Υπάρχουν δρομολόγια, που δε χρειάζεται να κοιμηθείς για να τα ταξιδέψεις.
Λίγο νεραϊδοπαρμένος, φορτισμένος με τα άσχημα του κόσμου, με τα πόδια εκεί που σκάει το κύμα στην παραλία των Θερμών, από πάνω νύχτα αφέγγαρη με δυο μικρές γκαζόλαμπες στα αρμυρίκια, ένα γύρο με αγαπημένους και το κάνεις το δρομολόγιο Κούβα – Κάλυμνος.
Κι όχι μόνο το κάνεις, το κάνεις με τρένο και σου φαίνεται κι ένα τσιγάρο δρόμος.
Αφετηρία και προορισμός δεν είναι αυστηρά καθορισμένοι. Αυτό το καλό έχουν τα δρομολόγια, η αρχή γίνεται τέρμα και το τέρμα πάλι αρχή κι όλοι οι ενδιάμεσοι σταθμοί, για κάποιους, αφετηρίες και τέρματα.
Για το αλλόκοτο ταξιδι, επιστρατεύονται δυο Ατλαντίδες, μια στη Μεσόγειο κι η άλλη στον Ατλαντικό. Σηκώνουν απ’ τους πυθμένες από μια λωρίδα γης, που την κατάπιαν προαίωνιες αναταράξεις, στρώνονται πάνω οι μεταλλικές ράγες και οι κάθετες ξυλινες τραβέρσες, μπαίνει το τρένο στις γραμμές, ανθρακεύεται η μηχανή μ’ ένα Tiki Pala και το ταξίδι ξεκινά.
Μηχανοδηγός ο Μαρτσέλο κι απέναντι του η Μαρτσέλα να τον εμπνέει.
Αυτού του τύπου τα δρομολόγια, με τρένα πάνω απ’ τους ωκεανούς, θέλουν έμπνευση και ερωτευμένους μηχανοδηγούς.
Ανεβαίνουμε κι εμείς, οι κομπανιέρος επιβάτες και τικι – πάλα, τίκι – πάλα, το τρένο ξεκινά, με το τραγούδι των ανθρακευτών της λοκομοτίβας.
Ο Χιλιάνος μηχανοδηγός έχει κιόλας τραγουδήσει το Χιλιάνικο En libertad και θυμηθήκαμε τους Inti Illimani μιας νιότης κάπου εδώ κοντά, κάπου πολύ μακριά.
Απ’ το Σαντιάγο της Χιλής στο Σαντιάγο της Κούβας και το τρένο περνά από το Veinte annos. Η φωνή βγαίνει αδύναμη και κάπου άφωνη κι αλλού παράφωνη κι ας πούμε πως φταίει ο ψηλός τόνος των ακκόρντων.
Το τραγούδι αυτό έχει γίνει η ταυτότητα αγαπημένου φίλου, που έχει συγκεντρώσει όλες τις εκτελέσεις από την Κούβα ως την Καμπότζη κι από την Αλβανία ως την Αργεντινή. Τόσο που αγαπήθηκε αυτό το κομμάτι, κοντεύει να γίνει ο παγκόσμιος ύμνος του έρωτα, μια εσπεράντο Είκοσι Χρόνων και δεκάδων γλωσσών.
Και λίγο πριν φτάσουμε στο Σαντιάγο της Κούβας, το ακόμα πιο πολυτραγουδισμένο των κατάμεστων πλατειών, Bella Ciao, που το τραγουδούν ακόμη κι όσοι μιλούν Χίντι, Ούρντου και Μπεργκάλι και το ελπίζουν κι όσοι δεν μπορούν να τραγουδήσουν.
Η Ναχίντ βιντεοσκοπεί, τα μαλλιά της Ελένης φέγγουν στο σκοτάδι, ο Μιραγά κερνάει παγωτά, ο Μουσταφά νανουρίζει την Μπόμπο, ο φλοίσβος κρατά ακκομπανιαμέντα, κι όλοι οι άλλοι σιγοτραγουδάμε ή σφυρίζουμε καθισμένοι στα χαλίκια του Όριεντ Εξπρές!
Οι καλοκαιρινές νύχτες έχουν τον τρόπο τους.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr