Είναι σαφές πως η επαναφορά της βάσης του 10 για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο θα είναι μια “γενναιόδωρη” χειρονομία προς τους ιδιοκτήτες κολεγίων.
Από την άλλη η εισαγωγή όλων των υποψηφίων στο πανεπιστήμιο νομιμοποιεί τη “μετάλλαξη” του πανεπιστημίου σε κέντρο κατάρτισης (ΚΕΚ, Κέντρα Επιμόρφωσης κ.λπ.), απεμπολώντας τις ακαδημαϊκές πρακτικές που οφείλουν να διέπουν τη παραγωγή γνώσης αλλά και την έρευνα. Έμμεσα νομιμοποιεί και την αποσύνδεση του πτυχίου από επαγγελματικά δικαιώματα (κλάδοι ΠΕ κ.λπ.) αλλά και από το διορισμό (βλ. αναπληρωτές δάσκαλοι και καθηγητές).
Να υπενθυμίσω εδώ, σχηματοποιώντας κάπως τα πράγματα, πως τα πανεπιστήμια βγάζουν επιστήμονες με ότι αυτό συνεπάγεται για τη γνωστική και κοινωνική τους συγκρότηση, αλλά και για τη θέση τους στη κοινωνική διαστρωμάτωση, τα ΤΕΙ, ας πούμε τα Fachochschule, δίνουν έμφαση στην εφαρμοσμένη γνώση, βγάζουν στελέχη για την παραγωγή, και τα ΚΕΚ, ΙΕΚ κ.λπ. καταρτίζουν το ανθρώπινο δυναμικό.
Η σχετικοποίηση λοιπόν όλων των κριτηρίων, -το εκπαιδευτικό σύστημα ρυθμίζει μέσω “αδιάβλητων” εξετάσεων τις ροές εργατικής δύναμης (ανειδίκευτης, ειδικευμένης, διανοητικής, χειρωνακτικής κ.λπ.) προς την αγορά εργασίας-, μπορεί να προβάλλεται ως ισότητα αλλά είναι εξισωτισμός προς τα κάτω (“ισιότητα”). Κατά τη γνώμη μου με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο θα επανακτήσει τον έλεγχο της γνώσης και της έρευνας που βρίσκονται στο Δημόσιο πανεπιστήμιο ιδιοποιούμενο επίσης τις υποδομές (ερευνητικές, κτιριακές κ.λπ.).
Αυτό θα σημάνει μια μαζική αποειδίκευση της κοινωνίας, καθώς δεν θα είναι η κοινωνία αλλά η αγορά που θα ελέγχει γνώση και έρευνα. Με τη σειρά τους οι πανεπιστημιακοί θα είναι υπόλογοι απέναντι στην αγορά και όχι στην κοινωνία. Το γεγονός αυτό θα δυσχεράνει παραπέρα την άρθρωση μιας κριτικής σκέψης που είναι όρος για την προαγωγή της επιστήμης (βλ. επιστημονικές τομές, ακαδημαϊκό άσυλο κ.λπ.). Αυτό θα έχει επίσης ως συνέπεια η κοινωνία να μη διαθέτει αξιόπιστες έρευνες για τον αμίαντο, τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, τις εξορύξεις χρυσού στις Σκουριές, την υγεία κ.λπ. Αυτές θα είναι “πειραγμένες”.
Ωστόσο αν θέλει κάποιος να καταργήσει τις “ανισότητες” που δημιουργεί και αναπαράγει το εκπαιδευτικό σύστημα, επειδή οι τίτλοι σπουδών με τα συστήματα εξετάσεων λειτουργούν ως διαπιστευτήρια στην αγορά εργασίας, τοποθετώντας τα άτομα στο τεχνικό καταμερισμό εργασίας, θα πρέπει να θέσει και το ζήτημα του διαχωρισμού του σχολείου από την εργασία (βλ. πολυτεχνική εκπαίδευση, “αποσχολικοποίηση” κ.ο.κ.). Να θέσει δηλαδή το ζήτημα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Εδώ όμως χρειάζονται κοινωνικά υποκείμενα που να είναι σε θέση να παρέμβουν στο σύστημα παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας.
Αλλιώς αυτός ο εξισωτισμός προς τα κάτω μπορεί να απορυθμίσει πλήρως την αγορά εργασίας καταργώντας ένα κοινωνικό κεκτημένο (ωράρια, επαγγελματικά δικαιώματα, επιδόματα κ.λπ.) που εμποδίζει την απόλυτη ρευστοποίηση της εργασιακής δύναμης, αυξάνοντας όμως την ευελιξία και την επισφάλεια όλων, και των κατόχων πανεπιστημιακών τίτλων (βλ. κογκνιταριάτο). Θα υπονομεύσει, εκτός των άλλων, το σύστημα των κλαδικών συμβάσεων εργασίας που βασίζεται στις ειδικές εργασιακές δεξιότητες και στις επαγγελματικές καταστάσεις και επιτρέπει στο κόσμο της εργασίας, να ανασυντάσσεται, ως συλλογική δύναμη, απέναντι στο κεφάλαιο.
Υ.Γ. Η συζήτηση αυτή γίνεται και σε άλλες χώρες. Από εκεί εισάγονται και οι “καινοτόμες” ιδέες. Το βιβλίο της W. Brown (αναρτώ το εξώφυλλο) περιγράφει με ανάγλυφο και διεισδυτικό τρόπο πως εγκαθιδρύεται η εκπαιδευτική “ισιότητα” στις ΗΠΑ.
Θανάσης Αλεξίου
e-prologos.gr