Τρεις, τέσσερις, πέντε Ιεράρχες...

Οπως μας πληροφορεί αναλυτικά η πανεπιστημιακός Εφη Γαζή στο βιβλίο της «Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών» (Αθήνα 2004, εκδ. Νεφέλη), η θέσπιση της συγκεκριμένης «ημέρας της ελληνοχριστιανικής παιδείας», και κυρίως η κατά καιρούς ανάδειξή της σε κόμβο διάχυσης της αντίστοιχης κρατικής ιδεολογίας δεν υπήρξε καθόλου άσχετη με τις εσωτερικές συγκρούσεις που σημάδεψαν τη διαδρομή της νεοελληνικής κοινωνίας.

Ξεκίνησε το 1841 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε μια προσπάθειά του να κατευνάσει την απροκάλυπτη εχθρότητα της Εκκλησίας· διεκδικώντας τον έλεγχο των εκπαιδευτικών μηχανισμών του νεοσύστατου κράτους, η τελευταία συκοφαντούσε γαρ το αντίζηλο κοσμικό ίδρυμα σαν «κατάστημα όπου διδάσκεται η αθεΐα και η ασέβεια, όπου εξυβρίζονται τα θεία».

Ακολούθησε η αναζωπύρωσή της στον Μεσοπόλεμο, στο πλαίσιο της καταπολέμησης του κομμουνισμού (και της ανάγνωσης του χριστιανισμού σαν πρόδρομα εξισωτικού κινήματος), μέσω της προβολής των Τριών Ιεραρχών ως προασπιστών της ιδιοκτησίας – με τελική κατάληξη τη μετεμφυλιακή Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση και την αυτοεξευτελιστική παρωδία της επί χούντας.

Εξίσου διδακτική αποδεικνύεται μια βαθύτερη αναδρομή στον χρόνο. Ο κοινός εορτασμός των Τριών Ιεραρχών θεσπίστηκε τον 11ο αιώνα από τον Αλέξιο Κομνηνό, κατά τον μετασχηματισμό του Βυζαντίου σε τυπικά φεουδαρχική κοινωνία – μαζί με την καθυπόταξη των λογίων από την κεντρική πολιτικοεκκλησιαστική εξουσία και τη βίαιη εκκαθάριση του θρησκευτικού τοπίου από κάθε λογής αιρέσεις (οι επικεφαλής των οποίων καίγονταν ζωντανοί στον Ιππόδρομο της Βασιλεύουσας).

Στο πλαίσιο αυτού του εκσυγχρονισμού, άλλαξε και η εσωτερική σύνθεση της επίμαχης τριάδας: ενώ μέχρι τότε γινόταν λόγος για «Τρεις Καππαδόκες», συγγενείς ή συνεργάτες, ένας απ’ αυτούς –ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγόριος Νύσσης– παραχώρησε διακριτικά τη θέση του στον (παντελώς άσχετο) Χρυσόστομο.

Τον εξοβελισμό του δεύτερου Γρηγορίου, εξηγεί η κ. Γαζή, επέβαλε η αισθητή απόκλισή του από την καθυπόταξη της αρχαιοελληνικής σκέψης στα εκκλησιαστικά δόγματα, που χαρακτηρίζει το έργο των υπολοίπων: μεταξύ άλλων, αμφισβήτησε ακόμη και τον αμετάκλητο χαρακτήρα της «τελικής κρίσεως», ερμηνεύοντας τη θεία τιμωρία σαν θεραπευτικό (και όχι εξοντωτικό) μέτρο.

Ακόμη πιο ρηξικέλευθη υπήρξε η επιλογή του να αναδείξει ως ισότιμη συνομιλήτρια την «αδελφή και διδάσκαλό» του Μακρίνα, γνωστή σε μεταγενέστερους θεολόγους ως «η Τέταρτη Καππαδόκισσα».

Ο αδελφός τους Μέγας Βασίλειος, απεναντίας, την αγνοεί ολοκληρωτικά – υποδεικνύοντας, διά της σιωπής του, τη θέση των γυναικών στο μελλοντικό «ελληνοχριστιανικό» οικοδόμημα.

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το