Τόπος εξορίας για χιλιάδες κομμουνιστές στα χρόνια του Βενιζέλου, του Μεταξά, της ναζιστικής κατοχής αλλά και του εμφυλίου ο Αη Στράτης πέρασε και πολλές γιορτές Χριστουγέννων.
Την περίοδο του 1935- 1942 Έλληνες συνδικαλιστές, κομμουνιστές και σοσιαλιστές, ταξινομούνταν ως “δημόσιοι κίνδυνοι” και στέλλονταν σε εξορίες μέσα στη χώρα. Περισσότερα από 40 νησιά μετατράπηκαν σε τόπους εξορίας.
Ανάμεσα σε αυτά και Ο ΑΗ-ΣΤΡΑΤΗΣ, ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ.

Χριστούγεννα του 1935 στον Αη Στρατη. Εξόριστοι. Στη πρώτη σειρά οι Κώστας Βάρναλης, Δημήτρης Γληνός, Χρήστος Κανάκης
Η Μαράσλειος Σχολή που άλλοτε χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα του Λόχου Χωροφυλακής στον Αη Στράτη. 
Η δύναμη της Χωροφυλακής για τη φύλαξη των εξορίστων στο νησί είχε φθάσει και τους 300 άνδρες ενώ υπήρχε και Τμήμα Ασφαλείας.

Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας υπολογίζεται ότι συνελήφθησαν 50 έως 80 χιλιάδες άνθρωποι. Στις παραμονές της κατοχής υπήρχαν περίπου 2.000 εξόριστοι στα νησιά και 600 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ακροναυπλίας. Να σημειωθεί πως ενώ ένας οποιοσδήποτε κρατούμενος απελευθερωνόταν στο τέλος της ποινής του, ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης των πολιτικών κρατουμένων κι εξόριστων ήταν να υπογράψουν “δήλωση μετανοίας”. “Αυτές οι δηλώσεις ήταν κατ’ ουσία αποκήρυξη του κομμουνισμού και εμπεριείχαν την κατονομασία άλλων, ημερομηνίες και περιγραφές βασικών στελεχών της οργάνωσης, καθώς και δεσμών με οργανώσεις εκτός κόμματος, όπως οι συνδικαλιστικές ενώσεις. Ασκούνταν ψυχολογικές και σωματικές πιέσεις, που συχνά είχαν τη μορφή βασανιστηρίων, στους κρατούμενους για να υπογράψουν και να δώσουν πληροφορίες για άλλους υπόπτους συμμετοχής σε κομμουνιστικές ή αριστερές ενέργειες.
Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας καθώς επίσης και οι εξόριστοι του Χρισούγεννα  και της Ανάφης θα παραδοθούν στις γερμανοϊταλικές κατοχικές αρχές.
Eνώ οι εξόριστοι της Ανάφης κατόρθωσαν σταδιακά να διαφύγουν, εκείνοι του Αη-Στράτη, που αριθμούσαν περί τους 250, περισσότερο απομονωμένοι και με αυστηρότερα μέτρα επιτήρησης, εγκλωβίστηκαν στο νησί και υπέφεραν τα πάνδεινα. Στις 26 Απρίλη 1941, δύο μέρες πριν την παράδοση του στρατόπεδου από την ελληνική χωροφυλακή στο γερμανικό στρατό, οι εξόριστοι ξεσηκώθηκαν και κατά τη διάρκεια συμπλοκής με τους χωροφύλακες δέχτηκαν πυροβολισμούς και τρεις από αυτούς έπεσαν νεκροί. Στις 28 Απρίλη αποβιβάστηκε και κατέλαβε το νησί γερμανική φρουρά. Για τα επόμενα δυο χρόνια (1941-42) επιβλήθηκε περιορισμός κι απομόνωση των εξόριστων μέσα στο αναρρωτήριο και διάφορα σπίτια του χωριού. Σαράντα από αυτούς πέθαναν από ασιτία και άλλοι από φυματίωση. Τάφηκαν στην κορυφή του λόφου του Αγ. Μηνά. Είκοσι επίσης από τους εξόριστους του Άη-Στράτη που μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτελέστηκαν ως όμηροι. Τη νύχτα της 17ης Ιούνη 1943 οι εξήντα επιζήζαντες εξόριστοι που είχαν απομείνει στο νησί δραπέτευσαν και κατέφυγαν στην Χαλκιδική με την βοήθεια μιας ομάδας του ΕΛΑΝ παίρνοντας μαζί τους αιχμαλώτους και τους άνδρες της φρουράς τους.

Σκίτσο που αναπαριστά μια από τις νυχτερινές πλημμύρες που σάρωσαν το στρατόπεδο των εξόριστων στον Άη-Στράτη. Πάνω από τα αντίσκηνα, η σκοπιά του Αγ. Μηνά και ο τάφος των νεκρών εξόριστων της κατοχής.
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη δίνονται μέσα από τις μαρτυρίες του Κώστα Βάρναλη και του Γιώργου Φαρσακίδη.
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη δίνονται μέσα από τις μαρτυρίες του Κώστα Βάρναλη και του Γιώργου Φαρσακίδη.
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη δίνονται μέσα από τις μαρτυρίες του Κώστα Βάρναλη και του Γιώργου Φαρσακίδη.Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη δίνονται μέσα από τις μαρτυρίες του Κώστα Βάρναλη και του Γιώργου Φαρσακίδη.
Ο Κ. Βάρναλης βρέθηκε εξόριστος στον Αη Στράτη το διάστημα Οκτώβρη-Δεκέμβρη του 1935.Ο Γ. Φαρσακίδης εκτοπίστηκε στον Αη Στράτη κατά τη μεταβαρκιζιανή περίοδο (1948-49 και 1950-61)ΑΗ – ΣΤΡΑΤΗΣ. ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ κ. Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΘυμώσανε τα ποτάμια της Β. Ελλάδας. Κάμποι και πολιτείες γενήκανε θάλασσα. Φωνάζουν οι ναυαγοί:― Βοήθεια!Το κράτος ακούει, αλλά γυρίζει από τ’ άλλο πλευρό. Ασχολείται με τα υψηλά και μεγάλα. Έλληνες φωνάζουν. Δεν είναι ξένοι να διατάζουν!… Και τα νερά, τι να κάνουν; Αποσύρονται μοναχά τους!Φωνάζουν, λοιπόν, οι Έλληνες. Αλλά φωνάζουν κ’ οι μη Έλληνες; Οι εξόριστοι τ’ Αη Στράτη; Ναυαγοί κι αυτοί! Με ποιο δικαίωμα!― Βοήθεια! Πνιγήκαμε.Και βέβαια πνιγήκανε. Υπάρχει ο κατακλυσμός του Νώε. Που βαστάει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Τα χώματα γίνοντα πηλός, τα μαύρα καλντερίμια γλύστρες. Τα δέντρα σαπίζουνε. Τα σπίτια λιώνουνε! Και το ξεροπόταμο, που αρχίζει από το Μετόχι και κατηφοράει κατά τη θάλασσα, γίνεται Ρίο Γκράντε και παρασύρει και τα ριζιμιά λιθάρια. Που ν’ ανθέξουνε τα χάρτινα τσαντήρια, όπου τους στεγάζει ο «δυτικός» ανθρωπισμός του «πατρικού» μας κράτους!Όποιος δε γνώρισε τη βροχή του Αη Στράτη δεν ξέρει τι θα πει θάνατος. Όλα κι όλοι μουσκεύουνε. Οι γεροί αρρωσταίνουν, οι άρρωστοι πεθαίνουν. Το πέλαγο λυσσομανά. Βαπόρι και πλεούμενο δε ζυγώνει. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Μόνον η Κιβωτός του Νώε θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτήν την οργή του Θεού! «Και εγένετο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της γης και επήρε την Κιβωτόν και υψώθη από της γης… Και απέθανε πάσα σαρξ κινούμενη… και πας άνθρωπος…»…Πώς ν’ ανθέξουνε σ’ αυτόν τον κατακλυσμό τα χάρτινα τσαντήρια των εξορίστων; Τα «επαίρει» το νερό και τα εκσφενδονίζει στον απύθμενον πόντον! Και μαζί με τα τσαντήρια «επαίρει» και τα ξυλοκρέβατα, τις κουβέρτες, τα παλτά τους, τα βιολιά τους. Και την ελπίδα. «Μια ελπίδα σωτηρίας των απελπισμένων: να μην ελπίζουνε καμιά σωτηρία»!Δεν είναι σήμερα. Δεν είναι χτες. Χρόνια πολλά, εικοσιπέντε χρόνια, χρησιμοποιείται το ξερόνησο για τόπος «περισυλλογής» των πολιτικών αντιπάλων του κράτους. Και κάθε χρόνο με την ίδια μαθηματικήν ακρίβεια, τέτιον καιρό, πνίγονται με τον ίδιο τρόπο οι ίδιοι ά ν θ ρ ω π ο ι ― παρντόν δια την φράσιν! Και το Κράτος ανακουφίζεται. Η Φύσις έρχεται προς βοήθειάν του! Εκτελεί αυτή ό,τι επιθυμεί το Κράτος: αραιώνει το μπουλούκι των… αμαρτωλών!Ο κατακλυσμός του Νώε έγινε το καλοκαίρι και μόνο μια φορά. Ο κατακλυσμός του Αη Στράτη γίνεται χειμώνα και κάθε χρόνο. Άρα τους ναυαγούς δεν τους πολεμάει μονάχα το νερό παρά κι ο χιονιάς. Κάθε χρόνο! Όλοι τους είναι άρρωστοι και τριάντα του θανατά. Και κάθε χρόνο ζητάνε «βοήθεια»! Να τους στείλει το Κράτος τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και να τους επιτρέπει να καταφύγουνε σε σπίτια του χωριού. Και κάθε χρόνο το Κράτος «μελετά»!… Και ξέρετε τι ’ναι τα σπίτια; Κόσκινα. Η βροχή μπαίνει, αλλ’ επιτέλους δεν πνίγει. Ο χιονιάς μπαίνει, αλλ’ όχι ολάκερος…Τέτοια ζητήματα δεν «χρήζουν μελέτης». Ολίγη ανθρωπιά και ντροπή χρειάζεται.Αυγή, 29 του Γενάρη 1955Γιώργος Φαρσακίδης. Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη ΣτράτηΟ χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη. Το νησί καταμεσίς του πελάγου δέρνεται απ’ όλους τους αέρηδες. Το μπουγάζι από τη Μαύρη Θάλασσα φέρνει το χιονιά, μουδιάζει τη ζωή στο νησί. Με τις μεγάλες κακοκαιρίες θεόρατα κύματα σπάνε μουγκρίζοντας, σκεπάζουν τ’ απότομα βράχια με άχνη υδάτινη κι ο αχός τους, μούγκρισμα θεριών, αντιλαλεί καμιά φορά για μερόνυχτα, ως πέρα στις ρεματιές του στρατοπέδου.Όσα μέτρα κι αν πάρεις, το πανί, το περιτοίχισμα, το μαγκαλάκι, ελάχιστα προστατεύουν από το κρύο. Τις νύχτες με παγωνιά, στριφογυρίζεις μες στα στρωσίδια, να βολευτείς να μη σε βρίσκουν οι στάλες του χιονόνερου, οι παγωμένες ριπές του αέρα.Κι αλίμονο τέτοια νύχτα αν δεν αντέξουνε, το σαπισμένο καραβόπανο, ο «ορθοστάτης» τ’ αντίσκηνου, αν έχουν μποσκάρει οι πάσσαλοι. Αλίμονο σ’ όποιους άγρια μεσάνυχτα βρεθούν με γκρεμισμένη σκηνή, κάτω απ’ το χειμωνιάτικο ουρανό.Λίγο πριν τη δικτατορία της Χούντας, είχαμε στρώσει κουβέντα με φίλους για το «πώς νιώθεις την ευτυχία»! Και θυμάμαι πως κάπως παράδοξα τους φάνηκαν τα λόγια μου. Χτες νύχτα, τους είχα πει, με μισοξύπνησε η βροχή κι είχα απλώσει το χέρι, να δω αν στάζει κι αν μούσκεψαν οι κουβέρτες. Μην το πάει για πλημμύρα, ήταν το πρώτο που πέρασε απ’ το νου μου. Να τρέξουμε να γλιτώσουμε ρούχα και σκηνικά, μην παρασύρει και πάλι ο χείμαρρος τ’ αντίσκηνα του Θεάτρου.Κι όταν κατάλαβα τελικά πως βρίσκομαι κάτω από στέγη, πως μπορούσα να ξανατυλιχτώ στη ζεστασιά της κουβέρτας ως το πρωί, σκέφτηκα τότε πως η ζωή είναι, μα παραείναι ωραία!


Γ. Φαρσακίδη: ΤΟΠΟΙ ΕΞΟΡΙΑΣ, στρατόπεδα πολιτικών εξορίστων 1948-1972, Μακρόνησος, Αη Στράτης, Γυάρος – Λέρος
Ο Αη Στράτης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σαν τόπος εξορίας το 1929. Χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες αγωνιστές θα ακολουθήσουν για πολλά χρόνια.

Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μια ομάδα εξόριστων βρίσκεται στο νησί. Ανάμεσά τους και ο Κώστας Μπόσης. Στις 26 Απρίλη του 1941, δυο μέρες πριν οι Γερμανοί καταλάβουν το νησί, τα όργανα του μεταξικού καθεστώτος, χωροφύλακες και πεζοναύτες, εμπόδισαν τη φυγή των εξόριστων. Πυροβόλησαν εναντίων τους και σκότωσαν τρεις. Κάτω από φριχτές συνθήκες πέθαναν από πείνα 33 εξόριστοι, μέχρι που την άνοιξη του 1943 καταφέρνουν και δραπετεύουν με τη βοήθεια του  ΕΛΑΝ οι εναπομείναντες 60. Ανάμεσα στους δραπέτες και ο Κώστας Μπόσης που αποτύπωσε τη ζωή των εξόριστων στον Αη Στράτη, τις στερήσεις, την πείνα τον θάνατο αλλά και την απαράμιλλη πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού, στο βιβλίο του “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941”.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΗ ΣΤΡΑΤΗ 1941

Παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Μπόση:
ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941.
Περνούμε τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Ζώα, πατάτες, σχέδια, ελπίδες, όλα κουρνιαχτός και στάχτη. Εκατόν τριάντα άνθρωποι στα χέρια δύο εγκληματιών, του καλόγηρου και του αστυνόμου. Δυο οκάδες κριθαρίσιο αλεύρι φτιάξαμε κουρκούτι τη μέρα πού γεννήθηκε η αγάπη για τους χριστιανούς και φάγαμε τόσοι άνθρωποι. Μια γραμμή από σκελετούς βαδίζουμε, άλλοι μπροστά κι άλλοι πίσω για το θάνατο. Κυλούσαμε μέσα σε μια κόλαση κι απ’ τον ένα κύκλο τον άσχημο περνούσαμε στον άλλο. Το χειρότερο! Έξω διαβολόκαιρος. Κρύο φαρμάκι. Οι αγέρηδες δυνατοί και τσουχτεροί πέφτανε με δύναμη πάνω στον ξερόβραχο σαν να ‘θελαν να τον ξεθεμελιώσουν.Η θάλασσα ασπρογάλαζη, φοβερή μούγκριζε, έτρεχε σαν δαιμονισμένη απ’ τη Λήμνο προς τα ξερονήσια και τη Σκύρα. Χτυπούσε με λύσσα σ’ ένα κάβο, απέναντι απ’ το χωριό, στη γωνιά του Λένιν (έτσι βγάλανε τον κάβο οι εξόριστοι), το νερό σηκωνότανε οργιές στον αέρα. Γινότανε αχνός, έκρυβε τη γη. Νόμιζες πως το υγρό στοιχείο βάλθηκε να τον ξεριζώσει. Να σαρώσει εκείνο το εμπόδιο και ύστερα λεύτερο να παίξει, να τρέξει προς το νοτιά. Λεπτούτσικα, μολυβένια σύννεφα τρέχανε στον απέραντο ουρανό, λες και παίζανε κυνηγητό με τα κύματα. Κουβαράκια-κουβαράκια μαζεμένοι κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Η σκέψη ξεπερνούσε την πείνα. Τρυπάνι μυτερό πού έφερνε πόνο, απογοήτευση. Έτρεχε, γύριζε, έκλωθε στο ίδιο πρόβλημα. Τι θα γίνουμε; Θα πεθάνουμε, αλλά πότε και με τι μαρτύρια;
Ψάχνουμε μ’ ανήσυχο μάτι να συμπεράνουμε ποιος θ’ ανοίξει τη σκηνή! Ποιος θα ‘σερνε πρώτος το χορό. Έψαχνε ο καθένας να βρει τη σειρά του, τη θέση του. Ο Καντήλας… ο Καλές… ο… ο… είναι πιο εξαντλημένοι από μένα. Αυτοί θα πεθάνουν πρώτοι, κι αφού αυτοί δεν πέθαναν… εγώ… Έτσι σκεφτότανε ο καθένας, κι έπαιρνε κουράγιο. Την ίδια σκέψη θα ‘κανε κι ο Καντήλας κι ο Καλές, και τόσοι άλλοι. Ο καθένας έβλεπε τον άλλο και φοβότανε. Η σκέψη δεν έφευγε απ’ τα φαγιά. Τούτο καλό, τ’ άλλο καλύτερο και κανένα άσχημο. Και τη χελώνα, και τα βατράχια, και τα φίδια, και τα χορτάρια, και τα πίτουρα. Ό,τι μπορούσε να μασηθεί, ό,τι μπορούσε να περάσει στο στομάχι ήταν αμβροσία και νέκταρ. Ο νους γύριζε στα περασμένα. Σε μέρες πού είχαμε ψωμί. Σε μέρες πού είχαμε κρέας. Κι ένα παράπονο και γινάτι με τον εαυτό μας φύτρωνε γιατί κάποτε χύσαμε κάτι αποφάγια, γιατί δε φάγαμε ένα φαΐ. Γιατί σ’ ένα φιλικό σπίτι μας είπανε να φάμε κι εμείς δε φάγαμε. Πόσο κουτοί ήμασταν τότε! Ε, και να ήταν τώρα;
Και θυμούμαστε τις χελώνες του χωριού μας παυ τρέχανε το καλοκαίρι, τρώγανε τα φασόλια κι εμείς τις κυλούσαμε στον κατήφορο. Πόσο χαζοί ήμασταν τότε. Γιατί να μην… τις φάμε… και θυμόμαστε όταν οι δικοί μας μας δίνανε ξερό ψωμί και δε μας άρεσε… ε, τι ξύλο θέλαμε! Πόσο πικραίναμε τους δικούς μας. Κι αμέσως αγαπημένα πρόσωπα ξεπετιόνταν στο μυαλό μας. Γριούλες μ’ αγαθή όψη, ζαρωμένο απ’ τούς πόνους και τα χρόνια και τις στερήσεις πρόσωπο, καμπουριασμένη απ’ τη δουλειά ράχη, γεροντάκια, παιδόπουλα, νεαρές κοπέλες, γλυκιές συντρόφισσες. Κι οι σκελετοί ψελίζανε σα να παραμιλούσαν: παιδάκια μου… γυναικούλα μου… κι η σκέψη ξανά στο φαΐ. Δίπλα-δίπλα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, παρέες-παρέες πάνω από μια χούφτα κάρβουνα συζητούσαμε κι όλο συζητούσαμε το ίδιο θέμα.
– Βρε σύντροφοι, να βγούμε ζωντανοί από τούτη δα την κόλαση. Άμα βγούμε έξω θα πάρω μια οκά αλεύρι και θα φτιάξω ένα κουρκούτι που θα χαλάει ο κόσμος, Θα χορτάσω, έλεγε ένας.
– Που να δείτε τι φαΐ είναι οι χελώνες! έλεγε δεύτερος.
– Καλά! έφαγες; Και πώς μαγειρεύεται; ρωτούσε τρίτος.
– Αν έφαγα, λες; ‘Εχει ένα άσπρο κρέας! Σαν κατόπουλο. Άμα τη ζεματίσεις με χοχλαστό νερό βγαίνει όλα το καύκαλο και η εξωτερική πέτσα και μένει κάτασπρο κρέας, λαχταριστό-λαχταριστό, ύστερα το βράζεις.
– Άντε καημένε! Θέλει και βράσιμο.
– Ε! και να μη φάω!! αναστέναζε ο Γιωργόπουλος. Ας βγω από δω και βλέπετε. Στο χωριό μου είναι ένα προσήλιο, σκεπασμένο με πουρνάρια. Μια πλαγιά γεμάτη χελώνες. Ας βγω και θα δείτε γλέντι, αλλά ας βγούμε πρώτα.
– Για να δείτε, βρε παιδιά, έλεγε ο Δροσόπουλος. Κάποτε ήμουνα άνεργος, γνώριζα ένα μάγειρα στου κ. Μπενάκη. Με φώναξε να τον βοηθήσω, λίγες μέρες, κι αν δεχόντουσαν τ’ αφεντικά να μείνω. Τι είδανε τα μάτια μου δε λέγεται. Σαν τα θυμάμαι με πιάνει μίσος και παράπονο μαζί. Μια συναγρίδα ολάκαιρη πήγαινε μ’ ένα συνδαιτημόνα -έτσι δεν τούς λένε;- εκείνος έπαιρνε μια μπουκιά. Σας ορκίζομαι, σύντροφοι, στην επανάσταση – μόνο μια, και το γύριζε. Ο μάγειρας το ‘ριχνε στα σκουπίδια.
– Θέλεις; μου έκαμε νόημα, άρπα την και μου πάσαρε μια πιατέλα γεμάτη. Σε δυο λεπτά δεν έμεινε τίποτα. Και συνέχεια άρπαζα πιατέλες και τις καθάριζα. Ο μάγερας όλο και μου ‘δινε και γέλαγε. Ύστερα από καμιά ώρα με τσάκισε μετός.
– Ωχ! φώναξαν πολλοί μαζί. Πάει το φαΐ χαμένο!
Κείνο, το ωχ έδειχνε ένα πόνο, λες και ήταν αυτοί οι ίδιοι, λες και ήταν εκείνη τη στιγμή.
– Σήμερα ο Κόκκινος Στρατός πολεμάει μέσα στα χιόνια και τούς αγέρηδες… άρχιζε κάποιος.
Δεν προχωρούσε λίγο η συζήτηση και γύριζε σ’ άλλα κανάλια.
– Αυτοί έχουν και τρώνε. Για φανταστείτε, λαρδί, λουκάνικα, μπορς… έπαιρνε πάλι τον παλιό γνωστό δρόμο. Ο δρόμος αυτός λεγότανε δρόμος φαΐ.
Αυτό βάσταξε χρόνια, βάσταξε ως τη μέρα πού χορτάσαμε. Οποιαδήποτε συζήτηση κι αν αρχίζαμε, ύστερα απ’ τις πρώτες λέξεις γύριζε στο ίδιο θέμα. Ένα μαρτύριο περισσότερο. ‘Όταν βγάζαμε τα μαυράδια απ’ τα κουκιά, στρώναμε από κάτω ένα πανί ή μαντήλι, ό,τι είχε ο καθένας, για να μη φύγουν όξω. Τα μαζεύαμε με προσοχή, σαν άγιο μύρος κι ύστερα τα ροκανίζαμε. Κι οι άλλοι ζηλεύανε τούς τυχερούς, τρέχανε τα σάλια τους, απλώνανε το χέρι και γυρεύανε. Και κείνοι δε δίνανε. Κάποτε, δίνοντας ρούχα κι άλλα πράγματα, πήραμε από κάποιο μαυραγορίτη λίγες ελιές γίνονταν αγώνας για τα κουκούτσια κι άκουγες κρουπ, κρατς. Δεν έμενε τίποτα.
Λιμάξαμε. Κάναμε στα μάτια πότε να φτάσει η ώρα τον φαγητού. Κι όταν έφτανε ο καθένας -οι περισσότεροι- κοιτάζαμε να μείνουμε τελευταίοι, με την πονηρή σκέψη μην περισσέψει φαΐ να μας δώσει ο μάγειρας λίγο παραπάνω. ‘Όταν περνούσαμε αφήναμε ένα λόγο, ένα πείραγμα, κάποια κουβέντα για ν’ ακούσει ο μάγειρας ποιος είναι, μη τυχόν και δώσει γεμάτη την κουτάλα. Κι αν έλειπε λίγο, χαλούσε ο κόσμος. Παράπονα, γκρίνιες, φωνές κουνούσαμε το πιάτο να χυθεί λίγο. Πέρναμε αντί πιάτο ένα κύπελο, για να χυθεί λιγάκι, για να μας δώσει άλλο, που Θα ήταν περισσότερο απ’ ό,τι χύθηκε. Καθόμαστε -όσοι μπορούσαμε να κινηθούμε- έξω απ’ το μαγειρειό ή τη διαχείριση σαν παραπονεμένα γυφτόπουλα. Μόνο που δεν απλώναμε τα χέρια για ζητιανιά. Γλείφαμε τα πιάτα, ενάμισυ χρόνο δεν παράλειψα ούτε μια μέρα που να μην το γλείψω. Κι όλοι έτσι κάνανε. Δε θυμάμαι κανένα που να μην έκανε αυτή τη δουλειά. Αν έπεφτε κάτω μια κουταλιά στο τραπέζι τη γλείφαμε.
Πολλοί θα παραξενευτούν μ’ αυτά τα πράματα. Εξόριστοι και να κάνουν κατεργαριές για μια κουταλιά φαΐ, να γλείφουν τα πιάτα, να παίρνουν το φαΐ από καταγής… Να συζητάνε για χελώνες, φίδια κτλ. Θα χάσουν τη ρομαντική αντίληψη που είχανε για τούς εξόριστους. Καλά θα ήτανε βέβαια, την ώρα που πεθαίνει κανένας απ’ την πείνα, να στέκεται περήφανος μπροστά σε μια κουταλιά φαΐ που πέφτει, να συζητάει για την πολιτικοστρατιωτική κατάσταση, για το δαρβινισμό και τη θεωρία της σχετικότητας. Αλλά τέτοια πράματα στα παραμύθια γίνονται. Η ζωή είναι πιο πεζή. Αλλά ας μην απογοητεύουνται. Έγλειφε κανένας το πιάτο, βαδίζοντας αγέρωχα στον τάφο. Έκαναν πονηριές για λίγο φαΐ παραπάνω, αλλά πιο κάτω ήτανε κήποι με λάχανα, στο μαγειριό και γύρω κυκλοφορούσανε κότες, γάτες, σκυλιά, αργότερα περνούσανε αρνιά, κατσίκια κι όμως κανένα δεν χάθηκε, τίποτα δεν πειράχτηκε, κανένας δεν άπλωσε χέρι να κλέψει ή και να ζητιανέψει. Μαζεμένος, κουκουλωμένος σκεφτόμούνα. Ένα γλυκό υγρό -έτσι μου ‘ρχότανε- ανέβαινε στο λαιμό. Κι όλο κατάπινα-κατάπινα. Αυτό πιστεύω Θα νιώθανε και πολλοί άλλοι. Κι αυτό ήταν άλλο μαρτύριο.
27 του Δεκέμβρη. Δεν έκλεισα μάτι καθόλου όλη τη νύχτα. Ο βοριάς λυσσομανούσε. Βββς-βοούσε. Χτύπαγε εκνευριστικά μια παλιόπορτα σ’ ένα χαλασμένο στάβλο, σφύριζε στις καμινάδες και κύματα-κύματα χανότανε στα άπειρα. Η θάλασσα στέναζε. Κατά τα ξημερώματα ο αέρας έκοψε κάπως, ανάλαμψε μια ελπίδα. Ίσως να καλυτερέψει ο καιρός, ίσως να ‘ρθει κανένα καΐκι, ίσως να μας έρθει, ίσως… ίσως… ίσως… ίσως οι Ρώσοι να πήρανε τους Γερμανούς στα πόδια, που δεν θα σταματούσανε παρά στο Βερολίνο πόσο έξω πέφταμε μ’ αυτόν τον πόλεμο! Κρίναμε χωρίς στοιχεία, κρίναμε όπως μας σύμφερε. Στην αρχή λέγαμε πως σε τρεις μήνες οι Γερμανοί θα γίνονταν κουρνιαχτός, ύστερα περιμέναμε το χειμώνα. Αργότερα το πρώτο πισωδρόμισμα. Με την υποχώρηση δεν θα σταματούσαν πουθενά. Κάναμε μια παρομοίωση με τη Μικρασιατική εκστρατεία, με την κατάρρευση της Γαλλίας κτλ.
Δεν είχε ξημερώσει χαλά σαν ήρθε ο Μπάμπης. Ξάπλωσε δίπλα μου. ‘Ένιωσα ένα χέρι να τραβάει τα σκεπάσματα. Μια αδύνατη, ζεστή ανάσα ένιωσα κοντά μου στο πρόσωπο.
– Τι θέλεις; τον ρώτησα.
– Κουβέντα, μου είπε. Δεν έκλεισα μάτι. Όλο στο φαΐ ο νους μου. Μ’ αυτό ανακατευότανε η κατάσταση, τα παιδιά, η άμοιρη γυναίκα. Σκεφτόμουνα πως προχωράμε πολύ γρήγορα. Από προχτές τα Χριστούγεννα ξάπλωσαν μερικοί. Σε τρεις μέρες πάνω από δέκα. Αριθμός μεγάλος για τόσες μέρες. Εκείνο το χτύπημα του βρικόλακα πολύ μας στοίχισε. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση πολύ γρήγορα δε θα βρίσκεται κανένας ορθός. Δεν θα ‘χουμε ποιος να μας συγυρίσει. Θα βρομίσουμε.
– Άσε αυτή τη συζήτηση για πείνα και θάνατο, Θα τρελαθούμε. Άλλη συζήτηση, υπάρχούν τόσα θέματα. Έπειτα υπάρχουν και ελπίδες. Ο καιρός φαίνεται θα στρώσει, μπορεί να ‘ρθει κανένα καΐκι. Αναστατώσαμε όλον τον κόσμο, κάτι θα βγει, ύστερα οι Ρώσοι…
– Αν μου τα λες για να μου δώσεις κουράγιο, άκου! “Εχω αρκετό απ’ αυτό. Έχω το κουράγιο του ανθρώπου που πιστεύει 100% πως θα πεθάνει κι είναι αποφασισμένος γι’ αυτό. Κι ύστερα μη νομίζεις πως ο χάρος είναι τόσο τρομαχτικός όπως τον δείχνουν τα εκκλησιαστικά βιβλία δε βαριέσαι… προχτές λιποθύμησα, όχι απότομα, σιγά-σιγά βυθιζόμουνα σε μια νάρκη γλυκιά, σ’ ένα βαθύ ύπνο. Αλάφρωνα. Έπαυαν οι πόνοι, ώσπου έχασα τις αισθήσεις. Σαν συνήρθα, στενοχωρέθηκα, όπως όταν κοιμάσαι βαθιά και σε αγουροξυπνήσουν. Ο θάνατος είναι μια μικρούλα καμπή. Από δω η ζωή. Έγειρες λίγο; αλλάζεις υπόσταση. Από ζωντανή ύλη γίνεσαι νεκρή, τίποτα το τρομακτικό, τίποτα το δύσκολο. Αλλαγή μιας εικόνας κινηματογράφου.
Στη σκέψη του θανάτου στενοχωριόμαστε. Ξέρεις γιατί; Δε μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μας πως θα πεθάνουμε εμείς κι ο κόσμος θα μείνει ο ίδιος, θα κινιέται η γης, θα λουλουδιάζει, θα στολίζεται, θα καρπίζει, θα ‘χει ήλιο και θάλασσα, αγάπες, φιλίες, έρωτες, μίση, κακίες, έχτρητες. Όλα τα πάθη της γης, τις χαρές του κόσμού. Μας είναι πιο υποφερτή η σκέψη πως μαζί μας θα χαθεί κι όλος ο κόσμος, υποφέρουμε γιατί νομίζουμε πως θα βλέπουμε όλες τις ομορφιές, θα τις νιώθουμε και δε θα μπορούμε να τις χορτάσουμε, να τις χαρούμε. Αυτό είναι ανυπόφορο. Κι όμως αυτό δε γίνεται. Άμα τα τινάξουμε… τίποτα απ’ αυτά. Άλλωστε αυτό είναι θάνατος. Άμα πεθάνουμε ούτε θα βλέπουμε, ούτε θα νιώθουμε.
– Άσε αυτές τις σκέψεις.
– Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή; Ακόμα αξία έχει αν θα πας σαν το σκυλί στ’ αμπέλι ή ο θάνατός σου θα ‘ναι έστω ένα μικρούτσικο αστράκι πού θα δείχνει στους άλλους το δρόμο του καθήκοντος, της θυσίας, του αγώνα. ‘Έχω σαράντα χρόνια και δεν είδα άσπρη μέρα, οι γονιοί μου με φέρανε στη ζωή χωρίς κι αυτοί να το θέλουν. Σκέβρωσα και δε χόρτασα, παντρεύτηκα γι’ αποκατάσταση και λάσπωσα περισσότερο, πήρα στο λαιμό μου γυναίκα και παιδιά. Έσερνα τη μίζερη ζωή μου, ώσπου κάποτε είπα:
Αυτά δεν είναι ζωή, αυτός ο δρόμος βγάζει στην καταστροφή, άλλος δρόμος χρειάζεται. Κι από τότε άλλαξα στράτα, από ανάγκη, ακούς; από στυγνή ανάγκη. Με τους άλλους, τ’ αδέρφια μου -σκέφτηκα- ή στη σωτηρία ή στο χαμό. Και γύρισμα δεν έχει, δε μπορώ. Κέρδος δεν έχει. Θα προχωρήσω, κι ο θάνατός μου θα βοηθήσει…

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες Εξόριστοι στον Άη-Στράτη

Εξόριστοι στον Άη-Στράτη

Πηγή: loukassagias.blogspot.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το