O Χρήστος Κάτσικας και δύο ακόμη εκπαιδευτικοί μίλησαν στη Χρύσα Λύκου για την έκθεση των παιδιών σε συνεχή ψυχοσυναισθηματική πίεση, για την περιθωριοποίηση των αδύναμων μαθητών, καθώς και για τους λόγους που αρνήθηκαν να βαθμολογήσουν.
Ένας χρόνος και κάτι αβάσταχτες ημέρες, που η ζωή μας κλειδώθηκε μπροστά από μια οθόνη, αναβοσβήνοντας την κούραση μας, κάθε που η μπαταρία του υπολογιστή, του κινητού ή οποιουδήποτε άλλου μέσου με πρίζα, αντικατέστησε τη δια ζώσης επαφή μας με τους ανθρώπους, κοκκινίζει αναζητώντας ρεύμα για να συνεχίσει.
Κανένα σενάριο δεν μας έκανε εξαρχής να αισιοδοξούμε για τον τρόπο που οι μαθητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης θα έχριζαν μεγαλύτερης φροντίδας και σοβαρότερου σχεδιασμού, εν μέσω πανδημίας. Η πλήρης απαξίωση των υλικοτεχνικών υποδομών, καθώς και ο τρόπος που αγνοήθηκαν οι εισηγήσεις των εκπαιδευτικών, επιβεβαιώνουν την παλιότερη δήλωση του πρωθυπουργού ότι δεν τρέφει αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες.
Για την υπεράσπιση των μορφωτικών δικαιωμάτων της νέας γενιάς, τα πολλαπλά πλήγματα που δέχονται οι μαθητές τον τελευταίο χρόνο με χιλιάδες απ’ αυτούς να αποκλείονται από την εκπαίδευση λόγω της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης, καθώς και τον τρόπο που πρέπει οι εκπαιδευτικοί να στηρίξουν το δημόσιο σχολείο, μίλησα με τον εκπαιδευτικό αναλυτή Χρήστο Κάτσικα, τηn Μαίρη Πρίμη, εκπαιδευτικό δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τον Γιώργο Καββαδία, φιλόλογο σε Λύκειο.
Χρήστος Κάτσικας
Εδώ και ένα χρόνο, τα σχολεία παραμένουν κλειστά μιας και δεν έχουν παρθεί τα απαραίτητα μέτρα για την ασφαλή λειτουργία τους, παρά τις κινητοποιήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος. Αντί για αύξηση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες λόγω της πανδημίας, μαθητές και εκπαιδευτικοί καταδικάστηκαν στην τηλεκπαίδευση, με τεράστιες οικονομικές και μορφωτικές συνέπειες.
Η τηλεκπαίδευση αναιρεί ευθέως το συνταγματικό δικαίωμα για καθολική και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα παιδιά και πλήττει ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους οικονομικά μαθητές, ενώ οδηγεί και στην περιθωριοποίηση των πιο αδύναμων μαθητών. Χιλιάδες μαθητές είναι αποκλεισμένοι, βρίσκονται σε συνεχή ψυχοσυναισθηματικό κίνδυνο σε συνθήκες απομόνωσης.
Η τηλεκπαίδευση έχει μετατραπεί σε μέσο ψυχολογικής κακοποίησης. Και αυτό γιατί έρευνες δείχνουν ότι 9 στους 10 εφήβους έχουν βιώσει αρνητικά συναισθήματα αυτό το διάστημα. Από αυτά, σύμφωνα με Έρευνα του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ, κυριαρχούν το άγχος (71,5%), η ψυχική εξάντληση (63%) και η αίσθηση ρουτίνας (55,3%).
Ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου, Γ. Κορμάς – και μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου -, σημείωσε πως η Ελλάδα, είναι από τις ελάχιστες -αν όχι η μόνη- χώρες στην Ευρώπη, όπου έκλεισαν τα σχολεία και στις μικρές ηλικίες, τονίζοντας πως σε όλες οι υπόλοιπες, παρά το γεγονός πως ορισμένες έχουν σοβαρότερο επιδημιολογικό φορτίο από εμάς, τα κράτησαν ανοιχτά. Σημείωσε τη βαθιά ανησυχία ότι τα παιδιά εξοικειώνονται με την οθόνη και ήταν σαφής ότι πάνω από 25 λεπτά και με δίωρα και τρίωρα διαλείμματα, η χρήση της για τα μικρά παιδιά είναι σοβαρό θέμα υγείας.
Η προσφυγή στην εξ αποστάσεως διδασκαλία, δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια έκτακτη δυνατότητα – κάτι σαν τον θεσμό της πολιτικής επιστράτευσης.
Ωστόσο τα πράγματα έχουν «ουρά». Το ΥΠΑΙΘ αφήνοντας οριστικά στην άκρη την αρχική κοινή παραδοχή πως «…η τηλεκπαίδευση δεν είναι εκπαιδευτική διαδικασία και δε μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τη δια ζώσης..» επιχειρεί να την καταστήσει ισότιμη και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες. Έτσι, με αλλεπάλληλες εγκυκλίους την κατέστησε υποχρεωτική επιβάλλοντας απουσίες, τη θεώρησε ισότιμη της διδασκαλίας στην τάξη και συνεπώς κατάλληλο τρόπο για να προχωράει κανονικά η ύλη και εσχάτως βρήκε και τρόπο να τηλε-αξιολογηθούν οι μαθητές με τηλε-διαγωνίσματα.
Παράλληλα, επειδή δεν είμαστε λωτοφάγοι, θυμόμαστε πολύ καλά την τροπολογία για εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε πραγματικό χρόνο ταυτόχρονα με τη φυσική τάξη στην οποία προβλέπεται η δυνατότητα παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με απευθείας διδασκαλία και μετάδοση μαθήματος σε πραγματικό χρόνο σε μαθητές της Πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι δεν δύνανται να παρακολουθήσουν τη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία.
Και για να τραβήξουμε το νήμα των προθέσεων και των «δεύτερων σκέψεων» μέχρι τα όρια του, ας θυμηθούμε ότι για κάποια προχωρημένα στελέχη του συστήματος η υποκατάσταση των σχολικών αιθουσών από την κατ’ οίκον τηλεκπαίδευση δεν αποτελεί απλά μια προσωρινή λύση έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Είναι το πρώτο βήμα για μια δραστική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, με κατάργηση του σχολείου και του πανεπιστημίου ως υλικών χώρων συλλογικής μάθησης και κοινωνικοποίησης και αντικατάσταση των εκπαιδευτικών από κομπιούτερ που θα μεταβιβάζουν αδιαμεσολάβητα στους εκπαιδευόμενους κάποιες αποσπασματικές «δεξιότητες», προκαθορισμένες από τη διαβούλευση των αρμόδιων κρατικών στελεχών με εκπροσώπους «της αγοράς».
Δεν πρόκειται για το κινδυνολογικό σενάριο κάποιου «ψεκασμένου» συνωμοσιολόγου, αλλά για την πρόταση που έχει καταθέσει δημόσια, εδώ και μερικούς μήνες, ένα ανερχόμενο στέλεχος του «επιτελικού κράτους» ο Δημήτρης Ντζανάτος.
Η συμφωνία της κυβέρνησης με τον αμερικανικό κολοσσό Cisco για τη διεξαγωγή της τηλεκπαίδευσης, που δόθηκε στη δημοσιότητα, είναι αποκαλυπτική και προκλητική καθώς όχι μόνο δεν αποτελεί δωρεά της επιχείρησης στο ελληνικό Δημόσιο, αλλά σκανδαλώδη ενίσχυσή της από κρατικά κονδύλια με απευθείας ανάθεση.
Όπως σε κάθε επιχειρηματική συμφωνία που στόχο έχει το κέρδος, έτσι και η Cisco παρείχε δωρεάν για ένα μικρό χρονικό διάστημα τις υπηρεσίες της, για να πληρωθεί αδρά αργότερα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύμβαση κοστίζει παραπάνω από 2 εκατ. ευρώ κατ’ έτος. Η σκανδαλώδης κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος εν μέσω πανδημίας δεν αφορά μόνο την άμεση χρηματοδότηση των εταιρειών, αλλά και τη δυνατότητα αξιοποίησης των δεδομένων πάνω από 1,5 εκατ. χρηστών της τηλεκπαίδευσης για εμπορική εκμετάλλευση, που αποφέρουν αμύθητα κέρδη στους πολυεθνικούς κολοσσούς των νέων τεχνολογιών και πληροφορικής.
Η πολιτική αυτή καμία σχέση δεν έχει με τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών, των μαθητών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Εδώ και μήνες η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ έχουν εγκαταλείψει στα σκοτάδια της τηλεκπαίδευσης μαθητές και εκπαιδευτικούς, αδιαφορώντας πλήρως για τα μορφωτικά αδιέξοδα μιας ολόκληρης γενιάς.
Σε όσες επικοινωνιακές φιοριτούρες κι αν επενδύσουν τα αντιεκπαιδευτικά τους σχέδια, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωντανή εκπαιδευτική πράξη, την άμεση παιδαγωγική και ψυχική – συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε μας και τους μαθητές μας.
Μαίρη Πρίμη
Αυτήν τη χρονιά, αποχαιρετήσαμε αυτό που ξέραμε σαν σχολείο και στη θέση του υποδεχτήκαμε μια νέα κατάσταση. Προσωπικά, δε με δυσκόλεψε η τηλεκπαίδευση σε ό, τι αφορά την τεχνολογία, σε πολλούς όμως συναδέλφους δημιούργησε στρες, μιας και δεν υπήρξε η απαραίτητη επιμόρφωση από το Υπουργείο, όσο και αν τα κανάλια διαλαλούσαν πως αυτό έχει συμβεί. Το μόνο που δόθηκε, ήταν κάποιες γραπτές οδηγίες που για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τη χρήση υπολογιστών, φαντάζουν κινέζικα.
Οι μαθητές αρχικά χάρηκαν που θα έκλειναν τα σχολεία, όμως σύντομα αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για εφιάλτη. Επί εφτά ώρες ακούνε στα αυτιά τους μια φωνή. Οι περισσότεροι συνάδελφοι, δε γνωρίζουν τεχνικές ώστε να κάνουν το μάθημα πιο διαδραστικό, κάτι απολύτως φυσικό, μιας και όπως είπα δεν επιμορφώθηκαν ποτέ πάνω σε αυτό. Αξίζουν σε όλους συγχαρητήρια γιατί ξεπεράσαμε κυριολεκτικά τον εαυτό μας, όμως η συνθήκη αυτή δεν έχει καμία με την εκπαιδευτική διαδικασία στην τάξη.
Χάθηκε εντελώς το στοιχείο της κοινωνικοποίησης, δεν υπάρχουν πλέον πρόσωπα, χαμόγελα, γκριμάτσες, κινήσεις. Μόνο φωνές. Πολλά παιδιά ντρέπονται να εκτεθούν μιλώντας μέσα στην απόλυτη ησυχία και όταν το μόνο που ακούγεται τόσο καθαρά είναι η φωνή τους. Ακόμη και μαθητές που ενδιαφέρονταν μέχρι πριν συμβούν όλα αυτά, να εκφράσουν τη γνώμη τους, χάθηκαν εντελώς. Κάποια παιδιά βρίσκονται στα όρια κατάθλιψης. Αυτά που καταφέρνουν να ανταποκριθούν παρά τις αφύσικες συνθήκες, είναι σίγουρα μειοψηφία.
Απ’ την άλλη, το ζήτημα της πρόσβασης δημιούργησε εξ αρχής μια τρομερή αδικία. Ξεκίνησε μια τέτοια διαδικασία, χωρίς να έχει διασφαλιστεί πως όλοι οι μαθητές/-τριες έχουν πρόσβαση στον νέο τρόπο διδασκαλίας. Επίσης, μαθητές που έχουν με κάποιο τρόπο πρόσβαση, αντιμετωπίζουν διαφόρων ειδών τεχνικά προβλήματα, πράγμα που δυσχεραίνει πολύ τη διεξαγωγή του μαθήματος. Κάποια παιδιά ας πούμε δεν έχουν μικρόφωνο, μένοντας «φιμωμένοι» καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Άλλοι «μπαινοβγαίνουν», με το webex να τους πετάει διαρκώς έξω, με αποτέλεσμα να παρακολουθούν αποσπασματικά το μάθημα. Μαθητές φτωχότερων οικογενειών, δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αναβαθμίσουν τη σύνδεσή τους.
Η αξιολόγηση που μας ζητήθηκε μετά από όλα αυτά ήταν αδύνατη και κυρίως άδικη. Τα διαγωνίσματα που έκρινε το Υπουργείο πως μπορούσαν να γίνουν ηλεκτρονικά, αντιμετώπισαν αρχικά τα μόνιμα τεχνικά προβλήματα, αλλά και το γεγονός ότι οι μαθητές μπορούσαν σχετικά εύκολα να βρουν τις απαντήσεις. Επίσης, κάποιοι μαθητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον τρόπο που έπρεπε να λειτουργήσουν.
Όσον αφορά γενικότερα την αξιολόγηση των μαθητών και τη βαθμολόγηση τους για το πρώτο τετράμηνο, πάλι υπήρξαν μεγάλες αδικίες εις βάρος των ντροπαλών μαθητών που δεν εκφράζονται, καθώς και εκείνων με μαθησιακές δυσκολίες. Αρκετοί καθηγητές αρνήθηκαν να παραδώσουν βαθμολογία για το πρώτο. Εγώ ήμουν μία από αυτούς. Μάλιστα, συζήτησα με τους μαθητές μου, καθώς υπήρχαν παιδιά που είχαν καταβάλει μεγάλη προσπαθήσει, και καταλήξαμε ότι από τη στιγμή που έστω και ένας μαθητής σε μια τάξη δεν έχει πρόσβαση, από αλληλεγγύη προς τους μαθητές αλλά και εκείνοι προς τους συμμαθητές τους, δεν πρέπει να δοθούν βαθμοί. Νομίζω ότι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο μάθημα.
Το σχολείο είναι οι συζητήσεις, τα αστεία, οι εκδρομές, οι εκπαιδευτικοί περίπατοι, το θέατρο, τα συμβούλια τάξης, οι εκδηλώσεις, οι έξοδοι με τους συμμαθητές, το παιχνίδι και η αλληλεπίδραση στο διάλειμμα και στο σχόλασμα, το φλερτ, οι φιλίες. Το θέμα της ταυτότητας που πιο πολύ απ’ όλα απασχολεί τον έφηβο και επιτυγχάνεται από τη σύγκρισή του και την αλληλεπίδρασή του με τους άλλους, έπαψε να βρίσκει διέξοδο μέσα στις εικονικές αίθουσες όπου ακούγονταν και συνεχίζουν να ακούγονται μόνο φωνές. Ο δάσκαλος δεν μπορεί να σκύψει πάνω από τον κάθε μαθητή προσωπικά και να τον βοηθήσει είτε με λόγια, είτε με ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο.
Σε πολλά σχολεία, όπως στο δικό μας, καθαρίσαμε μόνοι μας τους χώρους, με μπογιές χαράξαμε το προαύλιο ώστε να χωρίζονται τα παιδιά στο διάλειμμα, τοποθετήσαμε αντισηπτικά στις τάξεις. Την ίδια ώρα στα κανάλια ακούγαμε πως οι μαθητές θα είναι κατά μέσο όρο 17 σε κάθε τμήμα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη κοροϊδία. Μας άνοιξαν για ένα μήνα χωρίς τεστ, χωρίς κανένα μέτρο λέγοντας ότι όλα ήταν εντάξει, ενώ οι μαθητές κάθονταν ανά δύο στα θρανία σε πολύ μικρές τάξεις, ενώ στο διαδίκτυο κυκλοφορούσαν φωτογραφίες από σχολεία του εξωτερικού με μαθητές σε μονά θρανία με λεζάντα «όλα είναι έτοιμα και έχουν παρθεί όλα τα μέτρα». Αυτή η στάση προκάλεσε την αγανάκτηση όλων των εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση.
Είμαι μητέρα δυο παιδιών, 14 και 16 ετών, παρακολουθώ εκ των έσω τι συμβαίνει. Η απομόνωση στις ηλικίες των παιδιών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι τραυματική. Την επόμενη χρονιά, αν τα σχολεία λειτουργήσουν κανονικά, θα είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν τα κενά, τόσο μαθησιακά όσο και ψυχολογικά. Θα κάνουμε όπως πάντα ό, τι μπορούμε, όμως νιώθουμε μόνοι μας απέναντι σε μια κυβέρνηση που αδιαφόρησε, που μας άφησε στην τύχη μας, που το μόνο που έκανε ήταν να κυνηγήσει και να συλλάβει ακόμα και να σπάσει στο ξύλο τα παιδιά μας στις πλατείες και στα Πανεπιστήμια.
Γιώργος Καββαδίας
Ήταν μια χρονιά με πολλές δυσκολίες λόγω της πανδημίας και των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, οξύνοντας τα εκπαιδευτικά και κοινωνικά προβλήματα. Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η ίδια η τηλεκπαίδευση που δεν είναι εκπαίδευση, αφού η σχολική τάξη αποσυντίθενται και κάθε επιδίωξη για καθολική συμμετοχή στο μάθημα είναι μάταιη. Αποτέλεσμα η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών να έχει εμπεδώσει λίγο ή και καθόλου την ύλη που «διδάχθηκε» στα τηλεμαθήματα. Αυτό αποδεικνύει ότι η τηλεκπαίδευση δεν έχει καμιά σχέση με τη δια ζώσης εκπαίδευση.
Η ίδια η τηλεκπαίδευση είναι στη φύση της διαδικασία παιδαγωγικά, μορφωτικά και ψυχοπνευματικά διαλυτική για μαθητές και εκπαιδευτικούς που βρίσκονται καθηλωμένοι μπροστά σε υπολογιστές και κινητά. Δεν ενδείκνυται για αδύναμους μαθητές και όσους παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες. Οι επιπτώσεις είναι δραματικές, βυθίζουν τη νέα γενιά σε μορφωτικά, παιδαγωγικά και ψυχολογικά αδιέξοδα.
Και αυτή η δυσκολία είναι αξεπέραστη για κάθε μάχιμο εκπαιδευτικό, όσες φιλότιμες προσπάθειες και να κάνει σε αντίθεση με τη σχολική αίθουσα με τη δια ζώσης διδασκαλίας που αν δεν μπορεί να ξεπερνά, τουλάχιστον έχει τη δυνατότητα να μετριάζει τις όποιες δυσκολίες. Κατά γενική ομολογία – εκπαιδευτικών, μαθητών, γονιών- η τηλεκπαίδευση έχει ταλαιπωρήσει τους εκπαιδευτικούς και όσα παιδιά είχαν δυνατότητα παρακολούθησης, έχουν πλέον κουραστεί και δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν.
«Τα παιδιά της πανδημίας», όσο και αν λόγω ηλικίας διαθέτουν προσαρμοστικότητα και είναι εξοικειωμένα με την τεχνολογία, δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις παρά φύσιν συνθήκες της τηλεκπαίδευσης. Είναι εκτεθειμένα σε συνεχή ψυχοσυναισθηματικό κίνδυνο σε συνθήκες απομόνωσης, παρεμποδίζοντας την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη και την κοινωνική ωρίμανση του παιδιού λόγω της απουσίας του σχετίζεσθαι με τις ομάδες συνομήλικων, της συνεργασίας, του παιχνιδιού, της συντροφιάς, της σωματικής επαφής.
Είναι δεδομένη η αδυναμία πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες για μια σημαντική μερίδα μαθητών και εμπειρικά επιβεβαιώνονται ερευνητικά ευρήματα ότι μόλις 1 στους 4 μαθητές έχει πλήρη πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση και περίπου το 50% των μαθητών χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο. Εξάλλου το ίδιο το ΥΠΑΙΘ ομολογεί πως το 1/3 των μαθητών δε διαθέτει εξοπλισμό.
Βάση αυτών των συνθηκών, αρνήθηκα να αξιολογήσω τους μαθητές μου θεωρώντας ότι η μη κατάθεση βαθμολογίας είναι καθήκον των εκπαιδευτικών να μη νομιμοποιήσουν την τηλεκπαίδευση που δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να χωρέσει τους στόχους και τους σκοπούς της δημόσιας εκπαίδευσης.
Τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος, ήταν σαφή: τμήματα με 15 το πολύ μαθητές, μόνιμοι διορισμοί, αύξηση των κονδυλίων για την κάλυψη των κανόνων υγιεινής, καθαριότητας και ασφάλειας, μαζικά και δωρεάν τεστ, ευρύχωρες τάξεις, με θωρακισμένο σύστημα υγείας με μόνιμους διορισμούς ειδικού προσωπικού (σχολιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, προσωπικού καθαριότητας, φύλαξης κλπ). Αντίθετα με όλα αυτά, το υπουργείο Παιδείας διατυμπάνιζε πως «τα σχολεία είναι ασφαλείς χώροι», πως «τα 25άρια και 27αρια τμήματα δεν αποτελούν εστίες μετάδοσης» και πως η μάσκα και το παγουρίνο αρκούν. Και τώρα μπαλώματα και self tests, για να καλυφθεί η αποτυχημένη πολιτική.
Είναι μια προβληματική, με ποικίλα ελλείμματα και σοβαρές παρενέργειες χρονιά, όμως δε θα τη χαρακτήριζα «χαμένη». Όσο τα ζωντανά υποκείμενα της εκπαίδευσης, μαθητές και εκπαιδευτικοί ενεργούν προσπαθούν ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες δεν είναι χαμένοι. Μέσα από τις δυσκολίες οι προσπάθειές τους αποκτούν νόημα και αξία. Ειδικότερα όταν μέσα από συλλογική δράση επιδιώκουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τις αιτίες που τις γεννούν, αλλάζοντας το γκρίζο τοπίο.
Πηγή: Χρύσα Λύκου – popaganda.gr
e-prologos.gr