Προβληματισμός σχετικά με την τηλεκπαίδευση που συνεχίζεται και το 2021, με αφορμή την πρώτη σχετική καταγγελία συλλόγων σπουδαστών και σπουδαστριών του καλλιτεχνικού χώρου.

Μόλις την πρώτη εβδομάδα του 2021 κυκλοφόρησε στον Τύπο και στα κοινωνικά δίκτυα ένα εκτεταμένο κείμενο από συλλόγους σπουδαστών και σπουδαστριών που εμπεριείχε καταγγελία για την τηλε-εκπαίδευση. Το βασικό μήνυμα του κειμένου ήταν «δεν θέλουμε να γίνουμε καλλιτέχνες του Ζoom» και οι σπουδαστές ανήκαν στους συλλόγους της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, καθώς και στο Σωματείο Σπουδαστών Δραματικής Σχολής ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Οι νέοι και οι νέες ζητούσαν επιστροφή στους χώρους των Σχολών τους (προφανώς με ασφάλεια), προκειμένου να εκπαιδευτούν επαρκώς, ζητούσαν ακόμη και αναπλήρωση όλων των μαθημάτων, ακόμη και εκείνων που είχαν διδαχτεί διαδικτυακά.

Επισημαίνω ότι οι μέλλοντες καλλιτέχνες, ηθοποιοί και χορευτές, συνέταξαν το πρώτο και πραγματικά πρωτοποριακό κείμενο μετά από δέκα και πλέον μήνες πανδημίας, το οποίο δεν διεκδικούσε απλώς ασφάλεια και προστασία από τις συνέπειες της πανδημίας, αλλά διατύπωνε με ρητό τρόπο ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν τους παρέχει σε καμιά περίπτωση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που έχουν ανάγκη και επίσης εξέφραζαν την άρνησή τους να την αποδεχτούν. Ενδεχομένως ο ιδιαίτερος ρόλος του σώματος στην εκπαίδευση των μελλοντικών ηθοποιών και χορευτών, πιθανόν η ιδιαίτερη ευαισθησία των νέων αυτών που επιθυμούν να υπηρετήσουν αυτές τις τέχνες να είναι οι αιτίες για αυτήν την ευχάριστη έκπληξη. Ας κρατήσουμε τη χαρά που μας έδωσαν!

Ας προβληματιστούμε όμως για τους λόγους, για τους οποίους τόσοι φοιτητικοί σύλλογοι, μαθητικές πρωτοβουλίες, σύλλογοι γονέων, συνδικαλιστικές ομοσπονδίες εκπαιδευτικών (για να μην αναφερθούμε στους συνδικαλιστικούς φορείς των πανεπιστημιακών καθηγητών) δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να αρθρώσουν ένα στοιχειωδώς λειτουργικό λόγο για την τηλε-λειτουργία των σχολείων και των πανεπιστημίων στη χώρα, που είναι από τις πλέον μακροχρόνιες τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξαιρέσεις από αγωνιστές εκπαιδευτικούς ή από μεμονωμένους στοχαστές υπάρχουν, αλλά σε γενικό επίπεδο δεν εκφέρθηκε έστω και μειοψηφικά στην κοινωνία μας το «Ανοίξτε τα σχολεία, ανοίξτε τα πανεπιστήμια!». Και αυτό δεν είναι λόγος για να περηφανευόμαστε, ιδιαίτερα όσοι και όσες θεωρούμε ότι διεκδικούμε ένα καλύτερο μέλλον για τη νέα γενιά και για τη χώρα.

Η εφεκτική στάση της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης και η κατ’ ουσίαν αποδοχή της υγειονομικής διαχείρισης αποτελεί την αντανάκλαση της κυβερνητικής διαχείρισης. Η κυβέρνηση έχει αποδεχτεί, παρά τα αντιθέτως εξαγγελλόμενα και τις φτηνές επιδείξεις ευαισθησίας, ότι νεκροί θα υπάρξουν αναπόφευκτα, ότι οι ευπαθείς δεν θα λάβουν την ειδική προστασία που χρειάζονται, ότι η ιχνηλάτηση των κρουσμάτων σταμάτησε, ότι τα εμβόλια θα είναι λίγα, και κατά συνέπεια ότι από τον παιδικό σταθμό μέχρι το πανεπιστήμιο ο υπολογιστής ή το τάμπλετ ή το κινητό ή το τίποτα θα αντικαταστήσει την πραγματική διδακτική πράξη που είναι σχέση μεταξύ ζωντανών ανθρώπων στο χώρο και στο χρόνο. Επί τη ευκαιρία, ο κυβερνητικός λόγος θα μοιράζει και απειλές για τους απείθαρχους, ειρωνεία για τους «ψεκασμένους», τρομοκρατία για όσους τολμούν να εγείρουν αντιρρήσεις.

Και ποια η απάντηση όσων αμφισβητούν τα παραπάνω; Στην αρχή κυκλοφόρησε το ευφάνταστο «θα λογαριαστούμε μετά», το οποίο γρήγορα αποσύρθηκε, διότι φάνηκε ότι το «μετά» αργεί ή ότι το έκτακτο θα εγκατασταθεί ως «νέα κανονικότητα» και τώρα και μετά. Στη συνέχεια, αρθρώθηκε ένας διεκδικητικός λόγος του τύπου π.χ. «περισσότερες ΜΕΘ, διορισμοί καθηγητών, αγορά υπολογιστών για τις οικογένειες που δεν έχουν». Αυτού του τύπου τα αιτήματα αγνοούν (ή υποβαθμίζουν) το ότι η πανδημία αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία «επανεκκίνησης» της παγκόσμιας οικονομίας για την υπέρβαση της κρίσης της, καθώς και το ότι συστατικά στοιχεία αυτής της επανεκκίνησης είναι αφενός η τηλε-λειτουργία (εργασία, εκπαίδευση), αφετέρου η κατάργηση του δημόσιου χώρου. Τέτοιου τύπου αιτήματα, επίσης, αν και δεν είναι κατ’ ανάγκη λανθασμένα, δεν αναπτύσσουν κανένα προβληματισμό για το αν θα ήταν εφικτή μια άλλη ζωή εντός της πανδημίας. Σίγουρα είναι αιτήματα διατυπωμένα για κάποιο επέκεινα. Όμως, η πανδημία έχει διάρκεια. Και η επιτακτική ανάγκη είναι αφενός να οργανωθεί η ζωή εντός και κατά τη διάρκεια αυτής, αφετέρου να αμφισβητηθεί η τηλε-ζωή που θέλει να επιβάλει η καπιταλιστική «επανεκκίνηση».

Για παράδειγμα, δεν προτάθηκε από τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας η λειτουργία των σχολείων σε βάρδιες (πρωί / απόγευμα), πρακτική πολύ συχνή στα σχολεία των μεγάλων πόλεων μέχρι τη δεκαετία του 1980. Και βέβαια, το Υπουργείο θα σκέφτηκε τα πρόσθετα έξοδα μιας τέτοιας λειτουργίας! Οι εκπαιδευτικοί όμως τι φοβήθηκαν; Την απώλεια μιας κανονικότητας; Προτίμησαν την κανονικότητα του webex;

Δεν προτάθηκε από τους πανεπιστημιακούς καθηγητές η δια ζώσης παρουσία είκοσι φοιτητών στο αμφιθέατρο με εναλλαγή κάθε εβδομάδα (και οι υπόλοιποι σε live streaming), πρακτική που ακολουθήθηκε π.χ. στην Ιταλία. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές είναι έτσι κι αλλιώς συνηθισμένοι (και πολλοί από αυτούς ευχαριστημένοι) με την τηλε-εκπαίδευση και την παράλληλη με αυτήν ιδιωτικοποίηση μεταπτυχιακών κυρίως προγραμμάτων, που έχει ήδη από χρόνια ξεκινήσει και βέβαια μετά την πανδημία νομιμοποιήθηκε πλήρως. Η σύνδεση της εξ αποστάσεως διδασκαλίας και της ιδιωτικοποίησης στα πανεπιστήμια, ενώ δεν είναι εκ πρώτης όψεως προφανής, αποτελεί την προοπτική για το επόμενο διάστημα: οι ισχυρές σχολές και τα αντίστοιχα επιστημονικά αντικείμενα (π.χ. ιατρικές, νομικές) θα επιστρέψουν στην δια ζώσης λειτουργία, ενώ οι μαζικές σχολές θεωρητικών κυρίως αντικειμένων θα παραμείνουν με εξ αποστάσεως προγράμματα «χαμηλού» κόστους. Είναι απορίας άξιο γιατί οι κινήσεις του τελευταίου διαστήματος εναντίον της πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν συνδέουν την καταστολή με την διάλυση του πανεπιστημίου ως κοινωνικού χώρου που πραγματοποιεί η τηλε-εκπαίδευση. Δεν προβληματίζεται κανείς με το ότι πρώτα θα μπει η αστυνομία στα πανεπιστήμια και μετά οι φοιτητές;

Η αφωνία ενώπιον της τηλε-διδασκαλίας ενισχύθηκε περαιτέρω και από την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία δημόσιας επιστημονικής γνώμης για τις συνέπειες της παρατεταμένης απουσίας από το σχολείο για τα παιδιά και τους εφήβους, η οποία λειτουργεί σωρευτικά στις συνέπειες του αναγκαστικού εγκλεισμού. Ενώ έχουμε γίνει όλοι ερασιτέχνες ιολόγοι και φαρμακολόγοι, οι παιδαγωγοί και οι ψυχολόγοι (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) τήρησαν αιδήμονα σιωπή. Αλήθεια, αυτοί δεν λαμβάνουν τα μηνύματα που λαμβάνουμε όλοι από το κοινωνικό μας περιβάλλον; Παιδάκια τριών και τεσσάρων ετών που αρνούνται να βγουν από το σπίτι επειδή φοβούνται; Έφηβοι που δεν τσακώνονται πια, δεν διεκδικούν αλλά «καίγονται» στον «ελεύθερο» χρόνο τους στα κινητά, αφού τώρα πια είναι ελεύθερη η χρήση και η κατάχρησή τους, ενώ μέχρι πέρσι έπαιρναν αποβολή από το σχολείο, εάν τους έπιαναν με ανοιχτό κινητό; Φοιτητές που νιώθουν την ματαίωση όποιας προσπάθειας κατέβαλαν ως τώρα και της όποιας στόχευαν να καταβάλουν στη συνέχεια; Οι συνέπειες της απώλειας σχολικών και ακαδημαϊκών ετών θα είναι όχι μόνο βραχυπρόθεσμες, αλλά κυρίως μακροπρόθεσμες τόσο σε ψυχολογικό, κοινωνικό, μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, όσο και σε έτη ζωής προοπτικά.

Νομίζουν ίσως οι ειδικοί επιστήμονες ή οι επαγγελλόμενοι κάποια κοινωνική αλλαγή ότι για αυτές τις γενιές έχει σημασία κάποιο «μετά»; Ποια γενιά μπορεί να επενδύει σε κάποιο «μετά», όταν το «τώρα» της δεν υπάρχει; Η γενιά της Κατοχής, η οποία είναι πραγματικά συγκρίσιμη με τη σύγχρονη νέα γενιά, είδε τα σχολεία να κλείνουν, τον θάνατο και την πείνα δίπλα της και οργανώθηκε για να αντισταθεί. Δεν κρύφτηκε.

Η νέα γενιά της εποχής μας, άχρηστα υπερπροστατευμένη απέναντι σε μια διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική, οικονομική και προσφάτως επιδημιολογική κρίση, αργά ή γρήγορα θα σταματήσει να κρύβεται. Και μάλλον δεν θα θυμάται ποιος ήταν στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση, αλλά ποιοι από τους δασκάλους της βρίσκονταν δίπλα της. Δια ζώσης.

Γιάννα Γιαννουλοπούλου,

Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

πηγή: kosmodromio

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το