Όταν η Ευανθία (απ’ την Παράγκα του Σαββόπουλου) αποφάσισε να βγάλει την παρθενιά της στο σφυρί, ήταν η μέρα Σάββατο. Είχε κλάψει, όχι μόνο πριν κοιμηθεί, αλλά και πολλές μέρες πριν γιατί ματαίως περίμενε τον έρωτα αφού δεν είχε να φάει. Πήρε την απόφαση, πλύθηκε, ξύρισε τις γάμπες της και κόπηκε δυο φορές. Δεν μπορούσε να ελέγξει το τρέμουλο των χεριών της.
Η κυρία που είχε το μαγαζί, έτσι είχε αποφασίσει να λέει το μπουρδέλο για να μην της ξεφύγει καμιά φορά η λέξη πάνω στη φούρια του λόγου και κάψει τα χείλη της, η κυρία λοιπόν που είχε το μπουρδέλο, της είπε ότι έπρεπε να χαμογελάει συχνά.
“Ο πελάτης θέλει χαμογελαστό πρόσωπο και μικρά βογγητά ευχαρίστησης. Θέλει να νοιώθει πως δεν πλήρωσε. ‘Οτι το κάνεις γιατί τον γουστάρεις”.
Κόλλησε δυο μικρά χαρτάκια στα κοψίματα για να μην τρέχει αίμα, φόρεσε ένα χαμόγελο, χωρίς δόντια και πήγε.
Έτσι έγινε και λέρωσε η Ευανθούλα τα σεντόνια με το αίμα της και καθώς απ’ τη γκριμάτσα του χαμόγελου, πονούσαν τα μάγουλά της, έκλαψε γιατί δεν ήξερε ποιο αίμα είχε τρέξει απ’ τα σωθικά της και ποιο απ’ τις κοψιές του ξυραφιού.
Όταν ο κύριος Σ. βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του, το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ο αέρας είχε σκορπίσει στο πάτωμα διάφορα τσαλακωμένα χαρτιά, τη φωτογραφία της γυναίκας του και το κατασχετήριο, Αυτά πρέπει να ήταν τα τελευταία πράγματα που ακούμπησε και είδε πριν περάσει τη θηλιά και κλωτσήσει την καρέκλα.
Το κατασχετήριο το είχε ξεκολλήσει από την πόρτα γιατί ήταν ακόμα η πόρτα του, το ακούμπησε στο τραπέζι και δεν το ξανακοίταξε γιατί, βλέποντας το, τα μάτια του γινόντουσαν κάρβουνα και φοβήθηκε μην πυρπολήσει όλη τη γειτονιά.
Τη φωτογραφία της γυναίκας του όμως την κοίταζε πολλή ώρα και θυμήθηκε που του έλεγε, “Το σπίτι θέλει βάψιμο τώρα που έρχεται η Λαμπρή. Να φύγουν κι αυτές οι καφετιές γραμμές απ’ τη χωμάτινη βροχή που μοιάζουν με ξεραμένο αίμα.”
Τον συνόδεψαν δυο φίλοι σε μια σιωπηλή εκφορά, καθώς ο παπάς είχε αποκλείσει εξόδιο ακολουθία για τον αυτοκτονημένο.
Ο ένας είπε, “δε σου φαίνεται ότι χαμογελάει;”
Κι ο άλλος απάντησε “άκουσα ότι κάνουν μια γκριμάτσα, σαν χαμόγελο, για να πάρουν αέρα”.
– Τον ξέρεις τον Φέλιξ Μπαρτόλντι;
– Όχι, Ρόζα.
-Τι ξέρεις τότε. Τον έπαιζαν οι κρατούμενοι μουσικοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανάμεσα στους βαρείς ήχους του Βάγκνερ, τότε που τους έλεγαν να χαμογελάνε. Η μουσική του Μπαρτόλντι θυμίζει απόδραση στην εξοχή.
Πρέπει να πέρασε πολύς καιρός από τότε αλλά κι από το Μάη του ’68 γιατί όταν μια κυράτσα που επιστατούσε, μετά από χρόνια σ’ ένα μαγαζί, απαίτησε χαμόγελο, που όπως είπε ήταν πληρωμένο 300% πάνω απ’ το μηδέν, δεν είδα πουθενά το σύνθημα του Μάη.
Έχω μπογιά και πινέλα και καθώς ο Μάης πλησιάζει, βγαίνω να βρω έναν τοίχο.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr