊσμού της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας- αναγκάζεται να πει πως εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, ιδίως των χαμηλότερων κοινωνικών – οικονομικών στρωμάτων πλήττονται ανεπανόρθωτα από το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων. Δεν τους απασχολούν επίσης καθόλου οι τραγικές εικόνες των μικρών μαθητών που κάνουν “τηλεμαθήματα” από κινητά τηλέφωνα σε καφενεία και στα πεζούλια των δρόμων. Σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στο αδιέξοδο χιλιάδων οικογενειών με 2 ή και περισσότερα παιδιά και έναν ή και τους δύο γονείς σε καθεστώς τηλεργασίας, που υποχρεώνονται να καταθέσουν τους μισθούς για την αγορά του αναγκαίου τεχνολογικού εξοπλισμό και την ίδια ώρα αναγκάζονται να μετατρέψουν τις μερικές δεκάδες τετραγωνικά των σπιτιών τους σε εργασιακούς και “εκπαιδευτικούς” χώρους πέρα από κάθε λογική.
Ούτε βέβαια ενδιαφέρονται για τις δραματικές ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις του μακρόχρονου εγκλεισμού των νέων, που τους στερεί τη δυνατότητα της ανάπτυξής τους. Κωφεύουν μπροστά στις ακαδημαϊκές έρευνες των Δημόσιων ΑΕΙ που κάνουν λόγο για τα τεράστια μορφωτικά ελλείμματα που δημιουργεί σ’ αυτή τη γενιά το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων. Ουσιαστικά ομολογούν πως μια ολόκληρη γενιά καταδικάζεται σε μορφωτικό ναυάγιο.
Πρέπει να θυμίσουμε πως οι θιασώτες της “τηλεκπαίδευσης”, πρώτα και κύρια η ΝΔ, αλλά και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ, όλα τα προηγούμενα χρόνια χρηματοδοτούσαν αδρά την ακαδημαϊκή έρευνα για να μελετηθούν οι αρνητικές συνέπειες από την μακροχρόνια έκθεση των μαθητών στις οθόνες των Η/Υ. Πλήρωσαν αδρά επικοινωνιακές καμπάνιες στα σχολεία. Στήθηκαν σε μια νύχτα δεκάδες ΜΚΟ για να ενισχύσουν αυτή την εκστρατεία. Παρουσίαζαν για χρόνια ολόκληρα την παρατεταμένη και πολύωρη ενασχόληση των μαθητών με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως εθιστική και άκρως επιζήμια για την ψυχική, κοινωνική αλλά και μορφωτική τους ανάπτυξη. Και σήμερα, ακυρώνοντας τα λεγόμενά τους, υποχρεώνουν το σύνολο των παιδιών στην ηλικία των 5 έως και 18 ετών να παρακολουθούν αδιάλειπτα από 3 ως και 7 ώρες την ημέρα τα “τηλεμαθήματα” καθηλωμένα μπροστά στην οθόνη με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Στο διά ταύτα
Η πολιτική της κυβέρνησης είναι καταστροφική για τη νέα γενιά. Όπως ακάθεκτα συνεχίζει το εγκληματικό έργο τής εγκατάλειψης της Δημόσιας Υγείας, επιβάλλοντας στον κρατικό προυπολογισμό του 2021 νέα λιτότητα, με 572εκ. ευρώ λιγότερες δαπάνες για τη νέα χρονιά, έτσι και στη Δημόσια Εκπαίδευση υλοποιεί μια ακραία νεοφιλελεύθερη και αντικοινωνική πολιτική. Αδιαφορεί για την τύχη της μόρφωσης των παιδιών, για τη γενικευμένη αγανάκτηση γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών που φέρνει η πολιτική των κλειστών σχολείων.
Δεν πρέπει να χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος! Τα σχολεία είναι ανάγκη να ανοίξουν τώρα. Όχι άνευ όρων, αλλά με προϋποθέσεις ασφάλειας για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Όλα τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος είναι σωστά και δίκαια. Η διεκδίκηση και η ικανοποίησή τους είναι υπόθεση πρώτα και κύρια των εκπαιδευτικών σωματείων, του κόσμου της εκπαίδευσης που αγωνιά βλέποντας τα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς να καταβαραθρώνονται μέρα με τη μέρα εξ αιτίας της βάρβαρης πολιτικής της κυβέρνησης. Είναι κοινή υπόθεση και κοινή πάλη των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονιών. Η ΟΛΜΕ όπως και η ΔΟΕ και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που ηγεμονεύουν σ’ αυτές έχουν ευθύνη. Η σιωπή σε αυτή την περίοδο σημαίνει συναίνεση και ευθυγράμμιση με τα κυβερνητικά προστάγματα. Είναι επιτακτικό καθήκον των εκπαιδευτικών να υψώσουν τη σημαία της υπεράσπισης της μόρφωσης της νέας γενιάς, να προτάξουν τώρα αγωνιστικά το αίτημα για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία. Ούτε μια ώρα ακόμα να μην χαθεί. Να μπει φραγμός στον αντιλαϊκό και αντιεκπαιδευτικό κατήφορο.
Αν η παιδεία είναι καθολική ανάγκη, τότε το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων να γίνει προτεραιότητα
Στην υπόλοιπη Ευρώπη κάνουν τηλεκπαίδευση; Παρακολουθώντας το δυναμικό χάρτη της UNESCO για την παγκόσμια εκπαίδευση όλη την περίοδο της πανδημίας του covid-19, εύκολα διακρίνει κανείς ότι στις 14/12/2020 (και σε όλη σχεδόν την περίοδο του επονομαζόμενου 2ου κύματος), περίπου το ¼ του συνολικού μαθητικούσπουδαστικού πληθυσμού στον κόσμο παρακολουθεί τηλεμαθήματα, ενώ τα ¾ συνεχίζουν τη δια ζώσης εκπαίδευση. Για να έχουμε μια εικόνα, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Αυστρία κρατούν τις εκπαιδευτικές δομές κλειστές και εφαρμόζουν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Οι γειτονικές Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Ρουμανία, Ουγγαρία και Ιταλία έχουν μερικώς αναστείλει τη λειτουργία τους, ενώ Αλβανία και Σερβία εξαιρούνται από τον «βαλκανικό κανόνα» και διατηρούν τα σχολεία τους ανοιχτά. Ομοίως πράττουν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία καθώς και οι σκανδιναβικές χώρες, όπως και οι χώρες στη βορειανατολική πλευρά της ηπείρου, Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία.
Κλείσιμο σχολείων – ένα ιστορικό πλήγμα στη δημόσια εκπαίδευση
Επισκοπώντας ορισμένα άρθρα σε ηλεκτρονικές σελίδες της ξένης ειδησεογραφίας διαπιστώνουμε πως οι αρχηγοί ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών ανακοίνωσαν τις αποφάσεις για τη διατήρηση της δια ζώσης εκπαίδευσης. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε σαφές ότι «πρέπει να γίνουν κοινωνικές θυσίες ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα σχολεία θα παραμείνουν ανοιχτά. Θα κάνουμε τα πάντα, προκειμένου τα παιδιά μας να μην βγουν χαμένα από την πανδημία» (www.thedailybeast.com). Σε παρόμοιο άρθρο της ηλεκτρονικής New York Times αναφέρεται ότι η καγκελάριος τόνισε «τις δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις» που προκάλεσε στις οικογένειες το κλείσιμο των σχολείων και των ημερήσιων κέντρων φροντίδας κατά τη διάρκεια του lockdown τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Παρόλα αυτά από τις 16/12 θα ισχύσει γενικό lockdown και στη Γερμανία με κλείσιμο των σχολείων έως τις 10 Γενάρη, γεγονός που δείχνει ότι οι καραντίνες έχουν επιλεγεί ως το έσχατο μέτρο ακόμη και στο καπιταλιστικό κέντρο, σίγουρα όμως όχι με τις αυστηρές απαγορεύσεις που ισχύουν στη χώρα μας. Στη γαλλική επικράτεια, στα τέλη Οκτώβρη, όταν τα κρούσματα ξεπερνούσαν τα 50.000/ημέρα, ο Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε εθνικό lockdown, αλλά με τα σχολεία ανοιχτά για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Στο ίδιο άρθρο της ηλεκτρονικής New York Times, ο Ιρλανδός Πρωθυπουργός Micheal Martin είπε ότι ενώ η χώρα του δεν θα μπορούσε να αποφύγει τα περιοριστικά μέτρα, παρόλες τις σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, ήταν ζωτικής σημασίας τα σχολεία να παραμείνουν ανοιχτά. «Δεν μπορούμε και δεν θα επιτρέψουμε το μέλλον των παιδιών και των νέων μας να πέσει θύμα της νόσου. Χρειάζονται την εκπαίδευσή τους». Υπάρχουν ανάλογες δηλώσεις, αλλά είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η δήλωση του Andreas Schleicher, επιβλέποντα του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ: «σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι στην Ευρώπη γρήγορα κατάλαβαν πόση μεγάλη ζημιά έχει γίνει με το κλείσιμο των σχολείων, ιδιαίτερα στους αδύναμους, μη προνομιούχους μαθητές», καταγεγραμμένη σε άρθρο του NPR (National Public Radio) των ΗΠΑ.
Τις αποφάσεις που αφορούν στην εκπαίδευση έχουμε συνηθίσει να τις διαβάζουμε ως πολιτικές. Είναι όμως;
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πολιτική έχει χάσει την όποια αυτονομία της και έχει συγχωνευτεί πλήρως με την οικονομία. Βασισμένοι σε αυτή την παραδοχή, θα κάνουμε μια υπόθεση: στη χώρα μας εφαρμόζεται η τηλεκπαίδευση, με συνέπεια τα παιδιά και οι νέοι να στερούνται την δια ζώσης εκπαίδευση, επειδή ακριβώς η οικονομία είναι η αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα. Η επιλογή των τηλεμαθημάτων είναι μια κάκιστη επιλογή στο πλαίσιο μιας επιθετικής στρατηγικής για τη διάλυση της δημόσιας-κρατικής εκπαίδευσης, εκείνης εν πάση περιπτώσει που γνωρίζαμε πριν από την πανδημία και χρειάζεται να περισώσουμε και να αλλάξουμε με κάθε τρόπο. Η κυρίαρχη τάξη στη χώρα μας προωθεί αναδιαρθρώσεις, προκειμένου οι νέες γενιές να μην αποκτήσουν τη μόρφωση και την παιδεία που είναι αναγκαίες για μια κριτική ανάγνωση των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, τουλάχιστον. Επιπλέον, επιδιώκουν να ξεριζώσουν και την αξία της μόρφωσης, η οποία για δεκαετίες βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία των κοινωνικών και προσωπικών αξιών. Συνοπτικά, η παραγωγική βάση στη χώρα μας από τη δεκαετία του ‘90 κυρίως με την ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» προσανατολίστηκε στον τριτογενή τομέα με αλματώδη αύξηση στην παροχή υπηρεσιών, ειδικά στον κλάδο των τραπεζών, διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, στην εστίαση, στον τουρισμό, στις επικοινωνίες. Ταυτόχρονα, ο πρωτογενής τομέας συρρικνώθηκε σε ανεπίτρεπτο βαθμό και η ήδη ατελής εκβιομηχάνιση μεταστράφηκε σε αποβιομηχάνιση. Για αυτούς και άλλους παράγοντες, η οικονομία χρεοκόπησε και στη συνέχεια με πρόσχημα το εξωτερικό χρέος και την πάση θυσία παραμονή στο ευρώ, επιβλήθηκαν μια σειρά από μέτρα αυστηρής λιτότητας και εξάρτησης της οικονομίας από τους πιστωτές. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί και η περίοδος που διανύουμε, κατά την οποία το ΑΕΠ μειώνεται και το χρέος διογκώνεται υπερβαίνοντας ήδη το 208% του ΑΕΠ. Η ψευδαίσθηση της ευρωπαϊκής σύγκλισης διαλύεται μέσα σε μια συνεχιζόμενη και βίαιη συντριβή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Οι «ισχυρές» οικονομίες της Ευρώπης κρατούν τα ηνία σε οικονομικοπολιτικό επίπεδο, επειδή ακριβώς έχουν καταστήσει εξαρτημένες τις οικονομίες του νότου και των πρώην αποικιών επίσης. Οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της ΕΕ παραδέχονται πια ανοιχτά ότι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες σώθηκαν χάρη στην προσπάθεια αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Από τους καταστατικούς όρους της ευρωπαϊκής οικονομικής ένωσης, η χώρα μας έμελλε να βρίσκεται στην περιφέρεια του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας. Ως εκ τούτου το εργατικό δυναμικό που επιλέγεται ήδη από την εκπαίδευση, δεν χρειάζεται να αποκτήσει παρά κάποιες δεξιότητες, είναι απαραίτητο να ανανεώνει δια βίου την κατάρτισή του, και κυρίως είναι αδιανόητο να σκέφτεται και να διεκδικεί οτιδήποτε πέρα από εκείνα που του πετάνε. Από την οπτική αυτή μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε γιατί η Μέρκελ, ο Μακρόν και άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει τις παραπάνω δηλώσεις προκρίνοντας τα ανοιχτά σχολεία και τα πανεπιστήμια.
Από την άλλη μεριά, τον Μάρτιο η Υπουργός Νίκη Κεραμέως ευχαρίστησε τους εκπαιδευτικούς για την προθυμία τους να ξεκινήσουν τα τηλεμαθήματα, εργαλειοποιώντας εύκολα την πανδημία, και από το Νοέμβριο θριαμβολογεί όπου βρεθεί και όπου σταθεί για την παρακαταθήκη που αφήνει η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Όταν, λοιπόν, ο Ιρλανδός πρωθυπουργός διαμηνύει ότι «τα παιδιά χρειάζονται την εκπαίδευσή τους», εδώ, πίσω από τις διατυπώσεις θριαμβολογίας για την τηλεκπαίδευση, οφείλουμε να διαβάσουμε ότι τα παιδιά στη χώρα μας, που δεν έχουν άλλη δυνατότητα από το να παρακολουθήσουν το κρατικό σχολείο, δεν την χρειάζονται. Όπως μάλλον δεν χρειάζονται και την υγεία και άλλα βασικά αγαθά. Εξάλλου, η διάλυση του δημόσιου σχολείου αρθρώνεται με ένα συνεχές και πυκνό πλέγμα αλλαγών που περιλαμβάνουν τα καταργημένα μαθήματα, το νέο νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση, την αξιολόγηση σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικών, το προσοντολόγιο, την τράπεζα θεμάτων, τις αλλαγές στην Γ΄ θμια, την πανεπιστημιακή αστυνομία. Μελετώντας όλες τις αλλαγές διαλεκτικά και στις μεταξύ τους συνεπαγωγές, η δημόσια εκπαίδευση στο σύνολό της οδηγείται σε καταστροφή.
Έτσι θεωρούμε ότι εξηγείται και η εικόνα στο χάρτη της UNESCO, που μας κατατάσσει αβίαστα στο βαλκανικό στάτους, απέχοντας πολύ από τις ευρωπαϊκές νόρμες στο ζήτημα της παιδείας. Τέλος, το αίτημα για δωρεάν τεχνολογικό εξοπλισμό από το Κράτος, αν ικανοποιηθεί, ναι μεν θα εξασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση στα εξ αποστάσεως μαθήματα, αλλά θα μας οδηγήσει εκεί που δεν θέλουμε να πάμε, σε σχετική μονιμοποίησή τους. Η κανονικοποίησή τους, εκτός των σοβαρών συνεπειών στη μόρφωση των παιδιών, θα σημάνει και απολύσεις εκπαιδευτικών και άλλων εργαζόμενων, όπως καθαριστριών, φυλάκων, διαχειριστών στα κυλικεία.
Επιπλέον, αφενός θα φέρει τεράστια κέρδη σε ανάλογες επιχειρήσεις και εύκολο χρήμα στις τσέπες των μεσολαβητών, αφετέρου οι δαπάνες για τη συντήρηση των υποδομών, θα καταρρεύσουν πίσω από μια ακόμη δικαιολογία. Είναι σχέδιο νόμου πια η ψηφιοποίηση των υπουργείων και της διοίκησης του Κράτους, ύψους 6 δις ευρώ, με το υπουργείο Παιδείας να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, Σύμφωνα με την «Ψηφιακή Βίβλο», όπως ονομάζεται το εγχείρημα, ψηφιοποιούνται οι διοικητικές λειτουργίες, η επικοινωνία με τους γονείς, η επιμόρφωση, αλλά επίσης η αποτύπωση της αξιολόγησης σχολικών μονάδων για την αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Είναι καθοριστικής σημασίας στρατηγική επιλογή του κράτους, ας μην μας διαφεύγει διότι μάλλον δεν είναι άσχετη με όσα συζητάμε.
Είναι ασφαλή τα ανοιχτά σχολεία;
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει μόλις ανακοινωθεί η παράταση των κλειστών σχολείων τουλάχιστον μέχρι τις 7 Γενάρη, όμως, πριν ακόμη από την έναρξη της τρέχουσας χρονιάς το βασικό αίτημα των σχολικών καταλήψεων και των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων ήταν 15 μαθητές ανά τμήμα, μείωση φοιτητών στις αίθουσες, ώστε να είναι ένα ασφαλές περιβάλλον για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους. Συνιστά σχεδόν ελληνική πρωτοτυπία το γεγονός ότι τα σχολεία άνοιξαν με περισσότερους μαθητές ανά τμήμα σε σχέση με την περσινή χρονιά, κάτι που ούτε στην κατεχόμενη Παλαιστίνη και στην Αλβανία δεν συνέβη.
Είναι πράγματι ασφαλές να λειτουργούν σχολεία και πανεπιστήμια ή υπάρχει αυξημένος κίνδυνος διασποράς του ιού;
Οι ειδικοί γιατροί, ειδικά όσοι προβάλλονται στα κυρίαρχα ΜΜΕ όλο αυτό το διάστημα, εκφέρουν αντιφατικές και αντιθετικές γνώμες. Συγχρόνως, καμιά μελέτη ή πείραμα δεν έχει εκπονηθεί στα ελληνικά σχολεία, ώστε να εκτιμήσει την ύπαρξη επικινδυνότητας ή όχι, ούτε και μαζικά τεστ διενεργήθηκαν στους συγκεκριμένους χώρους. Σύμφωνα με άρθρο στο ηλεκτρονικό sciencemag, το Charitè University Hospital του Βερολίνου, διενεργεί σε τακτική βάση τεστ κορονοϊού και αντισωμάτων σε 48 σχολεία και κέντρα ημέρας, τόσο στο προσωπικό, στους μαθητές, όσο και στα μέλη των οικογενειών τους, τακτική που ακολουθήθηκε και σε άλλες χώρες. Ο Johannes Huebner, διευθυντής στο τμήμα Παιδιατρικής για τις μεταδοτικές νόσους του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Μονάχου, δήλωσε στο NPR ότι οι επιστημονικές μελέτες δεν έχουν ανιχνεύσει υψηλούς ρυθμούς μετάδοσης του ιού στα σχολεία. «Οι περισσότερες από τις μολύνσεις εισάγονται στο σχολείο από τους ενήλικες, από εκπαιδευτικούς, και έπειτα διασπείρονται στα παιδιά. Τις περισσότερες φορές όμως πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις…..». Στο ίδιο άρθρο, ο Andreas Schleicher, επιβλέπων του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι «έρευνες έχουν δείξει ότι αν τηρούνται τα πρωτόκολλα της κοινωνικής αποστασιοποίησης, το σχολείο είναι πράγματι αρκετά ασφαλές περιβάλλον, σίγουρα πιο ασφαλές από το να τριγυρίζουν τα παιδιά έξω από το σχολείο».
«Οι ειδικοί τονίζουν ότι πολλά πράγματα είναι πλέον γνωστά που δεν ήταν την περασμένη άνοιξη: με κατάλληλες προφυλάξεις, ο ρυθμός μετάδοσης του covid-19 στα σχολεία είναι σχετικά χαμηλός, ειδικά ανάμεσα στους πιο μικρούς μαθητές˙ παιδιά που όντως μολύνονται τείνουν να έχουν πολύ ελαφρά συμπτώματα, και μέτρα όπως μάσκες, κοινωνικές αποστάσεις και αερισμός είναι πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί…..Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Πρόληψη και τον Έλεγχο της Νόσου βρήκε ότι στα παιδιά αναλογεί λιγότερο από το 5% όλων των κρουσμάτων που αναφέρθηκαν στις 27 ευρωπαϊκές χώρες συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο (www.nytimes.com).
Στο άρθρο της ηλεκτρονικής The Daily Beast αναφέρεται μελέτη στη Γερμανία από το Labour Economics της Βόννης, στην οποία δεν βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στο άνοιγμα των σχολείων το Σεπτέμβριο και στην αύξηση των κρουσμάτων τέλος Οκτώβρη. Διαφορετικά ήταν τα αποτελέσματα παρόμοιας μελέτης στην Ιταλία, που καταλήγουν σε αντίθετο συμπέρασμα.
Σήμερα κιόλας, ανοιχτά σχολεία και πανεπιστήμια!
Όπως και να ΄χει, οι επιστημονικές μελέτες μπορούν να δείξουν πράγματα, αντιφατικά μεν, αλλά οι αποφάσεις της Πολιτείας είναι εκείνες που διαμορφώνουν την πραγματικότητα. Είναι αναπόφευκτο ότι με τους μαθητές στοιβαγμένους σε μικρές αίθουσες ανά 25 ή στα αμφιθέατρα ανά 200 φοιτητές και πάνω, η διασπορά διευκολύνεται, ακόμη και αν νέοι και παιδιά έδειξαν μια πρωτοφανή εσωτερική πειθαρχία στην τήρηση των αποστάσεων και της χρήσης μάσκας. Υπήρχαν κρούσματα την πρώτη περίοδο της δια ζώσης λειτουργίας, αλλά αποκλειστικά λόγω της αδιαλλαξίας της κυβέρνησης να πάρει οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο. Όπως και στο σύστημα υγείας έτσι και στην εκπαίδευση κανένα μέτρο δεν πάρθηκε, κανένα μέτρο δεν παίρνεται, ούτε τώρα που θρηνούμε 100 νεκρούς συνανθρώπους μας την ημέρα, νεκρούς δικούς μας, εργαζόμενους και εργάτες. Η επίταξη των ιδιωτικών κλινικών έγινε για μη covid-19 περιστατικά, με διπλάσια κόστη για το δημόσιο. Η ιδιωτικοποίηση της υγείας γίνεται μεσούσης της πανδημίας.
Με την ίδια στόχευση κατεδαφίζεται η δημόσια εκπαίδευση στα θεμέλιά της, ενώ στο τέλος της πανδημίας, με προμετωπίδα τα δημοσιονομικά προβλήματα, θα συνεχιστεί επιταχυνόμενα. Εκτός των άλλων το κλείσιμο σχολείων και πανεπιστημίων αποτελεί μια ακόμη πτυχή της καταστολής, της καταστολής μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα και των πολιτικών διεργασιών που γεννιούνται εντός της. Συνδέεται με τη βίαιη καταστολή που βιώθηκε στις 17 Νοέμβρη, 26 Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη, είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με την καταστολή του lockdown. Είναι πασιφανές, σε όσους θέλουν να δουν, για ποιο λόγο το lockdown φέρεται ως η μόνη δυνατή λύση στην πανδημία. Αν στην υγεία θρηνούμε για τους αδικοχαμένους ασθενείς, δεν είναι μακριά ο καιρός που θα οργιστούμε από τις επιπτώσεις της τηλεκπαίδευσης και των άλλων αλλαγών στην εκπαίδευση.
Είναι αισθητή η δυσφορία και η δυσαρέσκεια που προκαλούν, αλλά τούτο δεν αρκεί. Η ανάγκη να επαναλειτουργήσουν τα σχολεία και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι επιτακτική, με όλες τις προαπαιτούμενες προφυλάξεις, τώρα αμέσως. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες δεν κάνουν τίποτε, ώστε να δημιουργήσουν τους όρους για ξεδίπλωμα ενός πανεκπαιδευτικού κινήματος και πιθανότατα δεν θα το κάνουν αν δεν πιεστούν από τα κάτω. Οι συνθήκες ωρίμασαν, οι έφηβοι μαθητές στις καταλήψεις έκαναν ανυποχώρητα θαυμάσιο αγώνα, οφείλουμε να «ωριμάσουμε» και εμείς οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς και να αναλάβουμε τις ευθύνες που έχουμε ως παιδαγωγοί και εργαζόμενοι. Μια κοινωνία που δεν μάχεται για την παιδεία και τη μόρφωση των επερχόμενων γενεών είναι μια αυτοκαταστροφική κοινωνία.
Πρωτοβουλία εκπαιδευτικών «Στην τηλεκπαίδευση δεν δίνουμε συναίνεση»
e-prologos.gr