Ηχηρό «χαστούκι» για την κυβέρνηση και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αποτελεί η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής σχετικά με το προς ψήφιση νομοσχέδιο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων.
Αφού οι συντάκτες του κειμένου περιγράφουν συνοπτικά τα 23 άρθρα του σχεδίου νόμου, τονίζουν πως το δικαίωµα του συνέρχεσθαι προστατεύεται τόσο από το άρθρο 11 του ελληνικού Συντάγµατος όσο και από το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΣΑ), το άρθρο 12 του Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), το άρθρο 21 του Διεθνούς Συµφώνου για τα ατοµικά και τα πολιτικά δικαιώµατα (ΔΣΑΠΔ) και από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Για την υποχρέωση γνωστοποίησης και τον διοργανωτή
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 3 (παρ. 1 και 2) για την θέσπιση της υποχρέωσης γνωστοποίησης της συγκέντρωσης, παρά το υφιστάμενο και συμβατό με το συνταγματικό πλαίσιο καθεστώς, τονίζεται ότι µη γνωστοποίηση δεν µπορεί να αποτελεί νόµιµο έρεισµα για τη διάλυσή της.
Όπως διευκρινίζεται σχετικά, η παράλειψη γνωστοποίησης δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της συνάθροισης και οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις, χωρίς προηγούμενη άδεια, απολαύουν συνταγματικής προστασίας και δεν μπορούν να διαλυθούν με το πρόσχημα της μη γνωστοποίησης.
Αχρείαστο θεωρούν οι συντάκτες της έκθεσης και τον ορισμό του διοργανωτή -ο οποίος θα φέρει και νομικές ευθύνες- ως «υπεύθυνο της συνάθροισης», αφού αφενός η διαφύλαξη της δηµόσιας τάξης και των αγαθών των πολιτών αποτελεί συνταγµατική υποχρέωση του κράτους και αφετέρου το δικαίωµα του συνέρχεσθαι αποτελεί ατοµικό δικαίωµα και δεν τελεί υπό τη διαχειριστική εξουσία ορισµένων προσώπων στα οποία ο νόµος προσδίδει την ιδιότητα του οργανωτή.
Άλλωστε, ένα κάλεσμα µπορεί να απευθυνθεί εκ παραλλήλου από πολλούς φορείς και σε ευρύτατο κύκλο προσώπων, χωρίς να συνεπάγονται αναγκαία και ανάληψη γενικής οργανωτικής ευθύνης ούτε, πολύ λιγότερο, καθοδήγηση της όλης συνάθροισης. «Αντίστοιχα, η άσκηση του δικαιώµατος συνάθροισης δεν εξαρτάται από την αναγκαία αναγνώριση στον προσκαλούντα αντίστοιχων γενικών οργανωτικών ή καθοδηγητικών εξουσιών».
Στην έκθεση υπενθυμίζεται πως η Επιτροπή της Βενετίας του Συµβουλίου της Ευρώπης και το Γραφείο Δηµοκρατικών Θεσµών του ΟΑΣΕ στις «Κατευθυντήριες Γραµµές για την ελευθερία ειρηνικής συνάθροισης» αναφέρουν σχετικά: «οι οργανωτές και οι επιµελητές (…) δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για την παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων τους, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι ατοµικά υπεύθυνοι, π.χ. ζηµία περιουσιακών αγαθών ή διατάραξη ή βίαιες πράξεις που προκαλούνται από συµµετέχοντες στη συνάθροιση ή θεατές που ενεργούν ανεξάρτητα. Η ευθύνη εκ µέρους των οργανωτών ή επιµελητών υφίσταται µόνον εφόσον έχουν προσωπικά και εσκεµµένα υποκινήσει, προκαλέσει ή συµµετάσχει σε πραγµατική ζηµία ή διατάραξη (…).
»Αν µια συνάθροιση εξελιχθεί σε σοβαρή δηµόσια διατάραξη, είναι ευθύνη του Κράτους, όχι του οργανωτή, εκπροσώπου ή επιµελητή της συνάθροισης, να περιορίσει τη ζηµία που προκαλείται. Οι οργανωτές και οι εκπρόσωποι της συνάθροισης δεν πρέπει σε καµία περίπτωση να υποχρεούνται να πληρώνουν για ζηµιές που προκλήθηκαν από άλλους συµµετέχοντες σε µια συνάθροιση (εκτός εάν τις υποκίνησαν ή άλλως τις προκάλεσαν άµεσα)».
Σε κάθε περίπτωση, για λόγους ασφάλειας δικαίου, η έκθεση κρίνει σκόπιμη την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 13 και την αναδιατύπωση της φράσης «και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα µέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζηµίας, σύµφωνα µε το
άρθρο 4» ως εξής: «και αποδεικνύει ότι έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές αναφέρονται περιοριστικά στα στοιχεία α, β και γ του άρθρου 4».
Για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων
Επίσης, ξεκαθαρίζεται πως η απαγόρευση δηµόσιας συνάθροισης πρέπει να αιτιολογείται βάσει σοβαρού κινδύνου, ενώ δεν είναι ανεκτή, αν οι επικείµενοι κίνδυνοι µπορούν να αποτραπούν µε άλλα, ηπιότερα, µέσα, η µη τήρηση των οποίων µπορεί να οδηγήσει σε διάλυση της συνάθροισης
Άλλωστε, όπως διαβάζουμε, εκ της συνταγµατικής προστασίας της οποίας απολαύει η ελευθερία του συνέρχεσθαι, προκύπτει ότι η απαγόρευση αποτελεί το έσχατο µέτρο που λαµβάνεται, δηλαδή, μόνο όταν δεν µπορούν να επιβληθούν άλλα µέτρα για να ασκηθεί το δικαίωμα διαφορετικά.
Παράλληλα, συγκρίνοντας το επίμαχο άρθρο 7 του νέου νομοσχεδίου με το άρθρο 11 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγµατος που προβλέπει αρµοδιότητα υπέρ των αστυνοµικών αρχών για την απαγόρευση δηµόσιας υπαίθριας συνάθροισης, παρατηρείται, ότι το πρώτο αναφέρει και έναν τρίτο λόγο, ο οποίος αφορά τη διάλυση της λεγόµενης «αντιδιαδήλωσης».
Όμως, «το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι το Κράτος έχει θετική υποχρέωση να προστατεύσει την ελευθερία του συνέρχεσθαι αµφότερων των οµάδων διαδηλωτών, και πρέπει να επιλέγει τα λιγότερα επαχθή µέσα τα οποία δύνανται επί της αρχής να επιτρέπουν και στις δύο (αντιτιθέµενες) συναθροίσεις να λάβουν χώρα (ΕΔΔΑ, Fáber κατά Ουγγαρίας, παρ. 43). Εποµένως, µόνη η πιθανότητα σύγκρουσης, δεν µπορεί να ακυρώσει το δικαίωµα της συνάθροισης. Ωστόσο, όταν υφίσταται σοβαρή απειλή βίαιης «αντιδιαδήλωσης», το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη λήψη πρόσθετων µέτρων, προκειµένου να επιτραπεί στις συναθροίσεις να λάβουν χώρα χωρίς αναταραχές».
Τέλος, κρίθηκε ότι η άνευ όρων απαγόρευση «αντιδιαδηλώσεων» συνιστά ιδιαίτερα επαχθές µέτρο, που απαιτεί συγκεκριµένη αιτιολόγηση, ιδίως όταν η συνάθροιση σχετίζεται µε ζήτηµα δηµοσίου συµφέροντος.
Όλη η έκθεση έχει ως εξής
πηγή: efsyn
e-prologos.gr