«ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ.»

Όρκος των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας

Αθήνα, Στρατόπεδο Φρουράς του Άγνωστου Στρατιώτη, αρχηγείο Ταγμάτων Ασφαλείας, Αύγουστος 1944

«Μα είναι τρελοί; Θέλουν να ξαναμπούμε στο στόμα του λύκου; Και ποιος θα προστατεύσει εμάς, όταν φύγουν αυτοί;» Το χέρι του επικεφαλής της μεγαλύτερης προδοτικής οργάνωσης που εμφανίσθηκε στην Ελλάδα, δεν ήταν και πολύ σταθερό, καθώς έκλεινε το βαρύ μαύρο τηλέφωνο. Μόλις είχε μιλήσει με τον άνθρωπο που έτρεμαν όλοι οι όμοιοι του. Με τον SS-Gruppenführer und Generalleutnant der Waffen-SS und Ordnungspolizei, τον κυβερνήτη της κατεχόμενης Ελλάδας, στρατηγό Βάλτερ Σιμάνα.

Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος διοικητής του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών, και δεξί χέρι τόσο των Γερμανών, όσο και του Ιωάννη Ράλλη, δεν ένιωθε και πολύ άνετα τον τελευταίο καιρό. Τώρα του ζητούσαν να εισβάλει στη «σφηκοφωλιά» που λεγόταν Κοκκινιά και να την καθαρίσει από τα «αναρχικά, κομμουνιστικά στοιχεία».  

Οι συντριπτικές ήττες των προστατών του σε όλα τα μέτωπα της Ευρώπης, έδειχναν ότι σε λίγους μήνες οι Γερμανοί θα αποχωρούσαν από τη χώρα. Και τότε τι θα συνέβαινε; Οι σύμμαχοι είχαν χαρακτηρίσει τα Τάγματα Ασφαλείας «εχθρικές δυνάμεις», η κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής τα είχε χαρακτηρίσει «προδοτικά τάγματα» ενώ ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, όπου τα συναντούσε άφηνε πίσω του μόνο νεκρούς «τσολιάδες».

Οι άνδρες του, οι τσολιάδες του, διαλεγμένα κατακάθια ένα προς ένα δίχως αξιοπρέπεια και δίχως θάρρος παρά μόνο με θράσος, είχαν αποτύχει λίγες εβδομάδες πριν, να εισβάλλουν στην Καλλιθέα, για να πάρουν 10.000 άνδρες για να τους στείλουν με τη βία εργάτες στη Γερμανία. Τώρα έπρεπε να μπει στην Κοκκινιά και να εκδικηθεί για τον κάζο που είχαν πάθει οι τσολιάδες και οι Γερμανοί λίγες μέρες πριν, στη μάχη που έγινε στην περιοχή.

«Και όμως τώρα μπορώ να ξεπλύνω την ντροπή και να στήσω στον τοίχο όχι 37 θρασίμια κουμμούνια, αλλά εκατοντάδες» σκέφτηκε και έστριψε το μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι του, που διατηρούσε εκείνη την περίοδο. Τα χέρια του πλέον δεν έτρεμαν. Είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και είπε στην ορτνινάτσα του που είχε ήδη σταθεί προσοχή: «Κανόνισε μου συνάντηση με τον Μπουραντά. Πρέπει να του μιλήσω άμεσα»…

Το επόμενο μεσημέρι, ήταν από τα πλέον θερμά της μαύρης περιόδου της ναζιστικής κατοχής. Στην κυριολεξία. Η Αθήνα «έλιωνε» κάτω από τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο. Ο κόσμος απέφευγε να κυκλοφορήσει στους δρόμους. Ελάχιστοι είχαν προτιμήσει τις καθαρές παραλίες του Φαλήρου για να δροσιστούν.

Ο συνταγματάρχης Πλυτζανόπουλος με τον αστυνόμο Μπουραντά από το Χλαπατσάρι της Βοιωτίας, περπατούσαν αργά και φρόντιζαν να βρίσκονται κάτω από τις σκιές που δημιουργούσαν τα δέντρα του Βασιλικού κήπου, στο Σύνταγμα. Φυσικά, επειδή η αγάπη του Αθηναϊκού λαού προς το πρόσωπο τους ήταν τεράστια, γύρω τους είχαν ακροβολιστεί τσολιάδες και άνδρες του «μηχανοκίνητου», για να προλάβουν εκδηλώσεις λατρείας.

«Πρέπει να μπούμε στην Κοκκινιά. Είναι διαταγή από τους πάνω. Μου διαθέτουν ότι κρίνω αναγκαίο και χρειάζομαι το μηχανοκίνητο σου» είπε ο ταγματασφαλίτης στον διοικητή του «μηχανοκίνητου τμήματος της αστυνομίας πόλεων». Ο Μπουραντάς κοντοστάθηκε σαν να σκεφτόταν κάτι και στη συνέχεια χαμογέλασε: «Έχω 120 τρίκυκλες και δίκυκλες μοτοσικλέτες, 26 ειδικά τεθωρακισμένα αυτοκίνητα για ταχεία μεταφορά αστυνομικών δυνάμεων, 30 κοινά επιβατηγά αυτοκίνητα και 120 ποδήλατα, έχω και 700 άνδρες, εξοπλισμένους με αυτόματα όπλα τύπου Steyr. Κάποια από αυτά είναι στο συνεργείο και κάποιοι άνδρες μου είναι σε άδεια. Μπορώ όμως να σου διαθέσω έναν ικανό αριθμό για τη δουλειά. Φυσικά θα έρθω και εγώ επικεφαλής των δικών μου. Θα καλοπεράσουν τα κουμμούνια».

Οι δυο άνδρες συνέχιζαν να μιλάνε και να περπατάνε μέσα στον κήπο. Κάποια στιγμή ο Πλυτζανόπουλος προσκάλεσε τον Μπουραντά στο γραφείο του, που έτσι και αλλιώς βρισκόταν κοντά τους. «Έλα να πιούμε έναν τούρκικο. Έχω απόθεμα. Έχω και ανεμιστήρα, θα δροσιστούμε σε αυτή την κωλοζέστη.» του είπε και συνέχισε, «Αλήθεια τι κάνει ο Αλέξης ο Λάμπου ρε συ; Ρε τον θυμάσαι πως γύριζε στο μπλόκο της Καλογρέζας με την εικόνα της Παναγίας περασμένη στο λαιμό του και μάζευε τα κουμμούνια; Ρε τον μπάσταρδο. Πόσο είχα γελάσει όταν εκείνη η μαυροφορεμένη γριά έπεσε στα πόδια του στη μέση του δρόμου και τον ικέτευε να μη σκοτώσει τα παιδιά της. “Δεν τα σκοτώνω εγώ, αλλά η Παναγία” της είπε. Πως το σκέφτηκε ο πούστης; Ρε τον Αλέξη.».

Οι δυο άνδρες κοντοστάθηκαν ακούμπησαν το χέρι τους σε ένα δέντρο και από τα γέλια, σκυμμένοι, βαστούσαν τις καλοθρεμμένες κοιλιές τους. «Ο Λάμπου είναι τώρα στην Ειδική Ασφάλεια της Χωροφυλακής. Θα χαρεί να έρθει και αυτός στην Κοκκινιά. Άιντε πάμε για τον καφέ.» είπε σχεδόν κλαίγοντας από την ευθυμία, ο αστυνόμος Μπουραντάς.

Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944. 06.50 ξημέρωμα. Κοκκινιά, περιοχή «Περιβολάκι»

Η κυρία Ειρήνη, ήταν αγαπητή σε όλους τους γείτονες. Πρόσφυγας από το Αιβαλί, ήρθε το ’22 και έμεινε σε ένα μικρό σπιτάκι στην οδό Κολοκοτρώνη πίσω από το νεκροταφείο. Όλοι είχαν να μιλάνε για την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη της. Το σπίτι της ήταν ανοιχτό. Το πεζοδρόμιο μπροστά από την πόρτα της, πάντα ασβεστωμένο και γεμάτο γλάστρες, ενώ το νυχτολούλουδο μύριζε τα καλοκαιρινά βράδια, σε όλο το σοκάκι. Τα απογεύματα η κυρία Ειρήνη, το γένος Ευπατρίδου καθόταν με τις γειτόνισσες έξω στα σκαλοπάτια, τους έψηνε καφέ και σχολίαζαν την κατάσταση.

Η κυρία Ειρήνη κυκλοφορούσε τα τελευταία 2 χρόνια με μαύρα. Είχε χάσει τον άνδρα της από την πείνα, τον καταραμένο χειμώνα του ’42. Τα πρωινά έπλενε σκάλες και καθάριζε τα σπίτια κάποιων πλουσίων στο Τουρκολίμανο. Ξυπνούσε χαράματα, πριν ακόμη φέξει ο ήλιος και ξεκινούσε με τα πόδια για το μεροκάματο. Εκείνη τη μέρα είχε ρεπό και είχε κανονίσει να πάει πίσω από την αγορά του Πειραιά μήπως βρει ένα λάχανο για σούπα και καλαμποκάλευρο να φτιάξει μπομπότα, για το μεσημέρι. Είχε και 4 στόματα να θρέψει. Πέντε μαζί με το δικό της.

Τα τρία της αγόρια ο Πέτρος 21 ετών, ο Κωσταντής 19 και ο Ανδρέας 18, ολόκληροι άνδρες, δούλευαν και εκείνα για να βοηθήσουν. Το στερνοπούλι της ο Μάριος ήταν μόλις 14. Τα παιδιά της κυρίας Ειρήνης, ήταν οργανωμένα στο ΕΑΜ. Μόνο ο μικρούλης δεν ήταν.

Εκείνος ήταν σαλταδόρος. Είχε την απίστευτη ικανότητα να ξαφρίζει από τα Γερμανικά φορτηγά, ότι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Κουραμάνες, κονσέρβες, τσιγάρα χύμα, μπαταρίες, κομπόστες. Ότι μετέφερε ένα φορτηγό, ο Μάριος και οι συνομήλικοι του μπορούσαν να το εξαφανίσουν. Είχε αποκτήσει και όνομα, γιατί δεν φοβόταν. Με τα φθαρμένα κοντά παντελόνια του και τα τεράστια παπούτσια στα πόδια του, παρίστανε το μεθυσμένο παιδάκι και πλησίαζε τα βράδια τα Γερμανικά φορτηγά.

 Προσποιούταν ότι προσπαθούσε να ανάψει το τσιγάρο που είχε στο στόμα, επάνω στον προβολέα του οχήματος. Οι Γερμανοί έσκαγαν από τα γέλια. Και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει. Και όσο οι Γερμανοί γελούσαν με τα καμώματα του μικρού «μεθυσμένου», τα υπόλοιπα χαμίνια, άδειαζαν από πίσω, την καρότσα του φορτηγού. Δυο φορές κάποιοι Γερμανοί φαντάροι που τον είχαν ξαναδεί, τον κατάλαβαν και τον κυνήγησαν. Ο Μάριος σώθηκε πηδώντας σαν γάτα μέσα στα σκοτάδια, από ταράτσα σε ταράτσα.

Εκείνο το πρωινό, καθώς η κυρία Ειρήνη έδενε το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της, έτοιμη να πάει στην αγορά, άκουσε θόρυβο από μοτοσυκλέτες, από φορτηγά, από αρβύλες να τρέχουν στους χωμάτινους δρόμους. Παραξενεύτηκε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Φίλησε τον Κωνσταντή που ήταν ξύπνιος και έπινε τον καφέ του και βγήκε. Δεν είχε προλάβει να πατήσει στο ασβεστωμένο πεζοδρόμιο, έξω από την πόρτα της, όταν άκουσε το χωνί που της πάγωσε το αίμα: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14 μέχρι 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι συλληφθούν εντός της οικείας τους θα τουφεκίζονται επί τόπου»

Μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι. Ένα μαύρο προαίσθημα της πλάκωνε την καρδιά. «Κωνσταντή ξύπνα τα αδέρφια σου» του πρόσταξε και πήγε στο σαλόνι. Άρχισε να σπρώχνει το μεγάλο τραπέζι, με τα γυαλικά που είχε φέρει από το Αιβαλί. Το έσπρωχνε με οργή. Το σπίτι που έμενε παλιά ήταν στάβλος. Κάτω από το ξύλινο πάτωμα του σαλονιού, βρισκόταν ένας ξεχασμένος μπουλμές. Ήξερε τι θα γινόταν έτσι και έπιαναν τους γιους της οι «ταγματαλήτες» όπως τους έλεγε. Θα τους εκτελούσαν επί τόπου.

«Γρήγορα μέσα και τσιμουδιά. Άχνα δε θέλω να ακούω. Θα βγείτε όταν σας πω εγώ.» είπε στα αγουροξυπνημένα παιδιά της που είχαν καταλάβει τι γινόταν. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να φέρει το τραπέζι στη θέση του, όταν μια κρυστάλλινη καράφα με ρακί που είχε πάνω κουνήθηκε επικίνδυνα. Ένα μικρό τούρκικο ρακοπότηρο, έπεσε και έγινε χίλια κομμάτια. Το μάζεψε όπως όπως. Στη βιασύνη της επάνω, κόπηκε κιόλας.

Κάθισε ξέπνοη σε μια καρέκλα. Σκεφτόταν τις επόμενες κινήσεις της. Όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πως μέσα στον μπουλμέ μπήκαν τα τρία της παιδιά. «Θεέ μου ο Μάριος μου» είπε και πετάχτηκε. Έτρεξε στην κουζίνα που κοιμόταν ο μικρός. Τον σκούντησε δυνατά, τον ξύπνησε και πήγε πάλι στο σαλόνι να ξανασπρώξει το τραπέζι. Τότε ήταν που άκουσε τα βαριά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού. Δάγκωσε και σχεδόν μάτωσε τα χείλη της. Η πόρτα υποχώρησε από μια κλωτσιά που έριξε κάποιος απέξω. Ύστερα εισέβαλλαν στο σπίτι κάποιοι ντυμένοι τσολιάδες, χωροφύλακες και εκείνος ο μπακάλης από την κάτω γειτονιά, ο κυρ Μάκης. Απέξω περίμεναν σε ένα καμιόνι τρεις πάνοπλοι Γερμανοί.

Το Μπλόκο και οι Ταγματασφαλίτες

Από το 1929 μέχρι και τους πρώτους μήνες του πολέμου, στην Κοκκινιά, τη «μικρή Μόσχα» όπως την έλεγαν, λειτουργούσε ένα εργοστάσιο ταπητουργίας, Αγγλικών συμφερόντων, το Oriental Carpet. Τον μαντρότοιχο του εργοστασίου αυτού, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θειρών, επέλεξαν οι Γερμανοί, οι Ταγματασφαλίτες, οι Χωροφύλακες και οι κουκουλοφόροι, να γράψουν με τα πλέον σιχαμερά γράμματα τον επίλογο μιας μαζικής δολοφονίας.

Στις 8.00 το πρωί η πλατεία της Οσίας Ξένης, είναι ασφυκτικά γεμάτη από 25.000 άτομα. Οι άνδρες χωρίζονται σε ομάδες των «5». Οι ομάδες είχαν κενό ανάμεσα τους, για να μπορούν οι ταγματασφαλίτες και οι κουκουλοφόροι να βλέπουν καλύτερα καθώς περιφέρονταν.

Οι άνδρες έχουν πάρει εντολή να είναι γονατιστοί με το κεφάλι ψηλά για να διακρίνονται. Επικρατούσε. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Πολλοί λιποθυμούν. Οι τσολιάδες «έπιασαν» δουλειά. Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, κρατούσε στο χέρι του ένα μαστίγιο του ιππικού. Φορούσε και μια κάσκα που του είχε δώσει ένας Γερμανός μοτοσυκλετιστής.

Οι προδότες περιφέρονταν ανάμεσα στις ομάδες και έδειχναν. Η σιγή έσπαγε από τον γδούπο κάποιου υποκόπανου, ή από το σπαρακτικό ουρλιαχτό κάποιας γυναίκας που έβλεπε να σηκώνουν τον σύντροφο ή το παιδί της. Ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος με τον γιό του «μπέμπη» τον Θεόδωρο Σγούρο που ήταν ντυμένος τσολιάς και οπλισμένος με αραβίδα,  πήραν θέσεις.

Εκείνη την ώρα, εμφανίστηκαν και οι χαφιέδες. Τα πρόσωπα τους ήταν καλυμμένα με μια μαύρη κουκούλα, για να μην τους αναγνωρίσουν.

Το πρώτο θύμα το υποδεικνύει ο γνωστός σε όλη την περιοχή, Μπατράνης. Είναι ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Αποστόλης Χατζηβασιλείου. Ο χαφιές τον πλησίασε και με ειρωνεία τον χαιρετά όπως ήταν γονατιστός: «Τα σέβη μου λοχαγέ».

Οι ταγματασφαλίτες ορμούν επάνω στον γονατισμένο άνδρα. Με μια ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα. Τον σηκώνουν όρθιο και τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει τους συναγωνιστές του. Η απάντηση του, τους σόκαρε: Ο Χατζηβασιλείου γεμάτος αίματα φώναξε: «Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν». Οι ταγματασφαλίτες λυσσάνε. Τον κρεμάνε και πριν βγει η ψυχή του, τον γδέρνουν ζωντανό. Οι Γερμανοί αξιωματικοί χαμογελούν.

Οι δοσίλογοι Βακαλόπουλος, Παρθενίου, Τσιμπιδάρος, Τσανακαλιώτης, Τηλέμαχος, Μόρφης (της Ειδικής Ασφάλειας), Μητρόπουλος, Γκίνος, τα αδέρφια Λουκάς και Δημήτρης Κασιδιάρης, ο Θόδωρος Σαραντάρης, ο λοχαγός Παπαγεωργίου και ο διερμηνέας Ανθόπουλος συνεχίζουν με το δάχτυλο τεντωμένο: «Εσύ εκεί, σήκω. Εσύ ο κομμουνιστής».

Όλοι οδηγούνται στη μάντρα. Απέναντι τους ένας Γερμανός, βαστούσε στο χέρι ένα μπουκάλι κρασί και όλο έπινε. Ήταν μεθυσμένος. Σε κάθε νέα φουρνιά, έβριζε, έπινε μια μεγάλη γουλιά, και φώναζε: «Alles kommunisten sind kaput». Μετά ίσιωνε το MG42 στο τρίποδο του και πυροβολούσε.

Όταν τελείωσε το φονικό οι Γερμανοί ικανοποιημένοι, έδωσαν την άδεια στους χαφιέδες να σκυλέψουν τα πτώματα. Οι κουκουλοφόροι όρμησαν πάνω στα κουφάρια και άρχισαν να παίρνουν τα αντικείμενα αξίας των νεκρών. Ρολόγια, δαχτυλίδια, βέρες…

Οι Γερμανοί συνέχιζαν να γελούν μέχρι που ένας λοχαγός διατάσσει τον μεθυσμένο με το πολυβόλο να ανοίξει πυρ. Οι προδότες δεν χάρηκαν την «πραμάτεια» τους Πολλοί εκτελέστηκαν επι τόπου. Ανάμεσα τους και οι κουκουλοφόροι Μπατράνης και Μπεμπέκογλου.

Συνολικά δολοφονήθηκαν εκείνο το πρωινό 351 άνθρωποι και μερικοί χαφιέδες.

Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944. 08.30. Κοκκινιά, περιοχή «Περιβολάκι», οδός Κολοκοτρώνη  

«Κυρ Μάκη τι πράγματα είναι αυτά. Πείτε τους να βγουν έξω, δεν υπάρχει κανείς στο σπίτι. Εγώ κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου.» Η κυρία Ειρήνη με ψυχραιμία τα έπαιζε όλα για όλα. Οι ταγματασφαλίτες έκαναν το σπίτι φύλο και φτερό για να βρουν τους γιους της και εκείνη έκανε την τσαντισμένη, την ενοχλημένη για την ξαφνική εισβολή.

Ήταν ανακουφισμένη. Τη στιγμή που έσπαγαν την πόρτα είδε με την άκρη του ματιού της τον Μάριο να πηδάει έξω από το παράθυρο της κουζίνας, πάντα σε ετοιμότητα. Περίμενε να ακούσει πυροβολισμούς. Δεν τους άκουσε και ανάσανε βαθιά. Μετά είδε τη σιλουέτα του, να διαγράφεται στις απέναντι ταράτσες και να χάνεται. Είχε σωθεί.

Ο λοχίας των Ταγμάτων Ασφαλείας, άφριζε που δεν βρήκε κάτι στο σπίτι. «Πάμε παρακάτω, φεύγουμε», διέταξε το απόσπασμα του. Η κυρία Ειρήνη άρχισε να ανασαίνει. «Τα παιδιά μου σώθηκαν» σκέφτηκε.

Ο παντοπώλης της κάτω γειτονιάς όμως τους σταμάτησε. Ένα σαδιστικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του: «Βλέπω κόπηκες κυρά Ρήνη. Βλέπω και γυαλιά στο πάτωμα. Και το χαλί λίγο διαφορετικά βαλμένο. Εσύ είσαι νοικοκυρά. Πως και έτσι; Έκανε κάτι με βιασύνη;» Στη συνέχεια ούρλιαξε: «Αυτό το σπίτι έχει υπόγειο», και έσπρωξε το τραπέζι. Εμφανίσθηκε το άνοιγμα κάτω από το χαλί. Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας όπλισαν και γάζωσαν το ξύλινο πάτωμα. Έριχναν ασταμάτητα επί 4 λεπτά. Τέσσερα μαρτυρικά λεπτά.

Η γυναίκα από το Αιβαλί, έσκιζε με τα νύχια της, τα μάγουλα της. Φωνή δεν έβγαινε από μέσα της παρά μόνο ένα μουγκρητό. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της άσπρισαν σε 4 λεπτά. Οι ταγματασφαλίτες έφυγαν αμέσως μετά, για το επόμενο ύποπτο σπίτι. Η κυρία Ειρήνη με αργά, διστακτικά βήματα πλησίασε την καταπακτή. Κατέβηκε κάτω και είδε τους τρεις γιους, σε μια γωνία, γαζωμένους. Ήταν αγκαλιασμένοι μεταξύ τους. Έμεινε στο υπόγειο δίπλα τους για δύο μέρες.

Τη βρήκε μισότρελη ο Μάριος τη μεθεπόμενη…

Αύγουστος 1967, Μάντρα Κοκκινιάς – μνημείο

Ο διορισμένος δήμαρχος Νίκαιας, ο ταγματάρχης Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, ανιψιός του διοικητή των ταγματασφαλιτών που συμμετείχαν στο μπλόκο, χτύπησε με το δάχτυλο του το μικρόφωνο, να δει εάν λειτουργεί. Κορδώθηκε για να μιλήσει στους συγκεντρωμένους. Η ατμόσφαιρα πάγωσε αμέσως. Ο Δήμαρχος εξήρε τη δράση των ηρωικών Ταγμάτων Ασφαλείας και κατονόμασε τους δράστες της σφαγής. «Ήταν μασκοφόροι προδότες κομμουνιστές οι οποίοι εσφαγίασαν αθώους εθνικόφρονας πολίτας της Νικαίας. Τα Τάγματα Ασφαλείας έπραξαν ορθώς και στον πόλεμον κατά της ερυθράς τρομοκρατίας, ενίκησαν». Το ακροατήριο δαγκώθηκε. Κανείς τους δεν μίλησε, κανένας δεν επευφήμησε το Δήμαρχο. Κάποιοι διακριτικά σκούπισαν τα μάγουλα τους. Μπορεί και να είχαν δακρύσει.

Ένας λεπτός άνδρας 37 ετών, βάστηξε δυνατά το χεράκι του γιου του. «Μπαμπά, γιατί τρέμεις; Κρυώνεις;» ρώτησε το παιδάκι, που σήκωσε το κεφάλι του, μισόκλεισε τα μάτια του γιατί το τύφλωνε ο ήλιος και κοίταξε τον πατέρα του.

«Δεν τρέμω Αντρίκο μου. Απλά ακούω τον κύριο Δήμαρχο. Αυτά που λέει…» απάντησε ο άνδρας που πάσχιζε να ανακτήσει την αναπνοή του. Είχε ζήσει όλη τη φρίκη εκείνης της ημέρας. Είχε γλυτώσει επειδή ξέφυγε από ταράτσα σε ταράτσα. Και τώρα άκουγε από κάποιον απόγονο εκείνης της άθλιας φάρας, πως όλα όσα έζησε, δεν έγιναν έτσι.

Προς στιγμήν σκέφτηκε να ουρλιάξει και να φωνάξει: «Πες την αλήθεια ρε αλήτη. Την αλήθεια ρε», αλλά δεν το έκανε. Είχε ένα παιδί να μεγαλώσει. Ένα παιδί που του είχε δώσει το όνομα του ενός αδερφού του.

Οι σκέψεις του κόπηκαν μαχαίρι. Από την άκρη της πλατείας ακούστηκε μονάχα ένα «Ζήτω» και κάποιο χειροκρότημα. Ο ηλικιωμένος άνδρας που φώναξε, και ύστερα κοίταξε με περιφρόνηση τον κόσμο, ήταν κάποτε ο μπακάλης στην κάτω γειτονιά…

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το