Γιώργος Καββαδίας*
Ο δεκάλογος απόρριψης της αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης
1. Η ψήφιση του νόμου 4692/2020 και η έκδοση της σχετικής Υ.Α. για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας αποτελεί συνέχεια του νόμου Γαβρόγλου 4547/2018. Το θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση καταρρίπτει κάθε μύθο περί «καλής» ή «κακής», «τιμωρητικής» ή «μη τιμωρητικής» αξιολόγησης. Σε ένα ταξικό – ιεραρχικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό σύστημα η αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική – συμμορφωτική και τιμωρητική. Αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών. Με στόχο μια εκπαίδευση κατά επιτηρούμενη, χειραγωγημένη, αυταρχική, κατακερματισμένη και κατηγοριοποιημένη.
2. Η αξιολόγηση/αυτοαξιολόγση ανατρέπει εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις. Είναι δηλαδή ο κεντρικός μηχανισμός για την υπονόμευση της μονιμότητας, την τρομοκράτηση και τις μαζικές απολύσεις. Κατηγοριοποιεί τους εκπαιδευτικούς σε «ελλιπείς» «επαρκείς», «πολύ καλούς», «εξαιρετικούς»προκαλώντας ανταγωνισμούς και συγκρούσεις εθίζοντας στη δουλοπρέπεια, την αυλοκολακεία και διαμορφώνοντας κλίμα υποταγής, αυστηρής πειθάρχησης και ελέγχου. ‘Ήδη το προσοντολόγιο Γαβρόγλου της σκληρής αξιολόγησης των ελαστικά εργαζόμενων, οι 3μηνιτες covid με τις απολύσεις για πρώτη φορά από τους ΔΔΕ, και οι προσλήψεις ωρομίσθιων από τους ΔΔΕ, μετατρέπουν το δικαίωμα στην εργασία σε κινούμενη άμμο. Η κατηγοριοποιηση και συρρίκνωση των σχολείων θα φέρει μείωση χιλιάδων θέσεων εργασίας με πρώτα θύματα τους ελαστικά εργαζόμενους και μετά τους μόνιμους.
3. Στρατηγικός στόχος να οικοδομήσουν ένα πανοπτικό μοντέλο αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Επιδιώκει να μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς σε «άβουλους και μοιραίους», «yes men», υπαλλήλους που πάσχοντας από μόνιμη οσφυοκαμψία ευθυγραμμίζονται με την εκπαιδευτική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης και την επίσημη κρατική διδακτική.Αυτό τον ρόλο παίζει η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.) που θεσμοθετήθηκε με βάση τον ν. 4112/2013 και διατήρησαν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Υλοποιεί τον κοινό όλων των κυβερνήσεων και υπουργών παιδείας εδώ και δεκαετίες στόχο του φθηνού, ευέλικτου, πειθαρχημένου σχολείου των ταξικών φραγμών και του εξεταστικού μινώταυρου, του αποκλεισμού μεγάλου μέρους του μαθητικού πληθυσμού από το δημόσιο αγαθό της μόρφωσης με βάση τις κατευθύνσεις ΕΕ – ΟΟΣΑ – ΔΝΤ.
4. Με την αξιολόγηση κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού, όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Σε συνθήκες «αξιολογικής δικτατορίας» το παιδαγωγικό και διδακτικό έργο των εκπαιδευτικών μετατρέπεται σε ένα στεγνό διοικητικό μηχανισμό, συμπλήρωσης αριθμών και φορμών.
5. Παρά τους ευφημισμούς και τις αγιογραφικές διακηρύξεις όλων των κυβερνήσεων για τηναυτοαξιολόγηση, όχι μόνο δεν είναι «αθώα», αλλά συνδέεται άρρηκτα με την αξιολόγηση. Όλα τα εργαλεία της (άξονες, κριτήρια, δείκτες, φόρμες κ.α.), συγκροτούν τους όρους μιας διαδικασίας που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες και δε θα μπορούσαν να γίνουν σε ένα αυταρχικό και ιεραρχικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αντίθετα η αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων. Οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε ένα κυκεώνα συνεδριάσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Είναι μια διαδικασία αλλοτρίωσης και χειραγώγησης. Ένα «αδειανό πουκάμισο», μια ψευδαίσθηση συμμετοχής που νομιμοποιεί την κρατική εξουσία και τον έλεγχο. Έτσι η αυτοαξιολόγηση λειτουργεί ως «φύλλο συκής» ενός αυταρχικού, ιεραρχικού, συγκεντρωτικού και κομματικά ελεγχόμενου διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης.
6. Στην πρόταση για αυτοαξιολόγηση αποκρύπτεται συνειδητά η βασική παραδοχή για την εκπαίδευση: ότι οι κοινωνικές παράμετροι και καταστάσεις είναι αυτές που καθορίζουν το περιεχόμενο και τις διαδικασίες της. Η αυτοαξιολόγηση αποσιωπά συστηματικά τόσο την επίδραση των κοινωνικών ανισοτήτων και διαφορών στις σχολικές επιδόσεις όσο και τις ευθύνες της κρατικής πολιτικής. Αντί να αναγνωρίσει την κρατική ευθύνη στην διαμόρφωση των ταξικών ανισοτήτων, στην επιλογή σκοπών και στόχων, στον καταρτισμό των προγραμμάτων, στη συγγραφή των βιβλίων, στις ελλείψεις της υλικοτεχνικής υποδομής, στην απαξίωση του ανθρώπινου δυναμικού, φορτώνει τις ευθύνες στους εκπαιδευτικούς.
7. Η αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση, συνδέεται με την «αποκέντρωση» και την «αυτονομία» επιδιώκοντας τον περιορισμό ή και την κατάργηση της χρηματοδότησης από το κράτος και ωθεί τα σχολεία στην αναζήτηση χορηγών για την κάλυψη πάγιων και έκτακτων αναγκών και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Κατηγοριοποιεί τις σχολικές μονάδες σε καλές και κακές, ανάλογα με τους χορηγούς και τα χρήματα που εξοικονομεί η καθεμιά, προωθώντας την ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους, για να επιλεγούν ελεύθερα από περισσότερους γονείς. Ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα.
8. Η αξιολόγηση προβάλλει το εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους επιδιώκοντας να συνδέσει τις επιδόσεις των μαθητών με βάση και την τράπεζα θεμάτων με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού. Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της παραπάνω «αγκύλωσης» τα εξής: «Συνεχής αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, οι ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου. Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών».
9. Oι σχολικές μονάδες βαθμολογούνται σε δεκαβάθμια κλίμακα και κατηγοριοποιούνται στην ψηφιακή πλατφόρμα του ΙΕΠ Έτσι όχι μόνο δε βελτιώνει την ποιότητα της εκπαίδευσης, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός αποδόμησης της δημόσιας εκπαίδευσης με τη συρρίκνωση δαπανών, διορισμών και τις καταργήσεις τμημάτων και σχολείων… Η ποιότητα στην εκπαίδευση για τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς δεν είναι η μετρήσιμη αποδοτικότητα που σχετίζεται με τις προτεραιότητες των «αγορών». Η ποιότητα συμβαδίζει με την ενίσχυση και όχι την αποδόμηση της δημόσιας παιδείας, την προσπάθεια άρσης των κοινωνικών φραγμών για ένα σχολείο που χωρά όλους τους μαθητές.
10. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της Νταϊάν Ράβιτς, θεωρητικού της εκπαίδευσης, συγγραφέα και υφυπουργού Παιδείας του Τζορτζ Μπους για τις καταστροφικές συνέπειες της αξιολόγησης: «…η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα αμερικανικά σχολεία …Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. … Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, χωρίς να τα βελτιώνει. Το σημαντικότερο όμως είναι πως δεν παράγουμε μια γενιά μαθητών με περισσότερες γνώσεις…»
10+1. Οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). Έχουν χρέος να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Για ένα σχολείο της ολόπλευρης γνώσης και μόρφωσης και όχι των δεξιοτήτων και της προετοιμασίας του φθηνού ευέλικτου εργατικού δυναμικού. Ένα σχολείο που ο εκπαιδευτικός θα εκπληρώνει το ρόλο του ως παιδαγωγός και όχι ως ιμάντας μεταφοράς πληροφοριών και καταγραφέας επιδόσεων.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»
e-prologos.gr