Στο τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου 1947 η πρώτη φάση των εαρινών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ολοκληρώθηκε, χωρίς ωστόσο ο Κυβερνητικός Στρατός να έχει πετύχει τον αντικειμενικό του στόχο, που ήταν ο αφανισμός του Δημοκρατικού Στρατού. Είχαν προηγηθεί σκληρές συγκρούσεις κατά τις οποίες τα φαράγγια του Κόζιακα, της Αργιθέας και των Αγράφων, βάφτηκαν με μπόλικο αίμα. Ο Κυβερνητικός Στρατός, με την υπεροχή που διέθετε σε έμψυχο και άψυχο υλικό, κατόρθωσε να καταλάβει σχεδόν όλα τα στρατηγικά σημεία και τα υποχρεωτικά περάσματα και έστησε εκεί ισχυρά φυλάκια.
Από την πλευρά του ο Δημοκρατικός Στρατός, με αλλεπάλληλους ελιγμούς ανάμεσα από τη διάταξη του αντιπάλου, μπόρεσε να διατηρήσει τη συνοχή του και κάτω από τρομερές δυσκολίες κατάφερε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να ριχτεί ξανά στη μάχη με δυναμισμό.
Το Μάη και τον Ιούνιο του 1947, οι θύλακες του στρατού και τα οχυρωμένα φυλάκιά του, από το Καρπενήσι έως τον Κόζιακα, δέχτηκαν επιθέσεις αυτοκτονίας από αντάρτικα τμήματα. Πολλοί θύλακες και πολλά φυλάκια έπεσαν, κ έτσι το οπλοστάσιο του Δημοκρατικού Στρατού πλούτισε.
Στην περιοχή Απεραντίων και σε χωριά του τέως δήμου Αγραίων, ένα κυβερνητικό τάγμα με υποστήριξη πολυάριθμων παρακρατικών, κρατούσε γερά την τρίτη σειρά της αμυντικής διάταξης. Ένας λόχος στρατοπέδευε μονίμως στη Βούλπη, και κάποια άλλα τμήματα του Στρατού, στα χωριά Λημέρι, Γρανίτσα, Λιθοχώρι, Ραφτόπουλο και Πρασιά, έτσι ώστε η περιοχή χαρακτηριζόταν απρόσβλητη από αντάρτικη επιδρομή. Με τη σιγουριά αυτή, το είχαν ρίξει στο γλεντοκόπι και σε άλλες ενασχολήσεις, που ντροπιάζουν και αμαυρώνουν την ανθρώπινη ιδιότητα. Επιλεγμένα θύματα, ήταν κορίτσια δροσοστόλιστα, ανέγγιχτες παρθένες – κατά προτίμηση αριστερών οικογενειών – που συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν για “ανάκριση” χωρίς συνοδεία συγγενών τους. Μελίρρυτες νέες, όπως η καλλίγραμμη Αποστόλου και άλλες γνώρισαν για βδομάδες τις ειδικές απάνθρωπες “ανακρίσεις”. Την ίδια “ανάκριση” έζησαν και γυναίκες παντρεμένες.
Ένα από τα πολλά θύματα των κτηνάνθρωπων ήταν και η Αλεξάνδρα Κ. Πάζιου από τα Τοπόλιανα, που ήταν το καμάρι του χωριού, καθώς διακρινόταν για την αγγελική σωματική της διάπλαση αλλά και για την επιβλητική της ψυχική συγκρότηση.
Στα μέσα Μαίου του 1947, μια ομάδα βαριά οπλισμένη, πρωί και πριν χαράξει, χτύπησε παρατεταμένα την πόρτα του σπιτιού της.
Έντρομος ο γέρο-Κώστας, ο πατέρας της, άνοιξε.
-Τι συμβαίνει ρε καλόπαιδα και μου αναστατώνετε τη φαμελιά τέτοια ώρα; ρώτησε.
-Εκτελούμε εντολές, είπε αγριεμένα ένας λοχίας. Θέλουμε την κόρη σου την Αλεξάντρα για ανάκριση.
-Τι ξέρει το κορίτσι μου; Αν θέλετε κάτι να μάθετε, να ΄ρθω εγώ ν΄ ανακριθώ…
-Όχι, όχι… Την Αλεξάνδρα θέλουμε και μάλιστα να ετοιμαστεί και να ντυθεί αμέσως. Σε δέκα λεπτά. Διαφορετικά θα μας ακολουθήσει με το νυχτικό…
Σε λίγο πέρασαν μέσα στο σπίτι, άρπαξαν την Αλεξάνδρα και σηκωτή την κατέβασαν από την εξωτερική σκάλα του σπιτιού.
-Περιμένετε καλοί μου άνθρωποι, να ΄ρθω κι εγώ μαζί σας… Πως μου παίρνετε έτσι το κορίτσι και που το πάτε; Είπε σχεδόν ψιθυριστά ο δύστυχος πατέρας, έτσι που να μην ερεθίζει τους απαγωγείς.
-Αν θέλεις το καλό σου γέροντα, φύγε!… Μην προσπαθήσεις να μας ακολουθήσεις. Έτσι ορίζει η διαταγή.
Μετά από τρίωρη πορεία, η Αλεξάνδρα και οι αρπάχτες της, έφτασαν στα Λεπιανά, όπου της έγινε θερμή φιλική υποδοχή. Την οδήγησαν σε ένα σπίτι που ήταν επιπλωμένο με νοικοκυρεμένη φροντίδα κι εκεί της υπέδειξαν να καθίσει στο κρεβάτι που ήταν στρωμένο με πεντακάθαρα σεντόνια.
-Δεν πειράζει, είπε. Στέκομαι όρθια. Θέλω όμως να μου πείτε γιατί με φέρατε εδώ.
-Εμείς είμαστε παρακατιανοί, της είπαν. Δεν ξέρουμε για ποιους λόγους σε φέρανε. Άλλοι τα ξέρουν αυτά. Πως να στο πούμε; Τα μεγάλα κεφάλια, που θα έλθουν σε λίγο. Τώρα αν θέλεις να ξεκουραστείς, το κρεβάτι είναι στη διάθεση σου.
Ολομόναχη η Αλεξάνδρα στην περίεργη αυτή φυλακή της, ζώθηκε από μαύρα φίδια: “Τι άραγε να θέλουν από μένα;” σκέφτηκε. “Αν ήταν κάτι για καλό, η συμπεριφορά τους στον πατέρα μου θα ήταν διαφορετική. Αν πάλι έχουν κατά νου άλλα πράγματα, δεν τα λογάριασαν καλά, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να ενδώσω”.
Ο χώρος που ήταν κλεισμένη, επικοινωνούσε εσωτερικά με κάποιο διπλανό δωμάτιο. Απ΄ το δωμάτιο αυτό, άκουσε γρατσουνίσματα στην πόρτα και μια αδύναμη φωνή. Επικέντρωσε εκεί την προσοχή της κι άκουσε φωνή γυναίκας να της λέει:
-Δεν ξέρω ποια είσαι και από που σε φέρανε, ξέρω όμως τι σε περιμένει. Σ΄ αυτό το δωμάτιο που είσαι, με κράτησαν για 30 μέρες κι έχω μισοχαμένα τα λογικά μου. Αν πρόκειται να γνωρίσεις τον εξευτελισμό που έζησα εγώ, καλύτερα να αυτοκτονήσεις πριν να είναι αργά. Το νου σου, έρχονται!.. Πρόσεξε καλά και μη σου ξεφύγει λέξη. Κουβέντα δεν αλλάξαμε!..
Πράγματι η πόρτα άνοιξε με πάταγο και ο “ανακριτής” σαν πραγματικός τζέντλεμαν, με περισσή ευγένεια και καλοσύνη χαιρέτησε την Αλεξάνδρα.
-Όρθια στέκεσαι Αλεξάνδρα τόση ώρα; Α…, θα σε μαλώσουμε… Κάθησε, σε παρακαλώ! Εδώ πρέπει να αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου.
Τα είπε αυτά ο “ανακριτής” με πλατύ χαμόγελο και κατέβαλε προσπάθεια μεγάλη, για να κρύψει τις άκρες των χειλιών του που έσταζαν δηλητήριο. Η Αλεξάνδρα ενεργοποίησε όσα εφόδια ψυχραιμίας διέθετε και αφού ευχαρίστησε τον εξουσιαστή της για την έγνοια του, ζήτησε να της πει τι ακριβώς γυρεύουν από κείνη. Αυτός, αφού ρούφηξε το τσιμπούκι του, έτσι που ο πυκνός καπνός ανέβηκε ως το ταβάνι, κοίταξε την Αλεξάνδρα κατάματα, έτοιμος να χλιμιντρίσει από τη φλογισμένη και ταπεινή υπερδιέγερση του κορμιού του.
-Πολύ βιάζεσαι… Θα γεράσεις γρήγορα και είναι κρίμα… Ακόμα καλά-καλά δεν ήρθες κι ούτε καν γνωριστήκαμε… Αλλά έτσι είστε σεις οι νέοι, βιαστικοί κι επιπόλαιοι! Δεν μπορείτε να εκτιμήσετε τις ευκαιρίες που σας δίνονται… Αλήθεια πόσο χρονών είσαι;
-Έχω μπει στα δεκαεννιά μου.
-Μπράβο!.. Τόσο σ΄έκανα κι εγώ, είπε ο “ανακριτής”. Έγλυψε επιδειχτικά τα ξεροσκασμένα χείλη του και συνέχισε: Τι να σου πω Αλεξάνδρα… Δεν το κρύβω, είσαι πολύ όμορφη και απ΄ότι μαρτυράει γενικότερα η παρουσία σου, έχεις μυαλό ακονισμένο. Αν το ενεργοποιήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, πολλά έχεις να ωφεληθείς, όχι μόνο εσύ αλλά κι ο αδερφός σου ο Χαρίλαος, κι ο πατέρας σου. Έχω γι΄αυτούς άσχημες και βαριές κατηγορίες, που αν αποδειχτούν, είναι ενδεχόμενο να τους οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αλλά και για σένα πολλά λέγονται… Για να δω τι γράφουν τα χαρτιά μας… Μάλιστα!.. Ο πατέρας σου κι ο Χαρίλαος είναι αμετανόητοι κομμουνιστές και λίαν επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια. Εσύ φέρεσαι ότι ήσουν οργανωμένη στην ΕΠΟΝ και υπάρχει μαρτυρία έγγραφη, ότι χαιρέτησες με ενθουσιασμό τον αρχισυμμορίτη Χρήστο Κορώζη στο καφενείο του χωριού σου. Πες μου λοιπόν, τι έχεις να πεις για όλα αυτά;
-Ο πατέρας μου δεν είχε ανάμιξη σε καμία οργάνωση, ενώ εγώ κι ο αδελφός μου οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ, όπως όλοι οι νέοι και οι νέες του χωριού. Είναι αλήθεια ότι εργαστήκαμε με ζήλο, γιατί πιστέψαμε ότι κάτι προσφέρουμε κι εμείς στον αντιφασιστικό αγώνα του λαού μας. Όσον αφορά την κατηγορία ότι χαιρέτησα τον Κορώζη με ενθουσιασμό, εκείνοι που τα λένε αυτά, καλό θα ήταν να ελέγξουν τα καντάρια με τα οποία ζύγιζαν τον ενθουσιασμό μου, γιατί δεν είναι ακριβοδίκαια.
-Α!.. Για στάσου Αλεξάντρα. Δε νομίζεις ότι λες πολλά κι επιβαρύνεις τη θέση σου; είπε με προσποιητό ενδιαφέρον ο “ανακριτής”. Το γεγονός και μόνο ότι πρόσφερες υπηρεσία σε κομμουνιστική οργάνωση, αρκεί για να σε τυλίξω σε μια κόλα χαρτί και να σε στείλω στρατοδικείο. Όμως δεν θα το κάνω, γιατί πολύ σε συμπάθησα και θέλω οι δυο μας να γίνουμε φίλοι.
————————Δείτε και αυτό:
Η Αλεξάνδρα έμεινε αμίλητη κι εκείνος άπλωσε το χέρι του για να της χαϊδέψει το μάγουλο. Τον απέτρεψε με μια απότομη κίνηση, ξεκαθαρίζοντάς του ότι σε καμία περίπτωση, δεν θα δεχθεί προσβολή της προσωπικότητάς της. Νευριασμένος τότε ο “ανακριτής”, άνοιξε το παράθυρο και φώναξε κοντά του έναν λοχία που καθόταν πάνω σε κάποιο ασπρολίθαρο έχοντας το αυτόματο στα γόνατά του. Με επιτακτική φωνή, τον διέταξε να απομακρύνει αμέσως το κορίτσι που ήταν κλεισμένο στο διπλανό δωμάτιο.
-Κύριε διοικητά, να φύγει για το σπίτι της;
-Να φύγει… Εκτός κι αν τη ζητήσει για ανάκριση κάποια άλλη μονάδα.
Έκλεισε το παράθυρο ο “ανακριτής” και προσπάθησε να γεμίσει το τσιμπούκι του με αρωματικό αμερικάνικο καπνό. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί έτρεμε σύγκορμα. Αναψοκοκκινισμένος, πλησίασε την Αλεξάντρα και τη χτύπησε με μανία στο πρόσωπο έτσι που εκείνη έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ενώ η ομηρία βρισκόταν ακόμα στο πρώτο στάδιο, οι μεγάλες κεφαλές κορφολόγησαν αχόρταγα τη φρεσκάδα της και τρύγησαν λαίμαργα την αγνότητα του κορμιού της. Στη συνέχεια, η Αλεξάνδρα παραδόθηκε σε άλλο “ανακριτικό” λεφούσι , ώσπου μετά από 25 μέρες αφέθηκε ελεύθερη, με κομμένα σύρριζα τα μαλλιά και με σαλεμένα τα λογικά της, σαν ξεφτισμένο άχρωμο κουρέλι.
Οι συγγενείς της και οι χωριανοί, που όλο αυτό το διάστημα δε γνώριζαν απολύτως τίποτα για την τύχη της, μόλις την είδαν να μπαίνει στο χωριό τρεκλίζοντας΄έτρεξαν να τη βοηθήσουν, αλλά εκείνη, με νοήματα τους έγνεψε να μην την αγγίξουν.
Ο μπάρμπα-Κώστας, ο πατέρας της, με τρέμουλο στην ψυχή και την καρδιά, όρμισε να γεμίσει την αγκαλιά του, μα εκείνη τον απέτρεψε:
-Μη πατέρα… Μη με πλησιάζεις. Απ΄όπου κι αν με πιάσεις θα λερωθείς…
Και συμπλήρωσε:
-Τώρα, εγώ δεν έχω θέση ανάμεσά σας. Αν μ΄αγαπάς φρόντισε να μου βρεις τουφέκι, να φύγω για τόπους μακρινούς
Έτσι κι έγινε. Σα λαβωμένα αγρίμια, η Αλεξάνδρα και ο αδερφός της Χαρίλαος, άφησαν νύχτα το χωριό και πέρασαν στο Δημοκρατικό Στρατό.
Αργότερα, βρέθηκα πλάι τους, σε φονικές συγκρούσεις και σε μάχες σκληρές. Διαπίστωσα τότε, πως αυτοί οι άνθρωποι δεν φρόντιζαν να αποφύγουν το θάνατο, αλλά αντίθετα τον αποζητούσαν.
-Εγώ έλεγε η Αλεξάντρα, το θάνατο δεν τον λογαριάζω!Δεν τον φοβάμαι. Μια φορά πεθαίνει κανείς, κι εγώ πέθανα στα Λεπιανά Ευρυτανίας.
Η μοίρα το΄φερε να είμαι κοντά στο άψυχο κορμί της, όταν άφησε την τελευταία της πνοή σε κάποια κακοτράχαλη πλαγιά της Γκιόνας. Η θλίψη που με συγκλόνισε ήταν απέραντη, γιατί δεν μπόρεσα να περάσω τη φωτιά από τις φοβερές εκρήξεις, για να της κλείσω τα μάτια…
Ήταν μία αληθινή ιστορία από τα πέτρινα χρόνια, που ιχνηλατήσαμε από το βιβλίο του παλιού Ευρυτάνα ΕΠΟΝίτη Παναγιώτη Δ. Αρβανίτη με τίτλο “Οδυνηρά σταχυολογήματα”, Καρπενήσι Φεβρουάριος 2002
Πηγή: “Ευρυτάνας ιχνηλάτης”
Διαβάστε και αυτό:
e-prologos.gr