του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Είναι φανερό ότι η κεντρική γραμμή πλεύσης του υπουργείου Παιδείας είναι η έμφαση στις εξεταστικές δοκιμασίες που αφενός οδηγούν σε ένα «ξεκαθάρισμα» του μαθητικού πληθυσμού και αφετέρου απλώνουν την «σκιά της» στην ημερήσια διάταξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
«Οι εξετάσεις μοιάζουν με τους ιστούς της αράχνης. Συγκρατούν τους κοινωνικά αδύνατους και αφήνουν τους δυνατούς να περνούν».
Την Τρίτη 23 Μαΐου, ξεκινούν οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις στο Λύκειο, οι οποίες θα διαρκέσουν έως τις 15 Ιουνίου. Υπενθυμίζεται ότι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις για τους μαθητές και μαθήτριες των ΓΕΛ έχουν προγραμματιστεί στις 2-12 Ιουνίου, ενώ για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ στις 2-16 Ιουνίου. Τα Ειδικά Μαθήματα θα εξεταστούν 17-29 Ιουνίου.
Η σημερινή φουρνιά των μαθητών των ΓΕΛ και των ΕΠΑΛ προσέρχεται στις εξετάσεις με τους χειρότερους όρους με δυο χρόνια τηλεκπαίδευσης με σοβαρότατες παιδαγωγικές, μορφωτικές και ψυχολογικές παρενέργειες και με εφαρμογή της εξεταστικής λαιμητόμου της Τράπεζας Θ(υ)μάτων από πέρυσι. Η Τράπεζα Θεμάτων δε σηκώνει διόρθωση ή εξωραϊσμό. Έχει φτιαχτεί με στόχο να κρατήσει έξω από το σχολείο τους πιο αδύναμους μαθητές , όσους δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον εξοντωτικό εξεταστικό μαραθώνιο και το κόστος που αυτός συνεπάγεται για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς . Έχει φτιαχτεί για να εντατικοποιήσει τη μάθηση , να την γδύσει από κάθε ομορφιά και ευχαρίστηση για τον μαθητή και τον εκπαιδευτικό και να την κάνει στείρα και απωθητική. Έχει φτιαχτεί για να είναι μια ακόμη πόρτα που κλείνει.
Οι εξετάσεις δεν είναι «ουδέτερες» – Ο «μέγας μηχανισμός επιλογής»
Σήμερα έχει αποδειχθεί από δεκάδες μελέτες ότι οι δοκιμασίες (test) νοημοσύνης δεν είναι καθόλου “ουδέτερες” κοινωνικά και πως η “καθαρή” ευφυΐα δεν είναι ποσότητα μετρήσιμη. Δεκάδες έρευνες και μελέτες έχουν δείξει ότι η σχολική επίδοση είναι συνάρτηση της κοινωνικής προέλευσης των μαθητών. Η παραδοσιακή αντίληψη που ερμήνευε τη σχολική επιτυχία με τις εγγενείς νοητικές ικανότητες και την αποτυχία με την απουσία τους, δέχτηκε συντριπτικά χτυπήματα στο επίπεδο της θεωρίας από δεκάδες αναλύσεις και έρευνες που απέδειξαν ότι η κοινωνική ανισότητα διευθύνει τη σχολική. Επομένως, η σχολική επιτυχία ή η αποτυχία δε γίνεται κατανοητή παρά μόνον εάν τη θεωρήσουμε ως ένα φαινόμενο κοινωνικά προσδιορισμένο.
Το σχολείο, καθώς απευθύνεται σ’ όλο το μαθητικό πληθυσμό με τον ίδιο τρόπο κι έχει από όλους τις ίδιες απαιτήσεις, αγνοώντας τις μορφωτικές ανισότητες, ενισχύει τα πλεονεκτήματα και ευνοεί όσους ήδη είναι ευνοημένοι, εκείνους δηλαδή που η κοινωνική τους προέλευση εφοδίασε με ανάλογη μορφωτική κληρονομιά. Οι μαθητές εκείνοι που πληθαίνουν τις «τάξεις» των απορριφθέντων και των ανεξεταστέων προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από γονείς αμόρφωτους και φτωχούς που «μεταφέρουν» βέβαια μαζί τους, στην πρώτη επαφή με το σχολείο, το μορφωτικό τους μειονέκτημα.
Και, γίνεται σαφές ότι το σχολείο, με το να αντιμετωπίζει όλους τους μαθητές, όσο άνισοι κι αν είναι μεταξύ τους, σαν ίσους ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, οδηγείται στην πράξη να επικυρώσει με τo κύρος της εγκυρότητας του τις αρχικές ανισότητες. Στην πραγματικότητα, όμως, οι μηχανισμοί ελέγχου επίδοσης των μαθητών δεν αποβλέπουν απλώς στον έλεγχο γνώσεων, ικανοτήτων κ.α., αλλά παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων και ανισοτήτων.
Τίποτα δεν είναι πιο άνισο από ένα σχολείο «ίσο» για «παιδιά άνισα». Το σχολείο ευνοεί εκείνους που είναι ήδη ευνοημένοι, αποκλείει, απωθεί, απαξιώνει τους άλλους.
Τράπεζα Θ(υ)μάτων: Το ξεσκαρτάρισμα του Λυκείου
Η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων που προβάλλεται με φωτοστέφανο αθωότητας από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αποτελεί το πιο δηλητηριώδες τμήμα της οικοδόμησης του λεγόμενου «νέου σχολείου».
Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς: Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και του ΙΕΠ αναμασούν τα περί «ποιοτικής διδασκαλίας», «κριτικής ικανότητας και αναστοχασμού των μαθητών», αλλά οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί που αναπνέουν καθημερινά κιμωλία και αφουγκράζονται την αγωνία των μαθητών τους καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα το «νέο» λύκειο οικοδομείται με τα πιο παλιά υλικά. Είναι φανερό ότι η κεντρική γραμμή πλεύσης του υπουργείου Παιδείας είναι η έμφαση στις εξεταστικές δοκιμασίες που αφενός οδηγούν σε ένα «ξεκαθάρισμα» του μαθητικού πληθυσμού και αφετέρου απλώνουν την «σκιά της» στην ημερήσια διάταξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Παράλληλα η Τράπεζα Θεμάτων, δηλαδή το είδος και η «ποιότητα» των ερωτήσεων, μπορεί αθέατα να προσανατολίσει τη μαθησιακή διαδικασία σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, να υποβαθμίσει το «πώς» και το «γιατί», να πριμοδοτήσει συγκεκριμένους τρόπους διδασκαλίας ή διαβάσματος. Στην κατεύθυνση αυτή προφανώς ριχνόταν λίπασμα και από τις ερωτήσεις τύπου πολλαπλής επιλογής κ.λπ.
Είναι σαφές ότι στο νέο περιβάλλον η φροντιστηριακή εκγύμναση κέρδιζε έδαφος ως «σώμα και πνεύμα» στο σχολείο, εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο σε τεχνικές απομνημόνευσης πληροφοριών και όχι αναλυτική επεξεργασία της ύλης και δημιουργικής αφομοίωσης από τους μαθητές. Ειδικότερα, «καλό» Λύκειο θα αναγορεύεται αυτό που μιμείται καλύτερα το φροντιστήριο. Αυτό, δηλαδή, που καλουπώνει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις χρήσιμες για τις εξετάσεις.
Αξιολόγηση με βάση τις επιδόσεις των μαθητών
Με την Τράπεζα Θεμάτων το Υπουργείο Παιδείας θα επιχειρήσει σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.
Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας γνωρίζει πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό. Το ΥΠΑΙΘ θεωρεί κατάλληλο το χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτό τον τρόπο γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου
e-prologos.gr