Του Χρήστου Κάτσικα

Στη διαδικτυακή συνομιλία της υπουργού Παιδείας κ. Νίκης Κεραμέως με μαθητές από το 1ο Γενικό Λύκειο Άργους,  μία από τις ερωτήσεις των μαθητών ήταν ποια είναι κατά τη γνώμη της τα μειονεκτήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σε σχέση με άλλες χώρες.

Η υπουργός απάντησε ότι ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα του  εκπαιδευτικού  μας συστήματος είναι ο συγκεντρωτισμός αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Παιδείας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι  «ο συγκεντρωτισμός στην εκπαίδευση δεν μας αρέσει καθόλου».

Και συνέχισε: «Υπήρχε παραδοσιακά στη  χώρα μας ένας πάρα πολύ μεγάλος συγκεντρωτισμός, ο οποίος ερχόταν στο Υπουργείο Παιδείας να αποφασίζει, δηλαδή, για τα πάντα ο Υπουργός Παιδείας . Μπορεί σε κάποιους αυτό να άρεσε, γιατί συγκέντρωνε εξουσίες αλλά σε εμάς δεν αρέσει καθόλου. Θεωρούμε ότι κάνει κακό στην εκπαίδευση, για αυτό προσπαθούμε στη κατεύθυνση της αποκέντρωσης. Όσο η λήψη απόφασης γίνεται σε επίπεδο σχολείου ή σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, τόσο καλύτερο το επαιδευτικό μας σύστημα»

Το τελευταίο διάστημα, όλο και πιο συχνά, σε όλα τα επίσημα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής ξαναγίνεται λόγος για το «συγκεντρωτικό, άκαμπτο και γραφειοκρατικό χαρακτήρα» του εκπαιδευτικού μας συστήματος που οδηγεί στο «σφιχτό εναγκαλισμό της παιδείας από το άκαμπτο κράτος» με αποτέλεσμα «το σχολείο να παραμένει ξεκομμένο από τη ζώσα πραγματικότητα και τα προβλήματα της κοινωνίας».


Το 2015 ο πρόεδρος του Εθνικού Διαλόγου, Αντ. Λιάκος, έκανε λόγο για εκπαίδευση «διασωληνωμένη από το κράτος» και τόνισε την ανάγκη «ενηλικίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, με τον απογαλακτισμό από το μεγάλο, προστατευτικό και παρεμβατικό κράτος» ενώ  και ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μιλώντας στη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, δήλωνε: «Θέλουμε να περάσουμε αρμοδιότητες, ευθύνες με ανάλογους πόρους, όμως όχι απλώς να διώχνουμε ευθύνες από το κεντρικό κράτος στην Αυτοδιοίκηση και στις σχολικές μονάδες. Δεν πιστεύουμε ότι ένα συγκεντρωτικό σήμερα εκπαιδευτικό μοντέλο μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας».

Τα χρόνια πέρασαν, οι κυβερνήσεις άλλαζαν αλλά τον Ιούνιο του 2021 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχίζοντας με την ίδια περπατησιά σημείωνε με τη σειρά του ότι «η εκπαίδευση, το σχολείο μας, έχει έρθει η ώρα να απεγκλωβιστεί από το Υπουργείο. Στο εξής, λοιπόν, οι σχολικές μονάδες αυτονομούνται στις τάξεις και αυτό το θεωρώ εξαιρετικά σημαντική τομή»

Και έτσι τον Αύγουστο του 2021, στον πρόσφατο νόμο 4823/2021 “Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις” στο  Μέρος Δ΄ «Διατάξεις για την αυτονομία της σχολικής μονάδας» σημειώνεται ότι «σκοπός είναι η ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου μέσω της απόδοσης μεγαλύτερης ελευθερίας στην οργάνωση της διδασκαλίας, της ενίσχυσης του ρόλου του Διευθυντή/Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών σε θέσεις ευθύνης και της θέσπισης ενός πλαισίου αυξημένης διαφάνειας και λογοδοσίας».

Να ξεκαθαρίσουμε ότι οι θέσεις που διατυπώνονται όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν πνευματική ιδιοκτησία των επιτελών του Υπουργείου Παιδείας καθώς, αφενός, υπήρχαν αυτούσιες στην Έκθεση του ΟΟΣΑ για το ελληνικό σχολείο, στα κείμενα της Παγκόσμιας Τράπεζας και της ΕΕ και αφετέρου ήταν κοινός τόπος του τοπικού Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και του Συνδέσμου Ιδιωτικών Σχολείων (ΣΙΣ).

Θυμίζουμε ότι η κεντρική πρόταση του ΣΕΒ, του ΣΙΣ και του ΟΟΣΑ στο θέμα αυτό συνοψίζονται στα παρακάτω:

            1. Αυτονομία σχολικών μονάδων-ενίσχυση της αυτονομίας των διοικήσεων των σχολείων στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και τη διαχείριση του προϋπολογισμού του σχολείου (αυτοχρηματοδότηση των σχολείων στο πλαίσιο της «αυτονομίας» και κατηγοριοποίησή τους ανάλογα με τις επιδόσεις ή τις εγγραφές).

            2. Άμεση και πλήρης υπαγωγή στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Βήμα-βήμα για σχολεία – επιχειρησιακές μονάδες και νέο δημόσιο μάνατζμεντ

            Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο των σχολείων (που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εγγραφή μαθητών και την άνοδο των μαθητικών επιδόσεων, προκειμένου να διατηρήσουν τη δημόσια χρηματοδότησή τους), η μετατροπή των σχολείων σε επιμέρους επιχειρησιακές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς ή με την ενίσχυση του ατομικού τους προϋπολογισμού διαμέσου της εμπορευματοποίησης των δημόσιων υποδομών τους), η επιβολή των αρχών του νέου δημόσιου μάνατζμεντ στο πεδίο του δημόσιου σχολείου (με το νέο νόμο οι διευθυντές μετατρέπονται σταδιακά σε μάνατζερ), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Ήδη με το άρθρο 82 του ν. 4823/2021, προβλέπεται ότι ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας με δική του πρωτοβουλία, δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με κάθε φορέα που κρίνει σκόπιμο. Αυτό που στην πραγματικότητα περιγράφεται εδώ είναι η προετοιμασία για την είσοδο των ιδιωτών στα σχολεία, όπου οι τελευταίοι θα μπορούν να αξιοποιούν τις εγκαταστάσεις του σχολείου.

Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γιώργος Καλημερίδης η σχολική αυτονομία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της συστηματικής προσπάθειας των κυρίαρχων εκπαιδευτικών πολιτικών να μειώσουν το κόστος της δημόσιας εκπαίδευσης, να τροποποιήσουν τους πολιτιστικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς του σχολείου με βάση τις αρχές της επιχειρηματικότητας και της αγοράς και να τροποποιήσουν το συσχετισμό ισχύος των κοινωνικών και  εκπαιδευτικών δυνάμεων που καθορίζουν τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς» είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρούν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.

Παράλληλα, καθώς προοπτικά μια σειρά κεντρικά ζητήματα, όπως ο τρόπος πρόσληψης, ο μισθός, ο πειθαρχικός έλεγχος, προβλέπεται να καθορίζονται σε επίπεδο σχολικής μονάδας ή δήμου και περιφέρειας, θα πριμοδοτηθεί η αποδυνάμωση των εκπαιδευτικών οργανώσεων, οι οποίες θα δυσκολεύονται πλέον να οργανώσουν τα μέλη τους σε πανεθνικό επίπεδο.

Αυτονομία που οδηγεί… σε μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο!

Κάτι τελευταίο από την εμπειρία άλλων χωρών στις οποίες έχει προχωρήσει η σχολική αυτονομία: Αν και τα σχολεία αποκτούν φαινομενικά, στα πλαίσια της αυτονομίας,  ένα σύνολο νέων αρμοδιοτήτων, ελέγχονται πλέον σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τις επιδόσεις των μαθητών τους στη βάση συγκεκριμένων ποσοτικών κριτηρίων. Πρόκειται για λογοδοσία βασιζόμενη στις συγκεκριμένες αποδόσεις, γεγονός που οδηγεί στην ομογενοποίηση των παιδαγωγικών πρακτικών στα σχολεία γύρω από ό,τι είναι μετρήσιμο (διδασκαλία για τις εξετάσεις) με στόχο τη διασφάλιση του κρατικού ελέγχου στη γνώση και την παιδαγωγική πράξη. Ας πάρουμε υπόψη ότι σε αυτό το δρόμο βαδίζει τόσο η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων όσο και η νομοθέτηση της “Eλληνικής Pisa”, δηλαδή των «εθνικών» εξετάσεων στην ΣΤ΄ τάξη του δημοτικού και στην Γ΄ τάξη του Γυμνασίου.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το