Μια οφειλόμενη απάντηση:
Απεταξάμην την τηλεκπαίδευση και κάθε πολιτική περιορισμού του δικαιώματος της μόρφωσης όλων και διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης
Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Διάβασα προσεκτικά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το άρθρο του κ. Τάκη Κατσαρού, συνεργάτη της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ με τίτλο «Απεταξάμην την τηλεκπαίδευση και άνευ τούτου ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων;» που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 21/3 στο alfavita.gr και είναι μια απάντηση σε άρθρο μου με τίτλο: «Διαφωνούν … συμφωνώντας Ν. Κεραμέως και Ν. Φίλης για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση».
Είναι ιδιαίτερα θετικό ότι δίνεται η δυνατότητα για ουσιαστικό διάλογο και αντιπαράθεση απόψεων και ιδεών για κρίσιμα εκπαιδευτικά θέματα, όπως αυτό της τηλεκπαίδευσης. Δεν υποστήριξα ότι «συμπίπτει η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ στον τομέα της τηλεκπαίδευσης», αλλά υποστηρίζω ότι παρά τις διαφορές ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αποδέχονται τον μύθο της τηλεκπαίδευσης που αναπαράγει τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες και εξοντώνει πνευματικά και ψυχολογικά μαθητές και εκπαιδευτικούς. Άλλωστε ο κ. Τ. Κατσαρός δεν αμφισβητεί κάποιο από τα κείμενα και τη συνέντευξη του Ν. Φίλη που παράθεσα με τα οποία αποδεικνύεται επί της ουσίας η συμφωνία με την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης. Ακόμα και στο άρθρο του επισημαίνεται: «…η τηλεκπαίδευση μόνο για περιορισμένο διάστημα και υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης (π.χ. πανδημία) μπορεί να γίνει αποδεκτή, αλλιώς, εξελίσσεται πράγματι, σε αιτία πλήθους παιδαγωγικών προβλημάτων, ακόμη και σε παράγοντα ψυχοσυναισθηματικής πίεσης προς τους μαθητές, όπως επισημαίνει ο κ. Καββαδίας, αλλά και πολλές έρευνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό». Αυτό βέβαια «για περιορισμένο διάστημα» έρχεται σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο Ν. Φίλης που υπερηφανεύεται ότι και χωρίς πανδημία «Επί ΣΥΡΙΖΑ επίσης εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε μεγάλη κλίμακα». Και ακόμα: «Ουδέποτε ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε αντίθεση (πολύ περισσότερο… λυσσαλέα!) στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, εν μέσω πανδημίας.»
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι ο κ. Τ. Κατσαρός δεν αποδέχεται – και είναι απόλυτο δικαίωμά του – τη θέση που στηρίζεται σε έρευνες ότι η τηλεκπαίδευση λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήταν που διευρύνει το κοινωνικό και εκπαιδευτικό χάσμα στερώντας το δικαίωμα στη μόρφωση από τους μαθητές των φτωχότερων τάξεων και στρωμάτων, αλλά υποστηρίζει ότι «εξελίσσεται πράγματι, σε αιτία πλήθους παιδαγωγικών προβλημάτων, ακόμη και σε παράγοντα ψυχοσυναισθηματικής πίεσης προς τους μαθητές». Φυσικά ισχύει αυτό, αλλά είναι δευτερεύον.
Οι ελλείψεις εξοπλισμού και τα προβλήματα δικτύων, ταχυτήτων ίντερνετ κ.λπ. και χίλιες δυο άλλες αδυναμίες και στρεβλώσεις από την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης που επισημαίνονται όντως από τον ΣΥΡΙΖΑ και έχουν την αξία τους, όμως είναι δευτερεύουσα πτυχή του προβλήματος. Γιατί η ίδια η τηλεκπαίδευση είναι στη φύση της διαδικασία παιδαγωγικά, μορφωτικά και ψυχοπνευματικά διαλυτική για τους εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές και εκπαιδευτικούς που βρίσκονται καθηλωμένοι μπροστά σε υπολογιστές και κινητά. Επιπλέον έρευνες επιβεβαιώνουν ότι η τηλεδιδασκαλία δεν ενδείκνυται για αδύναμους μαθητές και όσους παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες. Μια εκπαιδευτική πολιτική που αποκλείει μαθητές είναι εκ των πραγμάτων όχι απλά άστοχη, αλλά κυρίως μία ταξική, ρατσιστική πολιτική. Οι επιπτώσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής στη μαθητική νεολαία είναι δραματικές, βυθίζουν τη νέα γενιά σε μορφωτικά, παιδαγωγικά και ψυχολογικά αδιέξοδα. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την αδυναμία πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες για μια σημαντική μερίδα μαθητών, που δημιουργεί de-facto αποκλεισμούς, είναι αδιανόητο να επιβάλλεται με υποχρεωτικό τρόπο η τηλεκπαίδευση και ταυτόχρονα να προχωράει η ύλη. Διευρύνεται, έτσι, το κοινωνικό και εκπαιδευτικό χάσμα μεταξύ των μαθητών προκαλώντας συνάμα ποικίλες παρενέργειες. Ως προς το «προχώρημα της ύλης» καμιά άρνηση, καμιά αντίσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη συνδικαλιστική του παράταξη στην ΟΛΜΕ που ευπειθώς συντάχθηκε με περηφάνια στη νεφαρμογή συνολικά της τηλεκπαίδευσης «Παρ’ όλες τις δυσκολίες, θα είμαστε στην πρώτη γραμμή…». Όπως άλλωστε και στη «γραμμή» του ΥΠΑΙΘ για e-αξιολόγηση μαθητών και παράδοση βαθμολογίας. Και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν κρίνει κανείς την αγαστή συνεργασία των συνδιακαλιστικών παρατάξεων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στην ψηφοφορία των αποφάσεων του 19ου Συνεδρίου της ΟΛΜΕ και στις περισσότερες αποφάσεις μέχρι πρότινος στο ΔΣ της ΟΛΜΕ που διαμόρφωσαν ένα ισχυρό μπλόκ τα τελευταία χρόνια και μόλις πρόσφατα παρουσιάζει ρωγμές λόγω γενικευμένης δυσαρέσκειας και αναπροσαρμογής της αντιπολιτευτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ. Ύστερα από όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι η άρνηση ή αντίσταση στην τηλεκπαίδευση δεν είναι ούτε λουδιτισμός ούτε «αξιωματικά εναντίον της τηλεκπαίδευσης κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες» (Όπως αναφέρει ο Τ. Κατσαρός). Γιατί η τεχνολογία και η τηλεκπαίδευση δεν είναι έννοιες για τις οποίες τοποθετείται κανείς γενικώς και αορίστως, σαν να είναι έκθεση ιδεών έξω και πέρα από τις συγκεκριμένε κοινωνικές συνθήκες, όπου «η τηλεκπαίδευση, στο διάστημα που θα προσφέρεται, πρέπει να εξασφαλίζει την καθολική πρόσβαση, να ενσωματώνει την κατάλληλη εκπαιδευτική- παιδαγωγική μεθοδολογία», όπως γράφει ο κ. Τ. Κατσαρός. Στις σημερινές συνθήκες η τηλεκπαίδευση αναιρεί ευθέως στο συνταγματικό δικαίωμα για καθολική και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα παιδιά και πλήττει ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους οικονομικά μαθητές, Εντείνει τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες και χιλιάδες μαθητές είναι αποκλεισμένοι, βρίσκονται σε συνεχή ψυχοσυναισθηματικό κίνδυνο σε συνθήκες απομόνωσης. Πολύ περισσότερο η αντίσταση στην εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης δεν αποτελεί στείρα άρνηση, αλλά συνδέεται άρρηκτα με το αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας για «ανοιχτά και ασφαλή σχολεία» με συγκεκριμένα αιτήματα και προϋποθέσεις που συνάδει με τα διακιώματα των μαθητών στη μόρφωση και την υπεράσπιση του δημόσιου δωρεάν δημόσιου σχολείου, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις.
Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί. (Γιώργος Σεφέρης)
Είναι φανερό ότι η τηλεκπαίδευση είναι η κορυφή του παγόβουνου στη συζήτηση για την εκπαιδευτική πολιτική των κομμάτων. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που ασφαλώς και δεν είναιίδια κόμματα. Αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά στο παιχνίδι της δικομματικής εναλλαγής, όπως λειτουργούσε για χρόνια μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εφαρμόζοντας πιστά τις πολιτικές που σχεδιάζουν τα ξένα κέντρα αποφάσεων από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, το ΔΝΤ μέχρι και τον ΟΟΣΑ. Η αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η στρατηγική επιλογή για φτηνό ευέλικτο πειθαρχημένο σχολείο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς, υλοποιείται με μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές από τις κυβερνήσεις και τους υπουργούς παιδείας των τελευταίων δεκαετιών. Το ταξικό σχολείο της φτώχειας και των περικοπών που αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες είναι ο κοινός τόπος της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης και της εκπαιδευτικής πολιτικής της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τμήμα της ακροδεξιάς (ΑΝΕΛ). Κοινός τόπος η πολιτική των μηδενικών διορισμών που συνδέεται άρρηκτα με την εντατικοποίηση και απαξίωση των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στους 3 εκπαιδευτικούς αναγκάζεται να μετακινείται σε περισσότερα από ένα σχολεία σε συνθήκες ελαστικής εργασίας, ειδικότερα με αναπληρωτές σε ομηρία, με αυξημένο ωράριο εργασίας από το 2012 με σοβαρές επιπτώσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία και τη μόρφωση των μαθητών. Να θυμίσουμε ότι πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 στο προεκλογικό του πρόγραμμα δεσμευόταν: «Η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και την έρευνα δεν μπορεί παρά να αποτελεί αναγκαιότητα ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ένδειας.» Ποτέ δεν υλοποίησε την παραπάνω δέσμευση ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι δαπάνες κυμαίνονταν κάτω από το 3%! Από 2,5% έως 2,85% για την ακρίβεια! Με τον μέσο όρο δημόσιων δαπανών για την παιδεία στην Ε.Ε είναι 5,34% και στην Ευρωζώνη 5,02%.
Να θυμίσουμε, επίσης, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με υπουργό Παιδείας τον Κ. Γαβρόγλου όχι μόνο δεν κατάργησε το αυταρχικό θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση, αλλά επιχείρησε να «βγάλει από τη ναφθαλίνη», αναβαθμίζοντάς τη λεγόμενη Αρχή Διασφάλιση της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), που δεν αποτελεί παρά “οδηγία” της Έκθεσης Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης (Σεπτέμβριος 2016) που εκδόθηκε για την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εκπαιδευτικοί έχουν μνήμη και γνωρίζουν ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παρά τις όποιες διαφορές τους κινούνται στις κατευθύνσεις που χαράσσουν ΕΕ – ΔΝΤ – ΟΟΣΑ. Για αυτό και δεν ξεχνούν τις περικοπές στις συντάξεις, τους μηδενικούς διορισμούς. Την ελαστικοποίηση της εργασίας, την αύξηση του ποσοστού των εκπαιδευτικών που γυρνάνε σε 3-4 και παραπάνω σχολεία με πολλά διδακτικά αντικείμενα. Το κλείσιμο τμημάτων. Το πάγωμα των μισθών. Την αύξηση της φορολογίας. Τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας κάθε βδομάδα. Τις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας. Την υποτέλεια στο ΝΑΤΟ με την επέκταση νέων βάσεων των Αμερικάνων. Αυτή ακριβώς η πολιτική που ασκήθηκε από τη συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τμήμα της ακροδεξιάς (ΑΝΕΛ), όχι μόνο «”κωφεύει” απέναντι στα αιτήματα των γονέων και των παιδιών από όλες τις γωνιές της Ελλάδας» (κατά την έκφραση του κ. Τ. Κατσαρού), αλλά νομιμοποιεί δικαιώνει τόσο την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης και της Ν. Κεραμέως, αλλά αποτέλεσε το όχημα για την άνοδο της ΝΔ στην κυβέρνηση. Για αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στου κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ συνυπάρχουν στελέχη της ακροδεξιάς των ΑΝΕΛ και της καραμανλικής δεξιάς μέχρι και στελέχη και γραμματείς του πιο διεφθαρμένου ΠΑΣΟΚ. Οι εκπαιδευτικοί και γενικότερα οι εργαζόμενοι ό, τι κατάκτησαν το κατάκτησαν με αγώνες. Και όχι επειδή παρακαλούσαν ανά τετραετία τη μια το ΠΑΣΟΚ, την άλλη τη ΝΔ για να μας αυξήσει τους μισθούς ή να κάνει διορισμούς ή ό, τι άλλο. Έχουν στην πλάτη τους 90 χρόνια αγώνων που έκαναν έναν κλάδο να σταθεί στα δύο του πόδια. Δε θα σκύψουν στα τέσσερα, παραφράζοντας τον ποιητή, για παιχνίδια δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία. Θα αντισταθούν σε κάθε πολιτική που πλήττει τη δημόσια εκπαίδευση και τους εργαζομένους. Το ζητούμενο δεν είναι προτάσεις – αιτήματα εξωραϊσμού της τηλεκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, αλλά η ανάπτυξη ενός ευρύτερου μορφωτικού κινήματος που να αγωνίζεται για ένα ενιαίο δημόσιο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις σε μια ανθρωποκεντρική κοινωνία.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος μέλος της ΣΕ του περιοδικού Αντιτετράδια και του Εκπαιδευτικού Ομίλου
e-prologos.gr