Η εικόνα που παρουσιάζουν τα φύλλα του νόμιμου αθηναϊκού Τύπου, ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, είναι αυτή της πλήρους υποταγής στις ανάγκες και τις διαθέσεις του κατακτητή. Στην καλύτερη περίπτωση, το κήρυγμα της υποταγής γίνεται στο όνομα της συλλογικής επιβίωσης.

Τον τόνο τον δίνει ωστόσο συνήθως ένας επίπλαστος ενθουσιασμός για την ίδια την κατοχή και τις ευμενείς, υποτίθεται, επιπτώσεις της.

Μέσα στις προσωπικότητες που ύμνησαν τους Ναζί ήταν ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. Την πρώτη μέρα που ανέλαβε ο Τσολάκογλου, του έγραψε ένα ενθουσιαστικό άρθρο στην “Καθημερινή”.

Μεταξύ άλλων, από τον Μελά η γερμανοκρατούμενη Ευρώπη ζωγραφίζεται σαν ειδυλλιακή «ζώνη ειρήνης» («Εστία», 30/4/1941):

«Η θύελλα του πολέμου είνε σήμερα έξω από τα σύνορά μας, αστράφτει και βροντά σ’ άλλες περιοχές. Ματωμένοι, κομματιασμένοι, κατεστραμμένοι αλλά περήφανοι για τον τρόπο που αγωνιστήκαμε, μπήκαμε στη ζώνη της ειρήνης: Αυτή εκτείνεται από τη Σκανδιναυική χερσόνησο ώς το ακρωτήριο του Ταινάρου κι από τις πεδιάδες της Πολωνίας ώς τον Ατλαντικόν ωκεανό. Δεν είμαστε μονάχοι. Επάνω από δεκαπέντε χώρες, μεγάλες και μικρές -ολόκληρη η Ευρώπη- ανήκουν σ’ αυτή την οργάνωσι που μπήκαμε. Πρέπει μ’ αντικειμενικό βλέμμα ν’ αντικρύσουμε την πραγματικότητα. Και, με την παροιμιώδη ελληνική ευλυγισία, να προσαρμόσουμε την προσπάθεια της ανασυγκροτήσεως στα δεδομένα της».

Η αντίσταση σ’ αυτή την εξέλιξη, προειδοποιεί ο επιφανής αρθρογράφος, συνιστά εθνικό έγκλημα: «Κάθε φρεναπάτη, σ’ αυτό το κεφάλαιο, πρέπει να παραμερισθή. Αποτελεί κίνδυνο −κίνδυνο για την Ελλάδα. Πρέπει όλοι να χωνέψουν ότι το μόνο τίμημα, με το οποίον θα εξαγορασθή η σωτηρία του τόπου, είναι η ηρωική και πειθαρχημένη εργασία. Πρέπει να δουλέψουμε σκυλίσια, όχι μόνο για να επουλώσουμε τις άπειρες πληγές του τόπου, αλλά και για να τον επιβάλουμε, ως παράγοντα σημασίας, στην οργάνωσι της Ευρώπης».

Arbeit macht frei, όπως ακριβώς έγραφαν και στις πύλες των στρατοπέδων τους τα νέα αφεντικά…

Μια θέση στην Ευρώπη

Ποια ήταν όμως τα βασικά μοτίβα αυτής της έντυπης συνεργασίαςΜπορούμε να διακρίνουμε δυο διαφορετικές περιόδους, με διαφορετικά καθεμιά χαρακτηριστικά της φιλοκατοχικής προπαγάνδας –αν εξαιρέσουμε, φυσικά, τον κοινό τόπο της εξύμνησης του κατακτητή και των ντόπιων οργάνων του.

Στην πρώτη φάση, από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τα τέλη του 1942, τον τόνο δίνει η προβολή των στρατιωτικών επιτυχιών του Αξονα και η απροκάλυπτη εξύμνηση του ναζισμού και του φασισμού ως καινοτόμων «φιλολαϊκών» κοινωνικών συστημάτων, σε συνδυασμό με τις υμνωδίες για τον γερμανικό και ιταλικό πολιτισμό, την υπενθύμιση των «προαιώνιων δεσμών» του Ελληνισμού μ’ αυτές τις χώρες και -σε μια πρώτη φάση- την αισιόδοξη επαγγελία των προοπτικών της Ελλάδας και της οικονομίας της στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής χιτλερικής Νέας Τάξης.

Ορισμένα απ’ αυτά τα επιχειρήματα εμφανίζουν μια περίεργη διαχρονικότητα. «Η Ελλάς δεν μπορεί να είναι διαρκώς μια χώρα “σούι γκένερις”», ξεκαθαρίζει λ.χ. ο Μελάς από τις στήλες της «Καθημερινής» (7/5/1941), δέκα μέρες μετά την είσοδο της Βέρμαχτ στην Αθήνα. «Για να προσαρμοσθούμε στη σημερινή μορφή της Ευρώπης χρειαζόμαστε κράτος με μορφή κατάλληλη, που να μπορή ν’ ανταποκριθή με όσον το δυνατόν μεγαλύτερη ευστοχία σ’ έναν τέτοιο σκοπό. Να θέλουμε να μπούμε στην καινούρια ζωή της Ευρώπης -και είμαστε υποχρεωμένοι να μπούμε- με κράτος παρωχημένης μορφής, είναι το ίδιο σαν να επιχειρούσαμε να παίξουμε Μπετόβεν με λατέρνα».

Για να μην αφεθεί δε η παραμικρή αμφιβολία τι ακριβώς συμβολίζει η λατέρνα, ο ίδιος αρθρογράφος φροντίζει να επισημάνει την κεφαλαιώδη αντίφαση των προηγούμενων μηνών: «Οι Ελληνες είμαστε λαός περίεργος. Είχαμε κράτος ολοκληρωτικό και πολεμούσαμε με τη σημαία των δημοκρατιών. Τέτοιου είδους αντίφασις ματάγινε ποτέ στην πολιτική ιστορία; Φανταζόμουνα, για μια στιγμή, νίκη της σημαίας με την οποίαν πολεμούσαμε. Και γελούσα μέχρι δακρύων. Τι θα γινώτανε, την επαύριον, τ’ ολοκληρωτικό καθεστώς μας; Στάχτη και καπνός».

Υπενθυμίζοντας απ’ την πλευρά της πως ο πρόσφατος πόλεμος «είχεν απονεκρώσει τους κυριωτέρους κλάδους της εθνικής οικονομίας» και «καταφέρει σοβαρώτατα πλήγματα εις την ιδιωτικήν οικονομίαν», η «Εστία» τονίζει σε κύριο άρθρο της (4/5/1941) ότι με «εργασίαν όχι απλώς επιμελή, αλλά άγρυπνον, ακούραστον, υπεράνθρωπον» όχι μόνο θα επουλωθούν οι πληγές αλλά και «θα καταλάβωμεν την θέσιν μας εις την Ευρωπαϊκήν οικογένειαν», αφού «η νέα οργάνωσις της Ευρώπης, εις την οποίαν ανήκομεν πρέπει κυρίως να βασισθή εις την οργάνωσιν της εργασίας» – οπότε, «διά να έχωμεν από τας άλλας χώρας ό,τι μας λείπει, πρέπει να είμεθα εις θέσιν να δώσωμεν και ημείς, εις τας ποσότητας τας οποίας μας επιτρέπουν αι δυνατότητές μας, ό,τι λείπει από τους άλλους».

Είκοσι μέρες μετά, η ίδια εφημερίδα επιχαίρει για τις λαμπρές προοπτικές του εξωτερικού εμπορίου με τις χώρες του Αξονα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα (με προσφυγή στα συνήθη εξωραϊστικά στερεότυπα) πως «επιβάλλεται να γίνουν αυστηραί οικονομίαι» στις κρατικές δαπάνες, με κατάρτιση προϋπολογισμού που «θ’ απαιτήση όλην την τεχνικήν δεξιότητα, αλλά και το αίσθημα της αυτοθυσίας και της αλληλεγγύης του ελληνικού λαού»· το κείμενο τιτλοφορείται -πώς αλλιώς;- «Αναγκαίαι θυσίαι».

Η «Καθημερινή», πάλι, υπόσχεται στους αναγνώστες της χρυσά ναζιστικά κουτάλια: «Η Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία», εξηγεί σε κύριο άρθρο της, «έδειξεν εις όλα τα Εθνη τον δρόμον μιας νέας ζωής και η νέα αυτή ζωή έχει ως κυρίας της βάσεις την διευκόλυνσιν του ατόμου εις τον σκληρόν αγώνα του βίου και την δημιουργίαν ανέσεων προσιτών εις κάθε βαλάντιον, την δημιουργίαν χαράς εις τον μοχθούντα πολίτην […]. Η συνεργασία με τους Γερμανούς, εμποτισμένους με τα ιδεώδη αυτά, θα είναι συνεπώς χρησιμωτάτη» («Η γερμανική συμβολή», 8/6/1941).

Σχετική εικόνα

Τις ώρες που γράφονταν όλες αυτές οι αισιόδοξες επαγγελίες, σε Αθήνα κι επαρχία διεξαγόταν από τον γερμανικό στρατό η μεγαλύτερη ομαδική ληστεία που υπέστη ποτέ ο τόπος, με το ξάφρισμα κάθε είδους εμπορευμάτων, αγαθών και τροφίμων, επιτάξεις και λεηλασίες καταστημάτων και ιδιωτικών κατοικιών, όχι μόνο από την κατοχική διοίκηση αλλά και από απλούς αξιωματικούς και φαντάρους για προσωπική τους χρήση.

Δεν λείπουν, πάντως, και αυστηρότεροι τόνοι, κατά την αναπαραγωγή ιδίως της αρθρογραφίας των γερμανόγλωσσων «Νέων για την Ελλάδα» (Deutsche Nachrichten für Griechenland). Χαρακτηριστικό -και μάλλον οικείο- δείγμα:

«Οι Ελληνες πρέπει να μάθουν τι εστί εργασία, πρέπει να αποχαιρετίσουν τον προσφιλή των ατομικισμόν και να διαπαιδαγωγηθούν εις την αλληλεγγύην με τους πτωχούς των συντρόφους. Αι γερμανικαί αρχαί έπραξαν ειλικρινώς το παν και πράττουν το παν διά να ελάφρώσουν την τύχην του ελληνικού λαού» (αναδημοσίευση στην «Καθημερινή», 21/5/1941, σ.1).

«Η ελληνογερμανική φιλία δεν είναι νέα», υπενθυμίζει λ.χ. στους αναγνώστες της η  «Καθημερινή» (22/5/1941). «Χρονολογείται από της ελληνικής επαναστάσεως, κατά την οποίαν οι Γερμανοί φιλέλληνες έχυσαν το αίμα των διά τας ελευθερίας μας, από της εποχής κατά την οποίαν ανελάμβανον, διά των Βαυαρών σοφών, την πρώτην μας κρατικήν οργάνωσιν».

Σχετική εικόνα

Μια πτυχή της γερμανικής προπαγάνδας που αναπαράχθηκε μ’ ενθουσιασμό από τον Τύπο, ήταν οι προσπάθειες των κατακτητών να ταυτιστούν με την ελληνική αρχαιότητα.

Ενθουσιώδες φωτορεπορτάζ στην πρώτη σελίδα της «Βραδυνής» (1/7/1941) μας πληροφορεί λ.χ. ότι «τμήματα αλπινιστών του Γερμανικού στρατού κατοχής ωργάνωσαν και εξετέλεσαν πρότινος παρά τας Θερμοπύλας, παρουσία του αρχηγού της Στρατιάς Ανατολής Στρατάρχου Λιστ και άλλων ανωτέρων αξιωματικών αναπαράστασιν της περιφήμου μάχης των Θερμοπυλών, μεταξύ Ελλήνων και Περσών».

Στις φωτογραφίες οι μισοί αλπινιστές φορούν χλαμύδες και περικεφαλαίες, οι δε υπόλοιποι είναι μασκαρεμένοι (όχι σαν αρχαίοι Πέρσες αλλά) σαν αφρικανική ή μελανησιακή φυλή.

Η γερμανική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ θα δώσει μια νέα ώθηση σ’ αυτό το αίσθημα δημόσιας ταύτισης, καθώς στις απόμακρες ιστορικές αναγωγές προστίθεται πλέον η απτή αντικομμουνιστική συμπόρευση.

«Το έργον το οποίον αναλαμβάνουν ήδη τα γερμανικά όπλα θα παραμείνη ιστορικόν εις τα χρονικά της Ευρώπης», αποφαίνεται η «Καθημερινή» στο κύριο άρθρο της (24/6/1941). «Η χειρονομία αύτη του Φύρερ είναι εξ εκείνων αι οποίαι δημιουργούν αφετηρίας κοσμογονικών εξελίξεων. Η αναληφθείσα σταυροφορία είναι σταυροφορία πανευρωπαϊκή, έχουσα ως μοναδικήν της επιδίωξιν την εξασφάλισιν του μέλλοντος της ηπείρου μας, αλλά και του κόσμου ολοκλήρου. […] Ο αγών τον οποίον αναλαμβάνει ο Αξων εναντίον της ερυθράς βαρβαρότητος αποτελεί υπόθεσιν της ανθρωπότητος όλης».

Η «Εστία», πάλι, αναδημοσιεύει ως κύριο άρθρο (4/7/1941) ένα κείμενο του Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ για «τη σημασία του αγώνος που ανέλαβε η Γερμανία κατά των Σοβιέτ», σύμφωνα με το οποίο η διαφαινόμενη νίκη του Ράιχ «αποδεικνύει πόσον η ελευθερία και το μεγαλείον του Γερμανικού έθνους ταυτίζονται με την ελευθερίαν και το μεγαλείον της Ευρωπαϊκής ηπείρου».

Αρχαία Ελλάδα και Γ΄ Ράιχ έχουν κάτι κοινό σ’ αυτό το σχήμα: την αναγόρευσή τους σε προασπιστές του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» απέναντι στην «ασιατική βαρβαρότητα». Ο Μαραθώνας και οι Θερμοπύλες, εξηγεί η «Πρωία» (16/3/1944) διαστρέφοντας κάθε έννοια Ιστορίας, «ήσαν αγώνες των πολιτισμένων ανθρώπων εναντίον της εξισωτικής και ισοπεδωτικής δυνάμεως της ύλης».

Ο Μέγας Αλέξανδρος, πάλι, «ηθέλησε να κτυπήση το κακόν εις την ρίζαν του, να διαλύση δηλ. το Κράτος της ύλης που ήταν το κράτος των Περσών» −όπως ακριβώς η σύγχρονη μετεμψύχωσή του, ο Αδόλφος, τα δίνει όλα για την κατάλυση της τωρινής ενσάρκωσης του υλισμού: «Ο μαχόμενος σήμερον Γερμανός Γρεναδιέρος έχει την συναίσθησιν ότι αγωνίζεται διά την ιδίαν ιδέαν διά την οποίαν προ δυόμιση χιλιάδων ετών ηγωνίζετο ο Κυναίγειρος και ο Φειδιππίδης. Το Στάλινγκραντ δύναται προσφυέστατα να το παρομοιάσει κανείς με τις Θερμοπύλες».

Στο πλαίσιο αυτό, καταβάλλεται προσπάθεια να διαλυθούν κάποιες επικίνδυνες παρεξηγήσεις για τη φυλετική ρίζα του κακού: το γενεαλογικό δέντρο του Καρλ Μαρξ παρατίθεται λ.χ. πρωτοσέλιδα με κάθε λεπτομέρεια, για να συνειδητοποιήσουν οι αναγνώστες πως «ο πρόπαππος ούτος του Μπολσεβικισμού, αδιάφορο αν αν εγεννήθη εις την Γερμανία, ήτο γνησιότατος Εβραίος που εβαπτίσθη χριστιανός»· το νερό δε του βαφτίσματος «δεν είναι αρκετόν διά να ξεπλύνη την καταγωγήν, […] δεν αλλάσσει την φυλήν ενός Νέγρου, ενός Εσκιμώου ή ενός Εβραίου» («Καθημερινή», 17/11/1943).

«Ο Κάρολος Μαρξ ήτο Εβραίος», ξεκαθαρίζει από την πρώτη αράδα σχετικού άρθρου του και ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Πολύκαρπος («Τα Νέα – Σημαία-Θάρρος», 2/4/1944).

Πηγή: efsyn.gr
Δείτε και αυτό:

ΕΕ και Ελλάδα

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το