Κλιμακώνεται η αντιπαράθεση Ρώμης – Βρυξελλών γύρω από το ακανθώδες ζήτημα της έγκρισης του ιταλικού Προϋπολογισμού. Μαζί με το Προσφυγικό αποτελούν τα κύρια πεδία μέσα στα οποία συμπυκνώνονται οι αντιθέσεις και εξελίσσονται τα παζάρια του ιταλικού ιμπεριαλισμού με τον ηγετικό γερμανογαλλικό άξονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ στην αντιπαράθεση παρεμβαίνει και το ΔΝΤ, εκφράζοντας τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται για το θέμα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Η ιταλική κυβέρνηση επέμεινε στις θέσεις της, παρά την απόρριψη από την Κομισιόν, για πρώτη φορά στα χρονικά της ΕΕ, του προσχεδίου του ιταλικού Προϋπολογισμού, κάνοντας όμως και βήματα “καλής θέλησης” για την άρση του αδιεξόδου. Το προσχέδιο προβλέπει αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,4% του ΑΕΠ, κάτι που αποτελεί “κόκκινο πανί” για τους ιθύνοντες της ΕΕ.
Η Ρώμη θεωρεί το ύψος του ελλείμματος ως αναγκαία προϋπόθεση για να “τρέξει” η ανάπτυξη της ιταλικής οικονομίας με ρυθμούς 1,5% του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά, ξεκολλώντας από τη στασιμότητα που τη χαρακτηρίζει, μετά το χτύπημά της από την καπιταλιστική κρίση και τις περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Τα στοιχεία αυτά αμφισβητεί η Κομισιόν που προβλέπει ότι το έλλειμμα θα ξεφύγει στο 2,9% το 2019 και στο 3,1% το 2020, εκφράζοντας ανησυχία για δημοσιονομικό “εκτροχιασμό” της ιταλικής οικονομίας, “ψαλιδίζοντας” παράλληλα το στόχο για την ανάπτυξη στο 1,2% ΑΕΠ.
Αντικρούοντας τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν, ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε είπε ότι: “υποεκτιμούν τις θετικές επιπτώσεις που θα έχουν στην ανάπτυξη της χώρας οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί η Ρώμη. Για τον λόγο αυτό θεωρούμε απολύτως απίθανο οποιοδήποτε άλλο σενάριο για τα δημοσιονομικά της Ιταλίας”.
Με τη λήξη της προθεσμίας που έθεσε η Κομισιόν η ιταλική κυβέρνηση, μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, απέστειλε επιστολή, ως απάντηση στην απόρριψη του Προϋπολογισμού της, στην οποία περιλαμβάνονται ρήτρες διασφάλισης ότι το έλλειμμα δεν θα υπερβεί το 2,4%, εάν δεν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ανάπτυξη. Στην επιστολή προβλέπεται η καθιέρωση ενός μηχανισμού ελέγχου των δημοσίων δαπανών (στοχεύοντας τις κοινωνικές δαπάνες) και πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και πωλήσεων δημοσίων αγαθών ύψους 18 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ.
Στην ιταλική απάντηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναφέρθηκε ο υπουργός Εσωτερικών και επικεφαλής της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι:“Στην ΕΕ υπάρχουν κάποιοι γραφομανείς, οι οποίοι στέλνουν γράμματα και εμείς απαντάμε ευγενικά, με άλλα γράμματα, αλλά δεν υποχωρούμε ούτε κατά ένα εκατοστό”.
Ο άλλος κυβερνητικός εταίρος, το κίνημα των 5 Αστέρων, σχολίασε ότι: “Δεν έχουμε αλλάξει τους στόχους μας, επειδή η βασική μας δέσμευση είναι να δώσουμε ώθηση στην ιταλική οικονομία. Πιστεύουμε ότι οι επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, που χρηματοδοτούνται από τις αυξανόμενες ελλειμματικές δαπάνες, θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και καλύτερα δημόσια οικονομικά”.
Διατηρώντας παράλληλα την πόρτα του συμβιβασμού ανοιχτή συμπλήρωσε:“Αυτή η στάση δεν σημαίνει αδιαφορία. Είμαστε πρόθυμοι να συζητήσουμε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επιστολή περιέχει ένα αναθεωρημένο Προϋπολογισμό με έσοδα από την ιδιωτικοποίηση του 1% του ΑΕΠ”.
H Κομισιόν επιβεβαίωσε ότι δέχθηκε την επιστολή και τον αναθεωρημένο Προϋπολογισμό της ιταλικής κυβέρνησης και ότι θα απαντήσει στις 21 Νοεμβρίου.
Η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, απευθυνόμενη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είπε ότι η ΕΕ θέλει να “τείνει το χέρι” στην Ιταλία, χώρα-ιδρυτικό μέλος της και ότι ελπίζει να μπορέσει να βρεθεί μια λύση, ενώ και ο Ευρωπαίος επίτροπος, αρμόδιος για τις Οικονομικές και τις Δημοσιονομικές Υποθέσεις, Πιερ Μοσκοβισί, απηύθυνε νέα έκκληση για διάλογο σημειώνοντας ότι ελπίζει τα δύο μέρη να καταλήξουν σε συμβιβασμό.
Σκληρότερος εμφανίστηκε ο Γερμανός υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Κομισιόν, Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος σε ομιλία του τόνισε ότι: “Είναι μόνο ζήτημα χρόνου μέχρις ότου η ιταλική κυβέρνηση να υποχωρήσει στο θέμα του χρέους”, προτρέποντας παράλληλα τον Έλληνα, τον Ισπανό και τον Πορτογάλο πρωθυπουργό “να μιλήσουν με σαφείς κουβέντες με τον Ιταλό φίλο τους”, αφού θεωρεί πως αυτές οι χώρες κινδυνεύουν να πληγούν άμεσα από μια επέκταση της ιταλικής κρίσης.
Παραλληλίζοντας την ιταλική με την ελληνική κρίση τόνισε δεικτικά ότι: “Οι εξελίξεις για τη λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας θα καταλήξουν ομοίως όπως με τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος εν μέσω της κρίσης χρέους είχε σχηματίσει μέτωπο κατά των Βρυξελλών και έπειτα υποχώρησε”.
Παρέμβαση έκανε και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς Ντε Γκίντος, ο οποίος επεσήμανε τον κίνδυνο “μετάδοσης” νέας κρίσης χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, αφού “η Ευρώπη είναι ξανά αντιμέτωπη με ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα στην Ιταλία”.
Από τη μεριά του το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι το σχέδιο της Ρώμης για την τόνωση της ανάπτυξης, μέσω διόγκωσης του ελλείμματος, θα κάνει τη χώρα ευάλωτη στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της και υπάρχει κίνδυνος να την οδηγήσει σε ύφεση, προτείνοντας αντ’ αυτού “συγκρατημένη” δημοσιονομική προσαρμογή για να μειωθεί το κόστος αναχρηματοδότησης του ιταλικού κρατικού χρέους, που ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ. Στην ετήσια αξιολόγησή του για την οικονομική πολιτική της Ιταλίας, το ΔΝΤ σημείωσε ότι η όποια προσωρινή, βραχυπρόθεσμη τόνωση της ανάπτυξης από αυτό το δημοσιονομικό πακέτο υπερακοντίζεται από τον “σημαντικό κίνδυνο” ταχείας επιδείνωσης της κατάστασης των ιταλικών δημοσιονομικών.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr