Την τελευταία της πνοή άφησε το βράδυ της Παρασκευής (15/2), στα 93 της χρόνια η μεγάλη ποιήτρια και πεζογράφος Βικτωρία Θεοδώρου.
Η Βικτωρία Θεοδώρου γεννήθηκε στα Χανιά το 1926. O πρόωρος θάνατος του πατέρα της -ήταν μόλις οχτώ χρονών- και η φτώχεια της Xανιώτισσας μητέρας την υποχρέωσαν να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο στο Hράκλειο.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθήνας. Το 1942 οργανώθηκε στην τοπική οργάνωση της ΕΠΟΝ στα Χανιά ως μαθήτρια γυμνασίου, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και συνέχισε τη δράση της στην Αθήνα ως φοιτήτρια, με αποτέλεσμα να εξοριστεί στις αρχές του 1948 διαδοχικά στη Χίο, το Τρίκερι και την Μακρόνησο.
Τον Δεκέμβρη του 1952 αφέθηκε ελεύθερη ως «αδειούχος εξόριστη» μετά από ενέργειες του συμπατριώτη της, Χαρίδημου Σπανουδάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα (1955), και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, τις οποίες είχε αναγκαστικά διακόψει. Το 1956 απέκτησε τις δίδυμες κόρες της Μαρία και Ειρήνη.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1957 με ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Έκτοτε δημοσίευσε 12 ποιητικές συλλογές και 6 πεζά.
Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1957. Έκτοτε καλλιεργεί την ποίηση, αλλά κυρίως συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: “Ποιήματα”, “Eγκώμιο”, “Kατώφλι και παράθυρο”, “Bορεινό προάστιο”, “Tο λαγούτο”, “H εκδρομή”, “Oυρανία”, ” Άρειος ύπνος”, “H νυχτωδία των συνόρων”, “Mειλίγματα”, “Xρονικό”, “Eυνοημένοι”. Tα πεζογραφήματα “Στρατόπεδα γυναικών” και“Γυναίκες εξόριστες στα στρατόπεδα του εμφυλίου”. Tο αφήγημα “O Tράικο”. Tη νουβέλα “Γαμήλιο δώρο” και το μυθιστόρημα “Oι δεσποινίδες της οδού Λαμψάκου”.
Είχε μεταφράσει ποιήματα και πεζά από από τα γαλλικά και από σλαβικές γλώσσες. Ένα μέρος του έργου της παραμένει ανέκδοτο, ενώ την επιμέλεια του αρχείου της έχει αναλάβει ο Θάνος Φωσκαρίνης.
Η Βικτωρία αντικατοπτρίζει μέσα στο έργο της τους πόθους και τους αγώνες του λαού μας για ελεύθερη ζωή ενάντια σε κάθε δυνάστη, με διακριτό τρόπο και χωρίς πομπώδεις περιγραφές, εμβαθύνοντας στις αλλαγές που έφεραν στον ψυχισμό των ανθρώπων η μεταπολεμική και ή μεταπολιτευτική περίοδος, χωρίς ποτέ να γίνει κοινωνός μιας ιδεολογίας της παραίτησης
Σ’ ΑΠΟΧΤΗΣΑ
Σ’είδα απ’ τ’αμπέλια ν’ ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις αχτίνες σου –
σ’είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.
Στ’ αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ’απόχτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ’όλα τα μάτια που σε βλέπουν.
ΠΩΣ ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΑ
Πώς παγιδεύτηκα σ’ αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα
σ’ αυτά τα δίχτυα που κλωσούν
καινούρια άστρα κι αναλώνονται
στης άναρχης δημιουργίας τις φλόγες;
Εδώ θ’αφανιστώ και θ’αφομοιωθώ
χωρίς τουλάχιστο το λαμπρό θάνατο
που ’χουν τα ουράνια σώματα.
Ο πόνος μ’ έφερε, ο πόνος θα μου δώσει τέλος;
Αόρατες δυνάμεις μ’ οδηγούνε όπου δεν θέλω
και με πάνε αντίθετα, πάντα αντίθετα,
η αγάπη μού δίνεται άκαιρη όταν δεν τη ζητώ,
μια καταπίεση ακόμα
κι όλο μακραίνω στην παγίδα ωστόσο μέσα.
Από τη συλλογή Ουρανία, Κέδρος 1978
Οι φωτογραφίες – ντοκουμέντα από το αρχείο του αντιστασιακού Λάμπη Χρονόπουλου ( δημοσιεύονται από την κόρη του Γιούλη Χρονοπούλου). Η πρώτη επίσκεψη στο Τρίκερι (η Βικτωρία στη μέση), και ένα ποίημα για το Τρίκερι, γραμμένο σε μπλοκάκι και αφιερωμένο στον Λάμπη Χρονόπουλο, που το παραθέτω:
Ώρες γυρνώ στο πάνω και στο κάτω Τρίκερι / ένα κεφαλομάντηλο να μη μπορώ να βρω / κίτρινο, με το σταμπωτό στεφάνι / εδώ που κινηθήκαν ποταμός και σάλεψαν / όπως σαλεύουν τα λουλούδια / μ’ ένα μαΐστρο σύμμαχο / μαντήλια και πλεξίδες, που έφεγγαν / σα φαναράκια μες στη λαγκαδιά / σα πλουμισμένοι συκοφάγοι που πετούνε χαμηλά / πηγαίνοντας στο Νότο…/ μέλισσες που τρυγήσατε το μέλι / από της κουμαριάς την καμπανούλα / όπου τα τριγυρνούσατε σα θαμπωμένες / πρώιμα την άνοιξη και κατακίτρινα / σπάρτα δεν ήταν ανθισμένα / η Όλγα ήταν, η Πασχαλιά, η Ισμήνη, η Δήμητρα, η Μυρσίνη.
prologos.gr
e-prologos.gr