Στη φωτογραφία, διαδηλωτές στα «μπλόκια» ενώ στο θαλάσσιο ορίζοντα φαίνονται τα πλοία του αγγλικού στόλου
Η μάχη που κερδήθηκε σ’ ένα πόλεμο που χάθηκε
Η αποχώρηση των Γερμανών από τη Λέσβο, το Σεπτέμβρη του 1944, συνοδεύτηκε από την ομαλή κατάληψη της τοπικής εξουσίας από το ΕΑΜ Λέσβου. Η εξουσία αυτή διατηρήθηκε αλώβητη ως και τον Δεκέμβρη του 1944, παρά τις προσπάθειες των εκπροσώπων της κυβέρνησης Παπανδρέου, που με έδρα τη γειτονική Χίο, επεχείρησαν να την περιορίσουν.
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη στην Αθήνα, όπως ήταν φυσικό, είχαν άμεση αντανάκλαση στο ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα στη Λέσβο. Το ΕΑΜ Λέσβου απαντά στην αιματοχυσία της 3ης Δεκεμβρίου με καθημερινές απεργίες και διαδηλώσεις σε ολόκληρο το διάστημα που ήταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αθήνα. Από τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 1944 ως τουλάχιστον την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου τα πάντα στη πόλη της Μυτιλήνης και στα χωριά είναι κλειστά.
Άγνοια και αμηχανία
Στις 4 Δεκεμβρίου πραγματοποιείται μια μεγάλη διαδήλωση, οργανωμένη από το ΕΑΜ μπροστά στον Δημοτικό κήπο. Η ΕΑΜική εφημερίδα «Ελεύθερη Λέσβος», ανεβάζει τους διαδηλωτές σε 40.000 στη πόλη και σε 70.000 μαζί με τις διαδηλώσεις στα χωριά. Ο αριθμός αυτός είναι τεράστιος και σίγουρα υπερβολικός, δεδομένου ότι το σύνολο του πληθυσμού του νησιού την περίοδο αυτή δεν ξεπερνούσε τις 140.000 κατοίκους. Τα συνθήματα που κυριαρχούν είναι : «Ζήτω οι σύμμαχοι», «Θέλουμε πανεθνική κυβέρνηση», αλλά και συνθήματα όπως «Να φύγει ο Παπανδρέου», «Να φύγει ο Ιερός Λόχος από το νησί». Καμία αναφορά στο ρόλο των Άγγλων, οι οποίοι ακόμα βρίσκονται στο απυρόβλητο. Από τα συνθήματα είναι αντιληπτό πως ο κόσμος του ΕΑΜ στη Λέσβο είναι σε αμηχανία και δεν γνωρίζει όσα πραγματικά συμβαίνουν στην Αθήνα. Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες με πρωτοβουλία του ΕΑΜ, συνεχίζονται καθημερινά σχεδόν ως τα Χριστούγεννα με μεγάλη μαζικότητα. Στον τύπο της εποχής δεν υπάρχει καμία ένδειξη για επεισόδια ή παρέμβαση της Χωροφυλακής κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, οι οποίες δείχνουν να είναι απόλυτα ειρηνικές. Η Χωροφυλακή εξάλλου εκείνη την περίοδο, δεδομένης της κυριαρχίας του ΕΑΜ, ήταν εντελώς ανίσχυρη.
Στο μεταξύ τα γεγονότα στην Αθήνα εντείνουν το κλίμα πολιτικής αμηχανίας που επικρατεί, καθώς η σύγκρουση βαθαίνει και αγριεύει. Συγχρόνως το ΕΑΜ είναι υποχρεωμένο να συνυπάρχει με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης και των Άγγλων, στα πλαίσια της από κοινού τοπικής συνδιοίκησης.
Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τι αναφέρει ο εκπρόσωπος της Βρετανικής διοίκησης στο νησί, μιλώντας στους ντόπιους δημοσιογράφους τη Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 1944, δικαιολογώντας την αγγλική παρέμβαση στη μάχη της Αθήνας: «…Το άνοιγμα των εχθροπραξιών εις τας Αθήνας δεν ξεύρη ακόμα κανείς πως έγινε. Πριν επιρρίψωμεν τας ευθύνας εις μιαν οιανδήποτε πολιτικήν μερίδα, νομίζω ότι πρέπει να λεχθή ότι η ρήξις αποτελή κατά μεγαλύτερον λόγο, έργο των Γερμανών. Όπως ακριβώς αφήκαν νάρκας και βόμβας δια να σκοτωθή κόσμος μετά την αναχώρησιν των, έτσι προσπάθησαν ν’ αφίσουν και πολιτικές διενέξεις, δια να μην ημπορή να ησυχάση μια χώρα και μετά την απελευθέρωσιν της…». Ο εκπρόσωπος της Βρετανικής διοίκησης ενημέρωσε τους ντόπιους δημοσιογράφους ότι οι Άγγλοι και ο στρατηγός Σκόμπι έχουν στην Αθήνα διαιτητικό ρόλο. Παράλληλα δεν διστάζει να επαινέσει το τοπικό ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για την επιβολή της τάξης μετά την αποχώρηση των Γερμανών, συγχρόνως όμως αναφέρθηκε και σε «ακρότητες» και ξυλοδαρμούς πολιτών με ευθύνη του. Επαινεί δε την παρουσία στο νησί, τόσο του τμήματος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, όσο και των δυνάμεων του Ιερού Λόχου, απαντώντας έτσι εμμέσως και στο αίτημα των διαδηλωτών του ΕΑΜ για την απομάκρυνση τους από το νησί.
Τα «Δεκεμβριανά» της Λέσβου
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1944 καταπλέουν στο λιμάνι της Μυτιλήνης έξι βρετανικά και ελληνικά πολεμικά πλοία φορτωμένα με 800 περίπου άνδρες του Βρετανικού αυτοκρατορικού στρατού, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Turnbull. Τα στρατεύματα που μετέφεραν ήταν Ινδικά και έμειναν γνωστά στη συλλογική μνήμη ως «Μαύροι». Μαζί τους ενώνονται αμέσως οι άνδρες του αντιτορπιλικού «Αετός» που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης, ήδη από τον Οκτώβριο του 1944.
Η ηγεσία του τοπικού ΕΑΜ άμεσα διείδε τον κίνδυνο. Η παρουσία βρετανικών στρατευμάτων στο νησί από μόνη της, χωρίς μάχη, χωρίς επιβολή, θα άλλαζε τους συσχετισμούς και θα έδινε τη δυνατότητα στην «Αντίδραση» όπως έλεγε τους αντιπάλους της, να επιβάλλει το δικό της καθεστώς στη Λέσβο, εκτοπίζοντας την ΕΑΜική διοίκηση, όπως ήδη είχε συμβεί στη Λήμνο και στη Χίο. Έτσι παρά την αμηχανία, που όπως είδαμε κυριαρχούσε στη στάση του ΕΑΜ απέναντι στους Άγγλους, η τοπική του ηγεσία αντέδρασε έναντι των αξιώσεων για απόβαση των στρατευμάτων. Και για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε το μόνο αποτελεσματικό όπλο που διέθετε, την μαζική κινητοποίηση των οπαδών του.
Πράγματι από την Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 1944 και επί πέντε ημέρες, υπήρξε μαχητική κινητοποίηση των κατοίκων, αρχικά της πόλης της Μυτιλήνης και των γύρω χωριών και στη συνέχεια όλων των χωριών του νησιού. Με μεγάλο ενθουσιασμό, υποδειγματική τάξη και συνεχή 24ωρη παρουσία, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και το χιονόνερο που έπεφτε, χιλιάδες κόσμου κατέβηκαν στην προκυμαία της Μυτιλήνης στήνοντας οδοφράγματα για να εμποδίσουν την απόβαση των βρετανικών στρατευμάτων. Ο ΕΛΑΣ είχε εν τω μεταξύ καταλάβει κάποιες κρίσιμες θέσεις μάχης, έχοντας μια διακριτική παρουσία, έτοιμος να επέμβει αν χρειαζόταν. Οι Βρετανοί μπροστά στη μαζική και διαρκείας αυτή αντίδραση, αλλά και μπροστά στην αμετακίνητη στάση της ηγεσίας του τοπικού ΕΑΜ, υποχώρησαν. Την Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 1944, ο κυβερνήτης του πολεμικού «Σείριος» πλοίαρχος Edwards κάλεσε την ηγεσία του ΕΑΜ και τους ανακοίνωσε πως τελικά τα στρατεύματά τους δεν θα αποβιβαστούν. Παρέθεσε δε στην ΝΕ του ΕΑΜ και μια σχετική δεξίωση, το βράδυ της ίδιας μέρας πριν την αναχώρηση των πλοίων, σε ένδειξη καλής θέλησης.
Τα γεγονότα των Χριστουγέννων του 1944 στη Λέσβο έμειναν στην τοπική ιστοριογραφία ως γεγονότα του «Go Back», από το σύνθημα που φώναξε στους Άγγλους κάποιος από τους συγκεντρωμένους με τα λίγα αγγλικά που γνώριζε και το οποίο στη συνέχεια απέκτησε μεγάλη δημοφιλία μεταξύ των συγκεντρωμένων.
Η αναίμακτη αποτροπή της αποβίβασης των βρετανικών στρατευμάτων στο νησί είχε εκτός από την μεγάλη πολιτική της σημασία και μια πρακτική νίκη, την απομάκρυνση του Νομάρχη Δημήτριου Κόντη και την αντικατάστασή του με το παλιό Νομαρχιακό Συμβούλιο, που είχε πρόεδρο της επιλογής του ΕΑΜ, τον Χρήστο Καλδή. Η απομάκρυνση του Κόντη από τη Νομαρχία Λέσβου ήταν στα αιτήματα και στα ψηφίσματα των διαδηλωτών. Ο ίδιος δήλωσε στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ πως μετά την αποχώρηση των υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση Παπανδρέου που τον είχε διορίσει είχε πάψει στην ουσία να είναι Νομάρχης.
Η παρουσία βρετανικών στρατευμάτων στη Λέσβο, ενώ ακόμα δεν είχε κριθεί η Δεκεμβριανή μάχη της Αθήνας προβλημάτισε την τοπική ιστοριογραφία ως προς τους σκοπούς που εξυπηρετούσε. Υπάρχει η εκτίμηση ότι η προσπάθεια αποβίβασης αποικιακών στρατευμάτων στη Μυτιλήνη ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, που προέβλεπε, πως αν τυχόν ο ΕΛΑΣ κέρδιζε τη μάχη της Αθήνας η κυβέρνηση Παπανδρέου θα μεταφερόταν στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, δημιουργώντας ένα προγεφύρωμα στα πλαίσια μια προσπάθειας ανασύνταξης και αντεπίθεσης. Η υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα θα παρέμεινε στην κυριαρχία του ΕΑΜ /ΕΛΑΣ χωρίς διπλωματική αναγνώριση αποκομμένη από προμήθειες και στη πορεία θα έφθινε. Οι Άγγλοι θα κέρδιζαν χρόνο και όταν ξεπερνούσαν τις προσωρινές δυσκολίες, θα περνούσαν στην αντεπίθεση. Και σε αυτό το σχέδιο, μοναδικό εμπόδιο ήταν η Λέσβος, που ακόμα βρισκόταν υπό δυαδική διοίκηση. Χαρακτηριστικό πάντως είναι πως λίγες μέρες μετά, στις αρχές του 1945, τα Ινδικά στρατεύματα αποβιβάζονται, χωρίς καμία αντίσταση, στη γειτονική Χίο, όπου το ΕΑΜ έχει ήδη εκτοπιστεί από την εξουσία δύο μήνες πριν. Πολύ γρήγορα όμως θα αποχωρήσουν, καθώς ήδη στην Αθήνα η μάχη έχει κριθεί.
Μια νίκη χωρίς πρακτικό αντίκρισμα
Η απόκρουση των «Μαύρων» τα Χριστούγεννα του 1944 όπως ήταν φυσικό, ανέβασε το κλονισμένο ηθικό των φίλων και οπαδών του ΕΑΜ και ενίσχυσε την εμπιστοσύνη τους προς την τοπική ηγεσία. Το ΕΑΜ έδειξε ξανά να πατά γερά στα πόδια του και η τοπική του ηγεσία να κερδίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου του, που προς στιγμή έδειχνε να κλονίζεται. Κατά τη διάρκεια της πρωτοφανούς κινητοποίησης του κόσμου του ΕΑΜ γράφτηκαν επί τόπου στην τοπική διάλεκτο και έγιναν πολύ δημοφιλή, κάποια τραγούδια από ντόπιους αυτοσχέδιους στιχουργούς.
Ενδεικτικό του κλίματος που επικράτησε μετά τα γεγονότα του «Go back» είναι, πως η εφημερίδα «Δημοκρατία», που ήταν προσκείμενη στο αντιεαμικό στρατόπεδο και είχε επανεκδοθεί τον Οκτώβριο του 1944, σταματά προσωρινά την έκδοση της, στις 22 Δεκεμβρίου 1944. Το επόμενο φύλλο της θα εκδοθεί δύο μήνες αργότερα στις 21 Φεβρουαρίου 1945, εννέα ημέρες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όταν πια το πολιτικό κλίμα εξαιτίας της Συμφωνίας, είχε αλλάξει εντελώς. Η ίδια η εφημερίδα, αποδίδει την προσωρινή διακοπή της κυκλοφορίας της, σε απειλές που δέχθηκε από στελέχη του ΕΑΜ. Η διακοπή της έκδοσης πάντως, πρέπει να συνδέεται και με τις κατηγορίες που εκτόξευσε ο ΕΑΜικός τύπος στους αντιπάλους του ΕΑΜ, ότι αυτοί είχαν προσκαλέσει τα Ινδικά στρατεύματα στο νησί, τα Χριστούγεννα του 1944. Σχολιάζει η «Δημοκρατία» την 21η Φεβρουαρίου 1945 : «Η “Δημοκρατία” κατόπιν απροκάλυπτων απειλών εκ μέρους του ΕΑΜ – χρησιμοποιήσαντος προς τούτο εκτός των δικών του απεσταλμένων και πολυπληθή ομάδα του Πανεργατικού Κέντρου – ηναγκάσθη ν’ αναστείλη την έκδοσιν της εφ’ όσον η συνέχισις της αρθρογραφίας της εθεωρήθη από το τυρανικόν συγκρότημα ως «δυναμένη να διαταράξη την δημόσιαν τάξιν…». Στο φύλλο της επανέκδοσής της, η εφημερίδα αναφέρεται στα γεγονότα του «Go Back», που τα συσχετίζει με τη διακοπή της λειτουργίας της, σημειώνοντας : «…Ευτυχής ήτο η σύμπτωσις ότι η αναστολή της εκδόσεως της “Δημοκρατίας”, συνέβη τρεις ημέρας προ των ασχημιών που έγιναν κατά την άφιξιν εδώ των ινδικών στρατευμάτων. Αλλιώς, με την κακοπιστίαν που διακρίνει κάθε εαμικήν πράξιν, ήσαν ικανοί να διακηρύξουν προς τον «λαόν» των και με όλα τα ποικίλα μέσα των – δηλαδή, εφημερίδες, ραδιοφωνικοί πομποί, χουνιά – ότι τα ινδικά στρατεύματα είχαν φθάσει εδώ λόγω της αρθρογραφίας μας…».
Το Μάρτη του 1945 η «Ελεύθερη Λέσβος» εξέδωσε ειδική μπροσούρα με εκτενή αναφορά στα συμβάντα των Χριστουγέννων του 1944. Όμως η ήττα του ΕΑΜ στην Αθήνα και η Συμφωνία της Βάρκιζας που ακολούθησε καθιστούσε χωρίς αντίκρισμα την μεγάλη ΕΑΜική νίκη στη Λέσβο.
Η νίκη στη Λέσβο σημειώθηκε την ίδια στιγμή που η μάχη της Αθήνας είχε κριθεί. Είναι ενδεικτικό ότι τον Δεκέμβρη του 1946, ο Διοικητής Ασφάλειας της Μυτιλήνης απαγόρευσε οποιαδήποτε αναφορά της «Ελεύθερης Λέσβου» στο «Go Back» με την απειλή της κατάσχεσης της εφημερίδας. Το «Go Back» είχε πλέον αποκτήσει «αντεθνικό» πρόσημο και η μνημόνευσή του έπρεπε να καταργηθεί.
Από το βιβλίο “Μνήμες” (1985) του Απόστολου Αποστόλου, που ήταν Γραμματέας του ΕΑΜ Λέσβου και διατέλεσε για πολλά χρόνια δήμαρχος Μυτιλήνης, μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από βιβλιαράκι της εποχής, που με πολλή ζωντάνια εξιστορεί τα γεγονότα των ημερών εκείνων.
Αναμφισβήτητα, ο λεσβιακός λαός έγραψε, τις 4 αυτές μέρες του Δεκέμβρη, µε τον ηρωισμό και την αποφασιστικότητά του, τη λαμπρότερη σελίδα στην ιστορία του Κινήματός του.
«Κυριακή, παραμονή Χριστούγεννα του 1944. Στις εφτά το πρωί, μαθεύτηκε σ᾿ ολόκληρη την πόλη, πως απ᾿ την αυγή άραξαν όξω απ᾿ το λιμάνι έξη καράβια, τρία μεταγωγικά γεμάτα μαύρους και τρία πολεμικά Εγγλέζικα. Στα µπλόκια είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξη στρατιωτικά αυτοκίνητα. Τα φύλαγαν δύο μαύροι. Στο ίδιο μέρος ήταν κι’ άλλα φορτηγά, που από καιρό είχαν φέρει στο νησί οι Άγγλοι.
»Η µέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες-ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλίσουν και το ηρωικό νησί µας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να µας υποδουλώσουν.
Έξη πλοία µε αραπάδες βρίσκονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Νιάτα και λαέ! εμπρός, όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να ζητήσουμε να φύγουν απ’ το νησί µας οι μαύροι. Θάνατος στο φασισμό – λευτεριά στο λαό.
» Όλοι που βρίσκονταν στην προκυμαία, τριγυρνούσαν ανήσυχοι κι όλοι αναρωτιόνταν για το τι έμελλε να γίνει. Θα βγουν; Είναι περαστικοί; Τι ζητούν από µας; Όσο ψήλωνε η µέρα, πύκνωνε κι ο κόσμος. Όσα μαγαζιά είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Η απεργιακή Επιτροπή, που από καιρό βρισκόταν σ᾿ επιφυλακή, κήρυξε γενική απεργία. Σ’ όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι ο κόσμος όλο και κατέβαινε.
Στις εννιά η ώρα, απ᾿ ένα μεταγωγικό, άρχισαν να κατεβαίνουν αραπάδες σε τορπιλάκατο. Με γυλιό στον ώμο και πάνοπλοι. Ετοιμαζόταν να βγουν. Τα χωνιά μπήκαν πάλι σ᾿ ενέργεια. Έτσι μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Τώρα όλοι τραβούσαν κατά το ταχυδρομείο, κατά κει είχε τιμόνι και η τορπιλάκατο. Αξιωματικοί του ναυτικού και ναύτες πολέμησαν να κρατήσουν τον κόσμο στα σύρματα. Το πλήθος έσπασε τη ζώνη κι᾿ όλοι φώναζαν: «πίσω, δε σας θέλουμε».
»Πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω στο αποβατικό σκάφος και φώναζαν: «χτυπάτε». Οι μαύροι κοιτούσαν µε απορία τον κόσμο, που µε κανένα τρόπο δεν τους άφηνε να πατήσουν πόδι στη γη. Ο κόσμος κατεβαίνει, όλο κατεβαίνει. Οι µπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δείλιασε κανένας. Γυναίκες βγάζουν τα τσόκαρα και τα σηκώνουν καταπάνω στους μαύρους, που σαστισμένοι συμμαζεύονται μέσα στην τορπιλάκατο. Το πλήθος την σέρνει µε αμέτρητα χέρια.
»Η απόβαση δε μπορούσε να γίνει εκεί. Η τορπιλάκατος έκανε πίσω κι έβαλε τιμόνι ολοταχώς κατά τα µπλόκια. Όλοι τρέχουν κατά κει.
Φτάνουν πάνω στην ώρα. Ένας ναύτης προσπαθεί να ρίξει κάβο, τον παίρνουν και τον πετούν στη θάλασσα. Μια, δυο, τρεις φορές. Έβλεπες γυναίκες να ζητούν να τον κόψουν µε τα δόντια. Μια στιγμή κατάφεραν να δέσουν. Κάποιος έκοψε το σκοινί µε μαχαίρι. Κι όλο το πλήθος φώναζε «πίσω, πίσω, δε σας θέλουμε». Ένας ναύτης πάτησε τα χέρια ενός παιδιού πούχε κολλήσει στην τορπιλάκατο. Τα χέρια δεν παράτησαν το σφίξιμο. Το παιδί πολεμά ν᾿ ανέβει στην τορπιλάκατο να χτυπήσει τους μαύρους. Το πλήθος ουρλιάζει. Ο αγέρας πάγωνε τους ανθρώπους: η βροχή τους μούσκευε, µα δεν έφευγε κανένας. Έφυγαν οι μαύροι: η τορπιλάκατος πλεύρισε το καράβι, ο στρατός μπήκε πάλι στο μεγάλο μεταγωγικό.
»Εξακολουθεί να βρέχει, η προκυμαία γεμίζει κόσμο. Κατεβαίνουν από παντού. Τραγουδούν τον αντάρτικο. Στα µπλόκια οι γυναίκες κάθουνται και περιμένουν. Τις δέρνει το χιονόνερο κι η παγωμένη αλισάχνη. Ο αγέρας δυναμώνει. Ο κόσμος μαζεύει ξύλα κι ανάβει φωτιές. Στήνουνται πρόχειρες σκηνές µε τέντες από αυτοκίνητα.
»Η επιτροπή του αγώνα που ανέβηκε στα πλοία, κάθισε τρεις ώρες. Φαίνεται πως η απάντηση του Τόρνμπουλ είναι τούτη: Οι μαύροι θα βγουν ό,τι και να γίνει. Τα χωνιά ρίχνουν το σύνθημα να µη φύγει κανένας. Δεν έφυγε κανένας.
Τραγουδάν τον αντάρτικο και σφίγγουν τις γροθιές. Βρέχει Κρυώνει. Μα δεν έφυγε κανένας.
»Το απόγιοµα παράτησε η βροχή, µα ο αγέρας φυσούσε πιο δυνατός και κρύος. Στις τρεισήµισι έφεραν µε κάρα κάστανα και μανταρίνια κι έφαγε ο κόσμος. Λίγα πράµατα, ένα δύο κάστανα ο καθένας, μισό μανταρίνι. Για το φαΐ δε νοιαζόταν κανείς. «Εμείς θέλουμε να φύγουν». Έτσι φώναζαν.
» Λίγο πιο ύστερα, ένα μικρό σάτι έβανε πλώρη κατά το Μακρύ-γιαλό. Πολύς κόσμος έτρεξε κατά κει και δεν άφησε τους αραπάδες να βγούνε. Έμειναν εκεί πολλοί άνθρωποι να φυλάγουν βάρδια.
»Τ’ απόγεµα καταφτάνουν συνταγμένοι, οπλισμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι µε σκουριασμένες χατζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα. Και µε ψυχή. Έρχουνται οι Αγιασώτες, ή αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του λεσβιακού κάμπου. Μέσα στη νύχτα, που άρχισε να πυκνώνει, γυαλίζουν παράξενα οι σπάθες, οι μαχαίρες, τα ντουφέκια. Τους καινούριους τους υποδέχουνται οι παλιοί µε ζήτω, χαλασμός κυρίου. ΄Όλη αυτή τη νύχτα την πέρασε τόσος κόσμος, που έκανε ώρες ποδαρόδρομο, πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάστηκε κανένας ούτε για φαΐ, ούτε για κρεβάτι. Άναβαν φωτιές να ζεσταθούν και τραγουδούσαν. Η προκυμαία γέμισε φλόγα και τραγούδι.
»Αυτή τη νύχτα σηκώθηκαν οδοφράγματα µε πέτρες, βαρέλια, αραµπάδες, κάσες και άλλα. Κάθε δρόμος και Οδόφραγμα. Ο λαός αγρυπνούσε. Παντού.
»Εξημέρωναν τα Χριστούγεννα κι από παντού καταφτάνουν οι αγρότες του νησιού µε κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια.
Όλοι μαζώνονται στην προκυμαία και στα µπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.
»Απ᾽την αυγή άρχισαν πάλι τα χωνιά τη δουλειά τους. «Όλοι στα µπλόκια. Όλοι στο πόδι». Αρχίσαν να χτυπούν και καμπάνες. Όλοι περιμένουν. Ο καθένας πηγαίνει στη θέση του.
» Όλη τη μέρα η πόλη ήταν έρημη. Η μέρα πέρασε µε πολύ νευριασµό. Το κρύο τρυπούσε κόκαλο, ο κόσμος δίχως ρούχο, ξυπόλυτος, µισοχορτάτος, νηστικός, είναι αποφασισμένος για όλα.
Αργά το βράδυ, θάταν εφτά η ώρα, το μεγάλο πολεμικό ανέβασε σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους, οι μαύροι ετοιμάζονται πάλι να µπαρκάρουν: χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα µπλόκια µε αλαλαγμούς. Με γυμνωμένα σπαθιά κι ορθά πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ο λαός οι μαύροι κάνουν πίσω. Τα φώτα έσβησαν και το πλήθος καταλάγιασε.
Φυσά, βρέχει, κρύο και λάσπη. Οι κουρασμένοι ζητούν απάνεμο μέρος να ζεσταθούν Λίγο, να γείρουν. Πολλοί βολεύονται σε κοντινά σπίτια, σε κέντρα της προκυμαίας. Κείνη τη βραδιά κάπου στην προκυμαία, κεφαλοδεµένες αγρότισσες χορεύουν γύρω απ᾿ τη φωτιά το χορό του Ζαλόγγου «Έχετε για βρυσούλες…».
»Κοντεύουν μεσάνυχτα. Χωνιά, σάλπιγγες και καμπάνες. Οι μαύροι αρχίζουν στα πλοία μανούβρες. Μα δεν είναι τίποτα. Ο λαός αγρυπνά παντού. Την αυγή στις πέντε πάλι τα ίδια.
»Την άλλη μέρα και στις 27 οι μαύροι δεν έδειξαν καμιά διάθεση για απόβαση. Στις 25 το φορτηγό που ήταν πλευρισμένο στο εξωτερικό λιμάνι, βγήκε όξω στ’ ανοιχτά. ΄Άλλο ένα φορτηγό κι’ ένα αντιτορπιλικό έφυγαν. Την άλλη μέρα κατά το βράδυ έφυγαν κι άλλα καράβια. Απόμεινε ένα μονάχα φορτηγό κι’ ένα πολεμικό. Μαθεύτηκε πως ήρθανε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ κι ο Ἠντεν. Ο Ταξίαρχος περίμενε κι αυτός το τι θα γινόταν στην Αθήνα. Οι μέρες και οι νύχτες πέρασαν ήσυχες. Απ’ την προκυμαία όμως δεν έφυγε κανένας. ΄Όλοι έμειναν στις θέσεις τους. Μέρα και νύχτα.
Στις τέσσερις αυτές μέρες έγιναν πολλές διαδηλώσεις κι ο λαός ενέκρινε διάφορα ψηφίσματα. Στις 27 ο λαός απαίτησε να φύγει ο Νομάρχης. Ο κ. Κόντης όλες αυτές τις μέρες στάθηκε ξένος στον πόνο του Λαού. Απ᾽ τις 27 του μήνα, μέρα Τετάρτη, πήγε στη Νομαρχία το παλιό νομαρχιακό συμβούλιο.
Στις 25 ανακοινώθηκε επίσημα πως οι μαύροι δε θα πατούσαν πόδι στο νησί. Την είδηση τη δέχτηκε ο κόσμος µε χαρά.
Όλοι μαζεύτηκαν στο Δημαρχείο. Μίλησαν στο λαό: ο Γώγος, ο Αποστόλου, ο Φριλλίγος, ο Πιταούλης κι ο Χατζηπαυλής.
Την ίδια μέρα το μεσημέρι έγινε παρέλαση. Μπροστά η Ε.Α., ύστερα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο Εφεδρικός Ε/ΑΣ.
Απ᾽ τα ζήτω χαλά ο κόσμος! Ραίνουν τους αντάρτες µε λουλούδια. Πετούν καπέλα στον αέρα, φωνάζει ο κόσμος ζήτω και πάλι ξαναρχής. ΄Όλη η μέρα πέρασε µε χαρά και µε τραγούδια. Ο λαός γιόρταζε τη νίκη του».
Τις μέρες αυτές της εξέγερσης γράφτηκαν από τον Αγιασώτη λαϊκό ποιητή Στρατή Ανεζίνο και τα δυο παρακάτω, τραγούδια, που τραγουδούσε ο κόσμος µε μεγάλο ενθουσιασμό. Το πρώτο στο σκοπό του «Μπελ αμί» και το δεύτερο στο σκοπό του «Βάρκα γιαλό».
σε λεσβιακή διάλεκτο | σε ελεύθερη απόδοση |
Το πρώτο τραγούδι
«Του ΙΑΜ, του ΙΑΜ τσι γ’ ΙΠΟΝ | Το ΕΑΜ, το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ |
μας ανοίξαν τα μάτια λοιπόν | μας ανοίξαν τα μάτια λοιπόν |
τσ’ οτ’ να κάνιτι, ρε γκμπαρ | κι ό,τι κι αν κάνετε, ρε κουμπάροι |
δε μας βάζιτι σαμάρ | δε μας βάζετε σαμάρι |
στς ικλουγές θα μας βριτι απών | στις εκλογές θα μας βρείτε απόντες. |
Ρε Γιωργου βασλέ μας | Ρε Γιώργο, βασιλιά μας |
για ρίξι πρους τνι γη κουμάτ του βλέμας | για ρίξε προς τη γη λίγο το βλέμμα σου. |
Η βασλές του κλουτσιάρκου του μλάρ | Ο βασιλιάς, το κλοτσιάρικο το μουλάρι |
δε του πήρι ακόμα χαμπάρ | δεν το πήρε ακόμα χαμπάρι |
τς έςτσλι τουν Παπαντριγιά | κι έστειλε τον Παπαντριά (Παπανδρέου) |
τσι τς Αράπδις ντ γκουπριγιά | και τους Αράπηδες, την κοπριά, |
να μας βάλιν τσινούργιου σαμάρ. | να μας βάλουν καινούριο σαμάρι. |
Φουνιάδις φασίστις | Φονιάδες, φασίστες |
αγήτε μη σας στείλουμι στς ακσίστις. | Φευγάτε μη σας στείλουμε στ’ αγκάθια |
Μα κσπάσαν τα μλάρια | Μα ξεσπάσαν τα μουλάρια |
πιτάξαν απ τις κατίνις τα σαμάρια» | και πετάξαν απ’ τις πλάτες τα σαμάρια |
Και το δεύτερο
Κατ᾽ ἀγριγιαθρώπ μᾶς φέραν | Κάτι αγριάνθρωπους μας φέραν |
το εἴπαν νά τς γυµνάςιν θέλαν. | κι είπαν να τους γυμνάσουν θέλαν. |
Θέλαν νά μᾶς ξιγιλάσιν | Θέλαν να μας ξεγελάσουν |
τσί ςτού νύπνου νά μᾶς πιάςιν. | και στον ύπνο να μας πιάσουν. |
Νά μᾶς βάλιν τού ςαµάρ | Να μας βάλουν το σαμάρι |
πρίν τού πάρουµε χαμπάρ. | Πριν το πάρουμε χαμπάρι. |
Μό πους τς φέραν γιά ςαβούρα, | Μα μόλις τους φέραν για σαβούρα |
έ ντνη πήραμι ντ᾽ μαγκούρα. | ε τότε πήραμε τη μαγκούρα. |
Σάν ισκώςαμι τς µαχαίρις | Σαν σηκώσαμε τις μαχαίρες (σπαθιά) |
κάναν νά σνιφέριν µέρις. | κάνανε να συνεφέρουν (συνέλθουν) μέρες. |
Τσ ἆπ ντ ντριμούλα τσ ἀπ τού φόβου | Κι απ’ την τρεμούλα κι απ’ το φόβο |
ρίξαν τούν «᾿Αϊτό» στού µόλου. | ρίξανε τον «Αετό» στο μόλο. |
Πίςου πίςου τά σμαξώξαν | Πίσω – πίσω (στο τέλος) τα μαζέψανε |
τά χιςµένα τουν τσί κόψαν. | τα χεσμένα τους και κόψανε (φύγανε). |
Ἴμπαμι µές στά ςτραβά ςας | Μπήκαμε μες στα στραβά σας |
φάτι τόρα τά ςκατά ςας. | φάτε τώρα τα σκατά σας. |
Δημήτρης Μάντζαρης – emprosnet, Απόστολος Αποστόλου – “Μνήμες”, 1985
e-prologos.gr