Δεν ξέρω τι ήταν για σάς χθες, αλλά για μένα σήμερα είναι
ιδιαίτερη μέρα και γιορτινή. Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από τότε που
δοκίμασα να κάνω το βήμα στο άγνωστο. Με πολύ φόβο είναι η αλήθεια. Αν θα
μπορέσω. Αν θα τα καταφέρω. Αν θ’αντέξω. Πού να’ ξερα! Πέρσι λοιπόν, 13/2/2019
είχα μείνει και πάλι άνεργος. Στις 14/2 έψαξα για δουλειά. Στις 14/2 το
απόγευμα με πήραν τηλέφωνο δυο-τρεις. Στις 15/2 πρωί, δούλευα. Και έκτοτε, δεν
σταμάτησα. Μια δουλειά δύσκολη, με πολλές ώρες πάνω στο μηχανάκι, με κίνδυνο.
Στην αρχή 4ωρα και πονούσαν τα πόδια μου. Έβλεπα όμως πολύ μεγαλύτερους στην
ηλικία να ανεβοκατεβαίνουν σκάλες, να τρέχουν με το μηχανάκι με κάθε καιρό. Ε
και λες, σκασμός. Αφού το κάνει αυτός, θα το κάνεις κι εσύ. Και πλέον, 14ωρα
και 15ωρα 5-6 μέρες τη βδομάδα. Στην αρχή με φόβο μη μας πετύχει κάνα μάτι.
Κάνας γνωστός. Αλλά σε λίγο καιρό, ούτε που μ’ ένοιαζε. Την είχα ζήσει δυο
χρόνια την ανεργία, όταν έκλεισε η “Ελευθεροτυπία”. Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο,
μετά από 35 χρόνια δουλειάς, να σου πληρώνει η μάνα σου το νοίκι από την
πετσοκομμένη σύνταξή της. Δε λέει, από κει που τόσα χρόνια βοηθούσες, να
βρεθείς να παίρνεις.
Ξαφνικά βέβαια, εξαφανίστηκαν και οι τόσοι πολλοί “φίλοι”. Μετά, φυσικά, από
πολλές υποσχέσεις. Καλύτερα. Έμειναν οι πραγματικοί. Κι έβλεπες άλλους, με
διάφορους τρόπους, να μην χάνονται. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι και πάντα θα
υπάρχουν. Αλλά αυτό το παιχνίδι δεν έμαθα να το παίζω. Η λύση ήταν μονόδρομος.
Άλλωστε, ποτέ δε μου πήγαινε το σκύψιμο. Δε έβγαινε. Φυσικά και μου λείπει αυτό
που έκανα τόσα χρόνια. Αλλά, απ’ότι βλέπω και μαθαίνω, αυτό δεν υπάρχει πλέον.
Λείπει σε όλους όσοι είχαν την τύχη να το ζήσουν. Πλέον, η δημοσιογραφία
κατάντησε γαλέρα και μάλιστα με μαστίγιο. Και με αβεβαιότητα αν θα πάρεις αυτά
που συμφωνήσεις, αν και πότε θα πληρωθείς, αν θα υπάρχει αύριο το μέσο που
δουλεύεις. Κι από ασφάλιση; Ασ’ το καλύτερα. Άσε αυτούς που βλέπω να πλασάρονται
για δημοσιογράφοι. Παιδιά, για να μαθαίνετε, οι σέλφις με παράγοντες,
προέδρους, δημάρχους, βουλευτές, υπουργούς κλπ κλπ δε σε κάνουν δημοσιογράφο.
Δούλο σε κάνουν. Και το διαφημίζετε κι από πάνω. Αλλά, όπως έλεγε και ο πατέρας
μου, το κάθε αρνάκι, απ’ το τσιγκελάκι του κρέμεται. Ο καθένας έχει δικαίωμα
στον αυτοεξευτελισμό. Ποιος είμαι εγώ να του το απαγορεύσω; Δυστυχώς κι αυτοί
οι λίγοι συνάδελφοι που έμειναν ν’αγωνίζονται, μοιάζουν σταγόνες στον ωκεανό.
Και δυστυχούν καθημερινά γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να ενημερωθεί σωστά.
Αντιθέτως, το ντελίβερι δεν έχει καμία σχέση. Και καμιά έγνοια. Άσε που, σε
αντίθεση με τη δημοσιογραφία, έχει δουλειά. Για όποιον θέλει να δουλέψει. Δεν
είναι για τεμπελχανάδες και για δημοσιοσχεσίτες. Και σε αντίθεση με τη δημοσιογραφία,
πληρώνει αυτά που λέει ότι πληρώνει. Σε βαθμό μάλιστα που για πρώτη φορά νιώθω
εργασιακή ασφάλεια από τότε που έκλεισε η “Ελευθεροτυπία”. Κι αν ψάξεις λίγο,
θα βρεις και τα πλήρη ένσημα και τα δώρα και τα επιδόματα. Κι ένα περίεργο
πράγμα μ’αυτή τη δουλειά. Όσο περισσότερο κουράζεσαι, τόσο περισσότερο υψώνεται
το ανάστημά σου. Τόσο περισσότερο ισιώνει το κορμί και ορθώνεται. Και μένει τι
μέτωπό σου καθαρό. Και κοιμάσαι με ήσυχη τη συνείδησή σου. Γιατί δεν ξεγέλασες,
δεν αναγκάστηκες να πεις, κάνεις, ή γράψεις ψέματα, να κάνεις τον πρόθυμος
δούλο, για να σώσεις τη δουλειά σου και την καριέρα σου, να ταΐσεις τα παιδιά
σου.
Ένας χρόνος λοιπόν. Χρόνος κερδισμένος, ήρεμος, με δουλειά, με ικανοποίηση, με
καθαρή συνείδηση και όρθιο κορμί. Κατάντησα ντελιβεράς μετά από 35 χρόνια
δημοσιογραφίας; Όχι. Κατάντησα ελεύθερος άνθρωπος. Έχω χτίσει μια φωλιά στον
ουρανό και κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω.
*Ο Σάκης Αποστολάκης εργάστηκε επί 35 χρόνια ως
δημοσιογράφος, στην Ελευθεροτυπία και άλλα μέσα. Σήμερα εργάζεται βιοπορίζεται
επιτυχώς σε εστιατόριο.
e-prologos.gr