Χρήστος Κάτσικας
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών παρουσιάζει σήμερα το Υπουργείο Παιδείας
Σήμερα Πέμπτη στις 11 π.μ. η Υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, παρουσία της Υφυπουργού Ζέττας Μακρή και του Προέδρου του ΙΕΠ Γιάννη Αντωνίου, παραχωρεί συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στο σχολείο.
Αναφερόμαστε στα νέα Προγράμματα Σπουδών Γενικής Εκπαίδευσης από το Νηπιαγωγείο έως το Λύκειο τα οποία έχει εκπονήσει το ΙΕΠ και στα οποία πολλές φορές έχει αναφερθεί η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.
Σύμφωνα με δηλώσεις της Υπουργού τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών δεν έχουν αναμορφωθεί σε πολλές περιπτώσεις εδώ και δύο δεκαετίες, με αποτέλεσμα να είναι επιτακτική η ανάγκη επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού, τόσο του περιεχομένου όσο και της φιλοσοφίας τους. Η αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων στη γενική και την επαγγελματική εκπαίδευση, προϋπολογισμού ύψους 17,8 εκατ. ευρώ, καθώς και η επιμόρφωση επί αυτών, ύψους 4,4 εκατ. ευρώ, πραγματοποιείται με την υποστήριξη ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η Υπουργός Παιδείας θα σημειώσει ότι “τα νέα προγράμματα σπουδών αποτελούν αφετηρία και θεμέλιο λίθο του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού έργου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την αναβάθμιση του σχολείου, σύμφωνα και με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 4692/2020, και την ανάδειξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης από λύση ανάγκης για λίγους σε συνειδητή επιλογή και εργαλείο απασχόλησης για τους πολλούς.”
Παράλληλα θα τονίσει ότι “ο στόχος των νέων προγραμμάτων σπουδών είναι η καλλιέργεια δεξιοτήτων ήπιων, επιστήμης και τεχνολογίας, ζωής, η ανάπτυξη της ικανότητας των μαθητών να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν, να λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, και να λειτουργούν με αυτοπεποίθηση και ενσυναίσθηση”.
Νέα Προγράμματα Σπουδών: Αθέατες πλευρές
Όλο αυτό το «πάρτι αναμόρφωσης» επενδύεται με τις γνωστές τις αγιογραφικές διακηρύξεις ότι «ο στόχος των νέων προγραμμάτων σπουδών θα επιτευχθεί μέσω της μετάβασης σε ένα συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό μοντέλο με έμφαση στα επιδιωκόμενα μαθησιακά αποτελέσματα, και όχι μόνο στο γνωστικό αντικείμενο καθαυτό, και της μετατόπισης από ένα βιβλιο-κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στην αποστήθιση, σε ένα μοντέλο πολλαπλών πηγών, αυτονομίας επιλογής ψηφιακού περιεχομένου και διαμορφωτικής αξιολόγησης που προσαρμόζεται στις ανάγκες του κάθε μαθητή. Τα νέα εγχειρίδια, η βιβλιοθήκη ψηφιακού υλικού και οι εναλλακτικοί τρόποι αξιολόγησης των μαθητών αποτελούν κομβικά χαρακτηριστικά που αναδεικνύουν την σημασία της θεμελιώδους αυτής μεταρρύθμισης».
Πρώτον να ξεκαθαρίσουμε ότι τα Προγράμματα Σπουδών σε κάθε ιστορική συγκυρία μεταφράζουν τις ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας σε εκπαιδευτικά αιτήματα.
Δεύτερον να επισημάνουμε ότι τα νέα Προγράμματα Σπουδών έρχονται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική – εκπαιδευτική πραγματικότητα, αυτή της λειψής υλικοτεχνικής υποδομής και χρηματοδότησης, της εξετασιομανίας, του ανταγωνισμού, της φροντιστηριοποίησης όλων των βαθμίδων και τύπων των εκπαιδευτικών οργανισμών.
Η ελκυστική εμφάνιση, η πλούσια εικονογράφηση, το πλήθος πληροφοριών που παρέχουν, επιστρατεύονται ως «δέλεαρ» στην «οπτικοποιημένη εποχή μας» για την καλλιέργεια προτύπων, ιδεολογημάτων και συμπεριφορών που υπαγορεύονται από τις ανάγκες του συστήματος, προωθώντας την εκπαίδευσης της αμάθειας σε βαθμό μεγαλύτερο από τα σχολικά βιβλία που αντικατέστησαν.
Η εκπαιδευτική κοινότητα πήρε πρόσφατα μια γεύση για την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών με την ανακοίνωση των νέων ωρολογίων προγραμμάτων στα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας και γνώρισε τη μεγαλύτερη «σφαγή» μαθημάτων και ολόκληρων κλάδων καθηγητών των τελευταίων χρόνων.
Αναφερόμαστε, βεβαίως, στον εξοβελισμό και την κατάργηση της Κοινωνιολογίας και των μαθημάτων Κοινωνικών Επιστημών από το Γενικό Λύκειο μετά από 35 χρόνια συνεχούς διδασκαλίας, στον εξοβελισμό κάθε μορφής Καλλιτεχνικού μαθήματος από το Γενικό Λύκειο.
Τίποτε δεν είναι ουδέτερο
Ένας πολύ διαδεδομένος «μύθος» στην εκπαίδευση είναι ότι το σχολικό πρόγραμμα αποτελείται από ιδεολογικά «ουδέτερα» μαθήματα, τα οποία πρέπει να μάθει η νέα γενιά για να ενταχθεί στην κοινωνία. Ωστόσο, όπως έχει δείξει η κοινωνιολογία του αναλυτικού προγράμματος, η σχολική γνώση δεν είναι ένα ουδέτερο μορφωτικό αγαθό, το οποίο η παλαιότερη γενιά απλώς μεταβιβάζει στη νεότερη για να την κοινωνικοποιήσει και την εντάξει σε μια ομαλή πορεία εξέλιξης του πολιτισμού.Η αλήθεια είναι, πως δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να μιλάμε για ένα κοινωνικά ουδέτερο σύνολο γνώσεων, αλλά ούτε για γνώσεις απλά τεχνικού χαρακτήρα.
Για να είμαστε ακριβείς, οι σχολικές γνώσεις που προσφέρονται στον εκπαιδευόμενο, προσανατολίζουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές θέσεις, «εγχαράζοντας» αξίες, κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς, που πηγάζουν πάντα από το χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας και στοχεύουν να κάνουν τους εκπαιδευόμενους ικανούς και πρόθυμους ν΄ αναλάβουν τις συγκεκριμένες κοινωνικές τους θέσεις και λειτουργίες.
Η σχολική γνώση έχει έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα και ορίζεται από δύο βασικά παραμέτρους: το τι εργαζόμενο και τι πολίτη θέλει να φτιάξει το σχολείο και ποια πολιτική ιδεολογία θέλει να εγχαράξει σε αυτό τον εργαζόμενο και πολίτη. Οι αντιπαραθέσεις για το τι θα διδαχθούν τα παιδιά στο σχολείο είναι πάντοτε αντιπαραθέσεις για το τι κοινωνία θέλουμε και ποιο θα είναι το μέλλον της.
Οι διαφοροποιήσεις στα χαρακτηριστικά των σχολικών γνώσεων μιας περιόδου, σε σύγκριση με μια άλλη, δεν εκφράζουν παρά τις βασικές συνιστώσες της κυρίαρχης ιδεολογίας για την κοινωνία και τη φύση στη συγκεκριμένη περίοδο και σε καμιά περίπτωση ουσιαστικές μεταβολές στην άσκηση του κρατικού ελέγχου στην εκπαίδευση.
e-prologos.gr