Από τότε που το κορμί της άρχισε να γέρνει και να βλέπει μόνο το δρόμο και το πάτωμα, ένοιωθε όλο και πιο μόνη. Έβλεπε μόνο πόδια να περπατούν βιαστικά. Συνήθως τα πόδια έφευγαν, δεν ερχόντουσαν. Τα κορμιά που γέρνουν, έχουν στα μάτια δυο σύννεφα. Όλα θολά. Ακόμα και οι λιακάδες μοιάζουν συννεφιές και προμηνύουν καταιγίδες.
Απέφευγε πάντως να κλάψει γιατί ο γιατρός της είπε πως με το κλάμα, πυκνώνουν τα σύννεφα. Έπειτα, ήταν τόσο βαθιές οι ρυτίδες στο πρόσωπο, που τα δάκρυα δεν μπορούσαν να κυλήσουν. Στέγνωναν εκεί και γινόντουσαν αλάτι. Ένα πρόσωπο γεμάτο αλυκές. Άσε που το κλάμα δεν ωφελούσε σε τίποτα. Όταν κλαίει ένα μωρό, όλοι προσπαθούν να μαντέψουν. Πεινά, πονά, κρυώνει, φοβάται, κατουρήθηκε. Για τα κορμιά που γέρνουν, κανένας δεν θέλει να μαντέψει το κλάμα τους. Πεινά, πονά, κρυώνει, φοβάται, κατουρήθηκε κι επιπλέον ντρέπεται. Τις σπάνιες φορές που κάποιος τη ρωτούσε ανόρεχτα, “τι έχεις;” απαντούσε, “τίποτα”. Και στα ράφια που φτάνει, δεν έχει μείνει τίποτα. Να τεντώσει τα χέρια πιο πάνω δεν μπορεί. Να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών, ούτε λόγος.
Μα κι εκεί, αν βλέπει καλά μέσα απ’ τα σύννεφα, πάλι δεν έχει μείνει τίποτα. Της ήρθε να γελάσει. Να κρατάς τις πέντε δεκάρες της σύνταξης και να μην υπάρχει τίποτα. Όταν μπήκε στο μαγαζί, μια υπάλληλος τη ρώτησε αυστηρά, “γιατί δεν φοράτε μάσκα;”Φοράω, της είπε κι έδειξε, χαμογελώντας, τα δόντια της. Η υπάλληλος γύρισε το κεφάλι με μια έκφραση αηδίας. Μα γιατί; Αφού αυτό τη ρώτησε.”Καλά, δεν βλέπετε ότι όλοι φοράνε μάσκα;” Δεν της είπε πως έχει γείρει τόσο που βλέπει μόνο πόδια. Κι έπειτα πήγε για ψώνια. Όχι σε αποκριάτικο πάρτυ.
Προχώρησε πιο πέρα. Έψαχνε ένα σακούλι ρύζι. Να μπορούσε τουλάχιστον να βρει ένα σακούλι ρύζι. Σ’ αυτό το ράφι έφτανε μα είχε μόνο σκούπες και σκουπόξυλα. Γέλασε σιγανά μόνη της. “Μ’ αυτή την καμπούρα” σκέφτηκε “κι ένα σκουπόξυλο, θα γινόμουν ωραία μάγισσα”. Πήγε να πνιγεί απ’ τα γέλιο και παραλίγο να βήξει. Σταμάτησε και κατάπιε, τρομαγμένη, το γέλιο και το βήχα της. Είχε ακούσει πως αυτή την εποχή, όποιον γέρο βήχει, τον κλείνουν ζωντανό σε νεκροθάλαμο. Προχώρησε στην έξοδο. “Καλή σας νύχτα” είπε. “Να είχα βρει τουλάχιστον ένα σακούλι ρύζι”. Κανένας δεν της απάντησε.
(Ο τίτλος είναι στίχος απ’ το ποίημα ‘Γηρατειά’ του Βύρωνα Λεοντάρη.
Η φωτογραφία απ’ τον τοίχο της Juliette Georgiades
Η ιστορία βασισμένη στη δήλωση του Άγγλου κυβερνητικού , πως η ανοσία αγέλης θα σημάνει γλυκό θάνατο για τους γέροντες.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr