Γεννήθηκε τρίτη απ’ τα εννιά παιδιά της Ελένης και του Λάμπρου, σε υψόμετρο 1500 μέτρα πάνω από τα θάλασσα, τη δεκαετία του είκοσι.
Δεν είναι η δεκαετία που βαθμολογήθηκε με άριστα. Τη λέμε έτσι για τα χρόνια που μέτρησαν μετά το κλείσιμο του προηγούμενου αιώνα.
Έπειτα, τι άριστα να πάρει εκείνος ο καιρός. Είχε σωρεύσει τόσο κόκκινο, που έμοιαζε με ανορθόγραφη έκθεση. Όμως δεν ήταν έκθεση, γιατί το κόκκινο δεν ήταν μελάνι. Ήταν αίμα. Μια δεκαετία στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο άγριους πολέμους και μια Μικρασιατική σφαγή.
Στη μέση τόσων κόκκινων ποταμών, τη λες πιο πολύ μεσοποτάμια δεκαετία.
Η Άννα, που τη φώναζαν Αννέτα, γεννήθηκε όταν κόντευε να κλείσει η μεσοποτάμια δεκαετία, στο υψόμετρο που κάνει πάντα κρύο, που σκεπάζεσαι όλες τις νύχτες του χρόνου με βελέντζα κι οι γυναίκες έχουν γυμνά μπράτσα, μόνο την πρώτη νύχτα του γάμου τους
Σ’ αυτή τη γη των καλοκαιρινών κεραυνών, το χώμα δεν προλαβαίνει να πιει τα νερά, το βούτυρο δε λειώνει ποτέ, τα ρουμάνια των βουνών κατεβάζουν χείμαρρους και ρυάκια στα πεδινά χάνια, τα ίδια ρουμάνια είναι πυκνά και φιλόξενα για να κρύβουν αντάρτες, οι κοπέλες δεν έχουν ποτέ ξέμπλεκα μαλλιά και οι βασιλικοί μεγαλώνουν σε γκαζοτενεκέδες λαδιού.
Η Άννα που τη φώναζαν Αννέτα μεγάλωσε σύμφωνα με τη μοίρα των γυναικών της μεσοποτάμιας δεκαετίας. Στερήσεις, ευθύνες, φόβοι, ντροπαλοσύνες, δουλειά κι άλλοι φόβοι κι άλλες στερήσεις.
Είχε ψηλά ζυγωματικά, σαν τις γυναίκες των βουνών, παχιά όμορφα χείλη, μια μύτη μιγάδικη που κληρονόμησε ο ένας μου γιος και χοντρές πλεξούδες.
– Θα κόψω τα μαλλιά μου αν ξυρίσεις το μουστάκι.
Κι ο Βαγγέλης που αγάπησε την αντίθεση της λεπτής μέσης με τα χοντρά χείλη, πείστηκε.
Έτσι βρέθηκε, με κομμένα μαλλιά, στα πεδινά και στη σκιά του Κάστρου.
– Και καλά που ήταν εδώ το σπίτι μας και δεν ήταν στην πλατεία Κιλκίς. Κάτω από τα θέμελα των σπιτιών, λένε, είναι θαμμένο το τούρκικο νεκροταφείο. Ανατριχιάζω ίσα που το σκέφτομαι.
Κάτω απ’ τη σκιά αυτού του Κάστρου, γέννησε, δούλεψε, έκλαψε, γέλασε κι έγινε μια γυναίκα που είχε τα χέρια αρτεργάτριας, το μάτι μοδίστρας, τη γλώσσα των κομμένων συμφώνων, την προσποδιά που ζυμώνει πίτες και το κυριακάτικο ντύσιμο αρχόντισσας.
– Μ’ αυτό το φουστανάκι κι αυτά τα πέδιλα θα παντρευτείς; Και τα μαλλιά σου ξέμπλεκα κι ούτε ένα δαχτυλίδι;
Και είδα στο μάτι της την απογοήτευση απ’ τη ματαίωση μιας νύφης με τούλια δίπλα στο μοναχογιό της.
Κάτω από τη σκιά αυτού του Κάστρου μετρούσε κάθε μέρα, της μεγάλης και κουραστικής ζωής της, 180 χτύπους του ψηλού καστρινού ρολογιού, του πρώτου μηχανικού χρονοδείκτη σε όλη την αχανή αυτοκρατορία των Οθωμανών.
180 χτύπους κάθε μέρα, όλες τις 365 μέρες του χρόνου, όλα τα πολλά χρόνια της κούρασής της.
Και συνέχισε να μετρά 180 χτύπους κάθε μέρα και μετά που έφυγες πριν από κείνη, γιατί δεν το έμαθε ποτέ. Είπαμε μόνο κάτι για ένα χαλασμένο τηλέφωνο. Και η ομίχλη των πολλών χρόνων που θολώνει τις αλήθειες και κάνει πιο ευκολόπιοτα τα ψέματα, γλίτωσε την Άννα από τον πιο μεγάλο χτύπο και τον πιο ασήκωτο καημό.
Την αποχαιρετίσαμε χτες, κάτω από το συνηθισμένο Ηπειρώτικο ψιλόβροχο που ανάδεψε μέσα μου όλη τη μαύρη πίκρα για ένα χαλασμένο τηλέφωνο.

Νίνα Γεωργιάδου

Πετρολούκας Χαλκιάς – Μοιρολόι

https://youtu.be/mOGKlfuRsE8

 

 

 

 

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το