Για το εκτρωματικό αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης
Στην Ελλάδα, η θεσμοθέτηση της Κυριακάτικης αργίας έχει τις ρίζες της στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στα έτη 1908-1910. Η κατάκτηση της 8ωρης εργασίας σημειώνει τα πρώτα σημαντικά βήματά της στην περίοδο 1913-1920, ενώ τα επαγγελματικά σωματεία στη χώρα μας πετυχαίνουν νομική, επίσημη αναγνώριση της υπόστασής τους με διατάξεις των ετών 1914 και 1920. Το σύνθημα «μας κλέβουν κατακτήσεις ολόκληρου αιώνα» δεν θα μπορούσε να είναι πιο κυριολεκτικό.
Με το εκτρωματικό αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, το οποίο ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης ευελπιστεί να ψηφιστεί τον επόμενο μήνα στη Βουλή, επιχειρείται «χειρουργικό σάρωμα» κομβικών κατακτήσεων του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος της Ελλάδας, με μόνους κερδισμένους το μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Σε ό,τι αφορά τους ίδιους τους εργαζόμενους, μόνο σαν κακόγουστα ιστορικά αστεία ακούγονται οι δηλώσεις-κούφια κατασκευάσματα των Μητσοτάκη και Χατζηδάκη, πως το νομοσχέδιο δήθεν απαντά θετικά στο ερώτημα «πρόοδος ή καθήλωση» και πως τάχα «εκσυγχρονίζει» ριζικά την κολλημένη στο 1982, απαρχαιωμένη εργασιακή νομοθεσία, με τις προωθούμενες μάλιστα μεταρρυθμίσεις να «προστατεύουν τους εργαζόμενους από καταχρήσεις των εργοδοτών»(!). Ορισμένες δουλειές απαιτούν ανερυθρίαστο, απύθμενο, ανόθευτο θράσος. Η κυβέρνηση αυτό το διαθέτει.
***
Το «εκσυγχρονιστικό» νομοσχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει με κάθε επισημότητα την καταστρατήγηση του 8ώρου (στρώνοντας το έδαφος για την πρακτική κατάργησή του), καθώς και την εξάλειψη της έννοιας της αμειβόμενης υπερεργασίας, με την απορρόφησή της από ένα «ευέλικτο», αυξομειούμενο σε ώρες, καθημερινό πρόγραμμα εργασίας, κατά την απόλυτη βούληση του εργοδότη. Ο Χατζηδάκης φέρνει την πρόοδο αυξάνοντας τις (απλήρωτες) ώρες εργασίας και τις υπερωρίες σε όλους τους κλάδους και καταργώντας επισήμως τα Σαββατοκύριακα σε συγκεκριμένους κλάδους. Όλα αυτά μάλιστα σε συνθήκες κορυφωμένης ανεργίας…
Θεσμοθετώντας όσο πιο αντεργατικά το πλαίσιο της τηλεργασίας, το νομοσχέδιο επιτρέπει «συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων» για τον τρόπο απασχόλησης και για την κατανομή του 8ώρου στη διάρκεια της ημέρας. Δηλαδή η κυβέρνηση πετυχαίνει με έναν σμπάρο τουλάχιστον 3 μεγάλα τρυγόνια:
Πρώτον, κατακερματίζει σε χίλιες διαφορετικές ταχύτητες τους εργαζόμενους (επιτρέποντας εργασία συνεχόμενη, σπαστή, εκ περιτροπής, μερική, παρεχόμενη άλλοτε από το σπίτι του εργαζόμενου και άλλοτε από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας του εργοδότη κλπ), στρώνοντας με ροδοπέταλα το δρόμο για την εδραίωση και γιγάντωση της ατομικής διευθέτησης του χρόνου/χώρου/τρόπου εργασίας, καθώς και των ατομικών συμβάσεων εργασίας.
Δεύτερον, απομακρύνει τους εργαζόμενους από τον κοινό εργασιακό τους χώρο αποκοινωνικοποιώντας την εργασία τους, εξατομικεύοντας και διαλύοντας τα κοινά εργασιακά τους δικαιώματα, αποδυναμώνοντας τη συλλογική τους δυναμική και υποσκάπτοντας εκ των πραγμάτων τη δυνατότητά τους στο «συνέρχεσθαι».
Τρίτον, αφήνει έκθετους τους εργαζόμενους να …«συμφωνήσουν» ή όχι με τους εργοδότες τους. Οι εργαζόμενοι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν είτε την εργασία με τους όρους του εργοδότη, είτε το δρόμο της ανεργίας. Η κυβέρνηση περιγράφει μια διαπραγμάτευση σε έδαφος συγκρουόμενων συμφερόντων σαν μια φιλική συζήτηση και συμφωνία …κυρίων. Μικρή λεπτομέρεια: δεν αναφέρονται πουθενά στο νομοσχέδιο τα ποσοστά ανεργίας στη χώρα, τα οποία ξεπερνούν ήδη τα δυσθεώρητα ύψη των προηγούμενων ετών, εντείνοντας τον ανταγωνισμό για μια θέση εργασίας.
Ανάμεσα στις πλέον επιζήμιες αιχμές του νομοσχεδίου, οι αντισυνδικαλιστικές ρυθμίσεις, με τις οποίες η κυβέρνηση επιχειρεί να αποδυναμώσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το νομοσχέδιο επιθυμεί κανονικό φακέλωμα όχι μόνο των προεδρείων, αλλά και όλων των μελών των σωματείων, εισάγοντας -μεταξύ άλλων- τη λογική της τηλεψηφοφορίας, η οποία παίρνει τη σκυτάλη ακριβώς από εκεί που την άφησε η τηλεργασία: κοινός παρανομαστής, η υπόσκαψη κάθε συλλογικής διαδικασίας και διεργασίας.
Η κυβέρνηση προβαίνει στις μεταρρυθμίσεις αυτές επειδή τάχα αγωνιά για το αν οι συνελεύσεις γίνονται αρκούντως δημοκρατικά, με την προβλεπόμενη απαρτία, και για το αν οι αποφάσεις για απεργίες είναι τυπικές και νόμιμες. Μα, κι όταν υπερψηφιστεί από έναν σύλλογο η απεργία, η κυβέρνηση δεν το βάζει κάτω, υποσκάπτοντας με χίλιους τρόπους την υλοποίησή της: ορίζει πολύ υψηλό ποσοστό προσωπικού ασφαλείας σε επιχειρήσεις που γίνεται απεργία, απαιτεί από τα συνδικάτα την «εξασφάλιση παροχής ελάχιστων υπηρεσιών στο ευρύ καταναλωτικό κοινό», ενώ ποτέ δεν σταματά να διελέγχει τις αποφάσεις απεργιών ακόμη και σε επίπεδο υποκειμενικών ερμηνειών, αν πχ. ελήφθησαν χωρίς να ασκηθεί «ψυχολογική βία» σε όσους ψήφισαν κλπ…
***
Ομως το αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό νομοσχέδιο δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που επισήμως το «λιβανίζει» τουλάχιστον από τον Νοέμβριο του 2020 και τελικώς το φέρνει για ψήφιση στη Βουλή τον Μάιο του 2021. Στο διάστημα αυτό, οι τραγικές συνέπειες της εγκληματικής κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας έρχονται να προστεθούν σε βάρος της ήδη χτυπημένης -όσο και οργισμένης- από τις πολιτικές των προηγούμενων μνημονιακών χρόνων ελληνικής κοινωνίας. Στο διάστημα αυτό -και παρά το γεγονός ότι η ΝΔ «παίζει» χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο-, ωστόσο ανασχηματισμοί και παραιτήσεις εξαφάνισαν μέσα σε μία ημέρα τόσο τον τέως υπουργό Εργασίας όσο και τον τέως Κυβερνητικό Εκπρόσωπο.
Όσο κι αν διαπιστώνει ο Μητσοτάκης την γενική ανυπαρξία κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που του δίνει μεγάλα περιθώρια κινήσεων, όσο κι αν επιθυμεί να ικανοποιήσει τους «θεσμούς» οι οποίοι απαιτούν να ψηφιστεί το αντεργατικό έκτρωμα τις αμέσως επόμενες εβδομάδες προκειμένου να περάσει επιτυχώς η Ελλάδα τις «εξετάσεις» της, γνωρίζει ωστόσο ότι με το νομοσχέδιο αυτό ανοίγει ένα μεγάλο μέτωπο, ενώ ήδη έχει πολλά άλλα μέτωπα ανοιχτά. Μικρή σημασία έχει αν το αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό πακέτο, συνδυασμένο με τη δρομολογούμενη από την κυβέρνηση αντισυνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, θα ονομαστεί «5ο μνημόνιο» ή «10η μεταμνημονιακή αξιολόγηση», προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της επόμενης δόσης μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Το αποτέλεσμα για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι το ίδιο.
Όσο κι αν η κυβέρνηση εμπιστεύεται την ξεπουλημένη ηγεσία της ΓΣΕΕ (που σπάει τη σιωπή της μόνο για να διαιρέσει τους εργαζομένους, όπως πχ με την περίπτωση του εορτασμού της Πρωτομαγιάς), όσο κι αν έχει -στην πραγματικότητα- στο πλευρό του όλους εκείνους τους υποτιθέμενους «αγωνιστές», εντός και εκτός βουλής, που έχουν κάνει μόνιμη επωδό τους το σύνθημα (και τη λογική) «θα λογαριαστούμε αργότερα», κηρύσσοντας όλο το προηγούμενο διάστημα της πανδημίας κινητοποιήσεις από το σπίτι ή οργανώνοντας δράσεις, στην καλή περίπτωση, …δι’ αντιπροσώπων, όσο κι αν θεωρεί ότι έχει προετοιμάσει επαρκώς μέσω των ΜΜΕ της λίστας Πέτσα τον ελληνικό λαό για να υποδεχτεί τον …«εργασιακό εκσυγχρονισμό του», ωστόσο η κυβέρνηση γνωρίζει ότι το νομοσχέδιο μπορεί να αποτελέσει αιτία και αφορμή μαζικών κοινωνικών αντιδράσεων.
***
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ καμώνεται την αντιπολίτευση, ενώ ως προηγούμενη κυβέρνηση κατέθετε τη δική του αντεργατική συμβολή, από την υπόσκαψη της κυριακάτικης αργίας και το άπλωμα των ατομικών συμβάσεων στην αγορά εργασίας μέχρι το φακέλωμα των προεδρείων των σωματείων (μέσω του «Κεντρικού Μητρώου Πραγματικά Δικαιούχων») και το νομοθετικό χτύπημα στη δυνατότητα των σωματείων να αποφασίζουν απεργία.
Τώρα το ΚΙΝΑΛ, λίγες ημέρες πριν φέρει το νομοσχέδιο στη Βουλή ο Χατζηδάκης, δηλώνει πως «στέκεται απέναντι σε αυτές τις αντεργατικές πολιτικές». Από το Νοέμβριο του 2020 και μέχρι το Μάρτιο του 2021, τα λεγόμενα στελέχη του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ στα Εργατικά Κέντρα και στις Ομοσπονδίες υπέσκαπταν κάθε σκέψη να ανοίξει η συζήτηση ενάντια στο κυβερνητικό νομοσχέδιο, διότι θα έπρεπε τάχα να περιμένει κανείς να πιάσει στα χέρια του το νομοσχέδιο και να δει τις συγκεκριμένες διατυπώσεις του, προκειμένου να μπορεί να τοποθετηθεί. Οι πρότινος κυβερνητικοί μνημονιακοί εταίροι της ΝΔ προσφέρουν και από τη θέση της σημερινής «αντιπολίτευσης» όση βοήθεια μπορούν στην κυβέρνηση, μειώνοντας με προφάσεις το χρόνο ενημέρωσης και τις δυνατότητες συντονισμού και αγωνιστικής ενεργοποίησης των συνδικάτων.
Τώρα το ΚΚΕ, μπροστά στις «ανατροπές του αιώνα στα εργασιακά» απευθύνει «κάλεσμα ξεσηκωμού». Το απευθύνει τώρα ανοιχτά στον ελληνικό λαό, τον οποίο για έναν ολόκληρο χρόνο πρακτικώς συμβούλευε να κάτσει στο σπίτι του μέχρι να περάσει η μπόρα της πανδημίας, ενώ το ίδιο ήταν απόν από όλες τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις ή έδινε -στην καλή περίπτωση- μυστικά ραντεβού για περιορισμένο και συγκεκριμένο κάθε φορά αριθμό στελεχών του. Χειρότερη εκδοχή ανάθεσης, αφενός, και υπόσκαψης της μαζικής συλλογικής δράσης, αφετέρου, δύσκολο να βρει κανείς. Τώρα το ΚΚΕ καλεί τα συνδικάτα «να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση οργάνωσης του αγώνα» και, μαζί με τη γενική αναθεώρηση της ιστορίας, το ΚΚΕ αναθεωρεί και την ιστορία των τελευταίων 12 μηνών, παρουσιάζοντας τον εαυτό του στην …προμετωπίδα των αγώνων που δόθηκαν στο διάστημα αυτό.
***
Το εκτρωματικό αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης δεν αποκαλύπτει μόνο πώς οραματίζεται το ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο τους κανόνες εργασίας στην Ελλάδα της επόμενης ημέρας. Επιτρέπει σε όλους με ευκρίνεια να δουν το ενδιαφέρον του νομοθέτη να φιμώσει και να «βάλει στη γωνία» τόσο τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όσο και τα όπλα τους, με βασικότερο την απεργία.
Η αγωνία της κυβέρνησης να τελειώνει με τα συνδικάτα,θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει μια αφορμή για προβληματισμό (ίσως και για αυτοκριτική) σε όλους εκείνους που στο προηγούμενο διάστημα βιάζονταν πάντοτε να διαπιστώσουν το τέλμα και το τέλος των σωματείων όλων των βαθμίδων, σπεύδοντας ταυτόχρονα να κηρύξουν ίδρυση «πρωτοβουλιών» πριν δοκιμάσουν τα επιχειρήματά τους μέσα στα συνδικάτα και τις πραγματικά μαζικές διαδικασίες. Αλήθεια, αν τα συνδικάτα είναι ήδη νεκρά, αστικά πουκάμισα που καλό είναι να μη τα φοράμε, για ποιον λόγο άραγε η κυβέρνηση αφιερώνει τόση προσπάθεια για να τα «πνίξει» νομοθετικά και να τα παροπλίσει;
***
Μπροστά στις δρομολογούμενες από την κυβέρνηση της δεξιάς μεγάλες εργασιακές και συνδικαλιστικές ανατροπές, η ΕΡΓ.Α.Σ. καλεί τους εργαζόμενους καταρχάς να πάρουν πρωτοβουλίες μέσα στα συλλογικά όργανα πάλης τους, τους συλλόγους και τα σωματεία τους και, κάνοντας βήματα ενημέρωσης, οργάνωσης και συντονισμού τους, να πάρουν θέση απέναντι στο επερχόμενο νομοθετικό έκτρωμα.
Οι εργαζόμενοι να καταθέσουν ψηφίσματα στους χώρους δράσης τους, ανοίγοντας τη συζήτηση για την αντεργατική και αντισυνδικαλιστική ουσία του νομοσχεδίου της κυβέρνησης, καλύπτοντας το κενό ενημέρωσης που έχει επικρατήσει σε πάρα πολλές περιπτώσεις, θέτοντας τα ΔΣ προ των ευθυνών τους.
Τα ίδια τα πρωτοβάθμια σωματεία να ασκήσουν πιέσεις προς τις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας και να τις οδηγήσουν σε λήψη αγωνιστικών αποφάσεων, στην προοπτική μιας επίμονης, μαζικής μάχης για να αποσυρθεί το νομοσχέδιο, μακριά από κάθε λογική κινητοποιήσεων «πυροτεχνημάτων», και διεκδικήσεων «της μιας ριξιάς». Να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για να μπορέσει να αναπτυχθεί ένας μαζικός αγώνας για την απόκρουση του νομοσχεδίου.
Συνειδητοποιώντας όχι μόνο τα πλήγματα που το νομοσχέδιο θα φέρει σε βάρος τους, αλλά τη δύναμη και τις δυνατότητες που πραγματικά διαθέτουν, τα συνδικάτα και οι συλλογικότητες μπορούν και πρέπει να βρεθούν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού, ο οποίος βλέπει την κυβέρνηση να ετοιμάζει ένα ακόμη ισχυρό χτύπημα εναντίον του, μια ακόμη λεηλασία σε εργατοσυνδικαλιστικές κατακτήσεις, κυριολεκτικά, ενός αιώνα.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr