Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αναταραχών, Η αποσύνθεση του γέρικου καπιταλιστικού κόσμου επιταχύνεται και αντηχεί σ’ όλους τους τομείς – όπου περιλαμβάνεται και η ζωή, οι ελπίδες και οι πόνοι του κάθε ατόμου. Οι παλιές αξίες γκρεμίζονται, αλλά όχι μονομιάς. Και οι νέες αξίες ή νέα ηθική ξεπροβάλλουν μόλις, μέσα σε σύγχυση.
Όλα ξαναμπαίνουν σε κριτική: διαίρεση της δουλειάς, σχέσεις μεταξύ των τάξεων,_ μεταξύ των φύλων, μεταξύ των γενεών, ταυτότητες πολιτιστικές και εθνικές.
Η αναζήτηση του καινούργιου χαράζει ένα μονοπάτι μέσα σε κάθε είδους αγώνες και βάσανα. Εκατομμύρια άνθρωποι αναρωτιούνται δύσκολες και καινούργιες ερωτήσεις.
Συχνά αυτοί που χτες αρκούνταν λίγο-πολύ στην καθημερινή ζωή, θέλουν σήμερα να καταλάβουν την κοινωνία κι ακόμα να γνωρίσουν τους εαυτούς τους.
Από κει ξεκινάει μια μεγάλη περιέργεια, ένα μεγάλο ενδιαφέρον για ότι βάζει σημερινά προβλήματα: πολιτική, λογοτεχνία, θέατρο, ανθρωπιστικές επιστήμες (ιστορία, κοινωνιολογία, ψυχολογία…).
Μέσα στις ανθρώπινες επιστήμες ,τι το χρήσιμο, το αληθινό μπορούν να βρουν οι εργαζόμενοι, που να τους βοηθάει να λύσουν τα προβλήματά τους; Δεν ξέρω να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση με γενικό τρόπο. Αλλά νομίζω πως μπορώ να πω μερικά στοιχεία απάντησης, δείχνοντας πώς ο Μαρξ και ο Ένγκελς έκαναν να δοθεί στη γνώση της κοινωνίας ένα επαναστατικό άλμα. Πώς την έκαναν να περάσει από το στάδιο των μεμονωμένων γνώσεων στο στάδιο μιας επιστήμης.
Το μυστικό των ανακαλύψεών τους είναι ότι ήταν υλιστές. Που σημαίνει: Έκαναν κριτική στην παραδοσιακή τακτική των διανοούμενων που σκέφτονται να κρατούν τις γνώσεις και θέλουν να επιβάλουν τις ιδέες τους. Μπήκαν στο σχολείο των εργαζόμενων. Θεώρησαν την επιστήμη της κοινωνίας όχι σαν μέσο να διδάξουν την εργατική τάξη τι πρέπει να κάνει, αλλά σαν μέσο να καταλάβουν τις συνθήκες, την εξέλιξη και το σκοπό τού εργατικού κινήματος στο σύνολό του, σ’ όλες τις χώρες και στα διαδοχικά στάδια της ιστορίας του.
Στη δεκαετία του 1840, τη στιγμή που ο Μαρξ και ο Ένγκελς άρχισαν να μελετούν την κοινωνία, θεωρητικοί όπως ο Προυντόν απευθύνονταν στην εργατική τάξη και της απόδειχναν ότι τα συνδικάτα και οι απεργίες δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατάλαβαν ότι οι απεργίες και οι εργατικές οργανώσεις σκοπό είχαν να υπερασπίσουν τα άμεσα συμφέροντα των εργατών και σύγχρονα να προετοιμάσουν τους μελλοντικούς αγώνες.
Σε κάθε στάδιο του αγώνα οι εργαζόμενοι μπόρεσαν να δουν όχι μόνο τα άμεσα αποτελέσματα, αλλά επίσης τις γνώσεις που κατακτήθηκαν χάρη στον αγώνα.
Ο αγώνας κατά των μηχανών
Πώς αποκτά η εργατική τάξη τις γνώσεις γύρω από την κοινωνία; Μπορούμε να πάρουμε σαν παράδειγμα την πρώτη περίοδο του εργατικού κινήματος, αυτήν του αγώνα κατά των μηχανών.
Αυτός ο αγώνας φτάνει μέχρι και τις ίδιες τις αρχές της εργατικής τάξης: τον 17ο αιώνα σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη ξέσπασαν εξεγέρσεις κατά της μηχανής ταινίας, που μόλις είχε εισαχθεί και θα απειλούσε να καταδικάσει στην ανεργία τους εργάτες που έφτιαχναν σειρήτια.
Στην αρχή του 19ου αιώνα, με τη γρήγορη εξέλιξη του καπιταλισμού, ο αγώνας κατά των μηχανών γίνεται πολύ πιο βίαιος. Το 1812, το Βρεταννικό Κοινοβούλιο ψηφίζει την ποινή του θανάτου γι’ αυτούς που καταστρέφουν μηχανές. Το 1813, 18 διευθύνοντες εργάτες εκτελέστηκαν στην Υόρκη.
Το Σεπτέμβριο του 1831, 1500 εργάτριες διαδηλώνουν στο Παρίσι, στην οδό Καντράν κατά των αφεντικών που έφεραν από τη Λυών μια μηχανή για να κόβει τα σάλια. Φωνάζουν:
«Όχι πια μηχανές!». Τους επιτίθενται με το ιππικό. Θα χρειαστούν 5 μέρες για να τα βγάλουν πέρα.
Στη Γαλλία, οι εργάτες τυπογραφείων, αφού χτυπήθηκαν στα οδοφράγματα τον Ιούλιο του 1830, καταστρέφουν τις εκτυπωτικές μηχανές.
Θα μπορούσε κανείς να γελάσει με την απλοϊκότητα των εργατών που πίστευαν ότι θα καλυτερέψουν την τύχη τους καταστρέφοντας τις μηχανές! Μερικοί το έκαναν κιόλας. Αλλά όμως, όταν θεωρούσαν τις μηχανές σαν εχθρούς τους, οι εργάτες δεν ήταν τόσο απλοϊκοί όσο νομίζουμε. Οι καπιταλιστές ή τα φερέφωνά τους αναγνώριζαν ανοιχτά εκείνη την εποχή ότι χρησιμοποιούσαν τις μηχανές όχι μόνο για να αυξήσουν τις απολαβές των, αλλά επίσης για να σπάσουν την αντίσταση της εργατικής τάξης, για να εμποδίσουν κάθε αγώνα για καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες δουλειάς.
Ο Άτριου Γιουρ, υπερασπιστής του καπιταλισμού, έγραφε σχετικά με τις συμβάσεις δουλειάς, που οι καπιταλιστές θεωρούσαν ενοχλητικές γι’ αυτούς:
«Επιτέλους, οι καπιταλιστές αποφάσισαν ν’ απελευθερωθούν απ’ αυτή την ανυπόφορη σκλαβιά, παίρνοντας βοήθεια από τις πηγές της επιστήμης και σε λίγο αποκαταστάθηκαν τα νόμιμα δικαιώματά τους, όπως το κεφάλι πάνω στα άλλα μέρη του σώματος. Σ’ όλες τις μεγάλες βιομηχανικές έδρες σήμερα υπάρχουν μηχανές τεσσάρων και πέντε χρωμάτων που κάνουν το τύπωμα των βαμβακερών υφασμάτων μια διαδικασία γρήγορη και αλάνθαστη».
Τα «νόμιμα δικαιώματα» των καπιταλιστών είναι κατά τον Γιουρ εκείνα του κεφαλιού πάνω στα άλλα μέρη του σώματος: δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ειπωθεί τι χρήση της επιστήμης κάνει η αστική τάξη.
Ο ίδιος ο Γιουρ έγραφε ακόμα, σχετικά με την ανακάλυψη του μηχανικού αργαλειού:
«Αυτή η δημιουργία, ο σιδερένιος άνθρωπος, όπως τον ονομάζουν με το δίκιο τους οι εργάτες… ήταν προορισμένη να αποκαταστήσει την τάξη ανάμεσα στις βιομηχανικές τάξεις. Αυτή η ανακάλυψη έρχεται να στηρίξει τη θεωρία που εκθέσαμε κιόλας. Όταν το κεφάλαιο στρατολογεί την επιστήμη, το ανυπάκουο χέρι της βιομηχανίας μαθαίνει πάντα να είναι υπάκουο».
Στον αγώνα κατά των μηχανών, οι εργάτες δεν κατάφεραν υλικές νίκες.
Αλλά έμαθαν να γνωρίζουν τον εχθρό τους και να γνωρίζονται μεταξύ τους.
Κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα έμαθαν να διακρίνουν τις μηχανές από τη χρησιμοποίηση των μηχανών από τους καπιταλιστές. Έτσι, απόκτησαν συνείδηση της ύπαρξης των δύο τάξεων με τα ασυμβίβαστα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της αστικής.
Ένας πρωτοφανής αναβρασμός ιδεών
Η αρχή του 19ου αιώνα είναι η εποχή του χαρτιστικού κινήματος στην Αγγλία των μεγάλων εξεγέρσεων στο εργοστάσιο μεταξωτών της Λυών το 1831 και το 1844. Όλοι οι αγώνες αυτής της εποχής δείχνουν τη δύναμη που είχε αποκτήσει το αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης: όχι μόνο αγώνας κατά των μηχανών, αλλά επίσης και για τους μισθούς, για τη μείωση του χρόνου δουλειάς κλπ. Σ’ όλες αυτές τις κινήσεις, σ’ όλες τις οργανώσεις που αναδείχνονταν αναλογούσε ένας πρωτοφανής ιδεολογικός αναβρασμός. Μιλώντας για τους υφαντές των λινών της Σκωτίας, εργάτης στην κατοικία του, ο ιστορικός Χομπσμπάουν γράφει:
«Στους κήπους τους συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την καλλιέργεια των πιο απίθανων λουλουδιών, διάβαζαν τη δική τους λογοτεχνική επιθεώρηση (την “Ντάνφερμλάιν Γκαζομέτερ”) και ήταν όλοι τους φυσικά χαρτιστές. Η ταξική συνείδηση, η αγωνιστικότητα, το μίσος και η περιφρόνηση για τους καταπιεστές αποτελούσαν μέρος αυτού του κόσμου, ακριβώς όπως οι αργαλειοί, όπου δούλευαν αυτοί οι άνθρωποι. Πλούσιοι, δεν έπαιρναν παρά το μισθό τους: στην κοινή δουλειά χρωστούσαν ό,τι είχαν στη ζωή».
Διανοούμενοι, άλλοι εργάτες, άλλοι ανήκοντας στις κυρίαρχες τάξεις, εκφράζανε τους πόνους και τις ελπίδες του προλεταριάτου, με λογοτεχνικό ή θεωρητικό τρόπο. Βοηθούσαν έτσι τους εργάτες να αναπτύξουν τη σκέψη τους, να ξεπεράσουν το στενό πλαίσιο της κοινωνίας. Έτσι η «Εταιρία Φίλων του λαού» (της οποίας εμψυχωτής ήταν ο Αύγουστος Μπλανκί) δημοσίευε το Σεπτέμβρη του 1831, μερικές μέρες μετά τις διαδηλώσεις των εργατριών της οδού Καντράν, μια μπροσούρα όπου μπορούσε κανείς να διαβάσει αυτά:
«Ψεύτικη ανακωχή! Όχι, οι βελτιώσεις δεν είναι για όλους. Αν τα εργαλεία της δουλειάς τελειοποιούνται, οι μόνοι που επωφελούνται είναι αυτοί που τα κατέχουν. Αν τα μηχανικά μέσα γίνονται πιο ισχυρά, πιο επιδέξια από τα χέρια του ανθρώπου, αυτός που δεν έχει παρά τα χέρια του δεν μπορεί να κάνει τίποτα από μόνος του. Δουλεύει λιγότερο καλά, λιγότερο γρήγορα. Πρέπει να υπηρετεί τον ευτυχισμένο κάτοχο αυτών των εκπληκτικών μηχανών, που μονοπωλούν όλη την παραγωγή, όλο το εμπόριο. Αυτός είναι το αφεντικό που θα τον αφήσει να πεθάνει.
Ας επαναλάβουμε έναν τετριμμένο λόγο, ένα λόγο κοινού νου, που λένε οι εργάτες, όταν εμφανίζεται μια νέα μηχανή: Δεν μπορούμε τίποτα να κάνουμε πια, αυτό μας κόβει τα χέρια…
…Οι βελτιώσεις δεν εξαρτώνται παρά από ένα μικρό αριθμό προσώπων που διατηρούν στην κατοχή τους τα βιομηχανικά μέσα, τα κεφάλαια, τη γη, τις μηχανές. Οι υπόλοιποι δεν παίρνουν μέρος από το μήλο της έριδας παρά μόνο κάτω από την καλή θέληση και την εξάρτηση αυτών των ανθρώπων. Υπάρχει στην κοινωνία διαμάχη συμφερόντων…».
Η κύρια αδυναμία αυτών των διανοουμένων, που έπαιρναν το μέρος της εργατικής τάξης, ήταν ο ουτοπισμός τους.
Αντί να βλέπουν μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα την ικανή δύναμη που θα καταστρέψει την καπιταλιστική κοινωνία, πρότειναν πρότυπα ιδανικής κοινωνίας και έλπιζαν με την προπαγάνδα τους να προσηλυτίσουν όλο τον κόσμο (εκμεταλλευόμενους και εκμεταλλευτές) στο σχέδιό τους για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία.
Μαρξ και Ένγκελς
Η μεγάλη πρόοδος που πραγματοποίησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι ότι κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τον ουτοπισμό· να καταλάβουν την ιστορική σπουδαιότητα του εργατικού κινήματος. Είναι ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά που τους επέτρεψε να δημιουργήσουν την κοινωνική επιστήμη.
Πώς ο γιος ενός δικηγόρου κι ενός πλούσιου αφεντικού βιομηχανίας μπόρεσαν να καταλάβουν την αληθινή φύση της εργατικής τάξης, την ικανότητά της να καταστρέψει τον παλιόκοσμο και να δημιουργήσει ένα κόσμο καινούργιο; Οι ιδιότητές τους, θάρρος και εξυπνάδα, η μανία τους για δουλειά, δεν θα ήταν αρκετές· έπρεπε ακόμα να γνωρίσουν την εργατική τάξη, να συνδεθούν προσωπικά με τους εργάτες και να κατορθώσουν να μορφωθούν κοντά τους.
Ο Ένγκελς περνά τα παιδικά του χρόνια στη μικρή γερμανική πόλη, όπου ο πατέρας του έχει ένα νηματουργείο. Βλέπει τη φτώχεια των εργατών και των παιδιών τους, την αρπακτικότητα και την υποκρισία της αστικής τάξης.
Εικοσιδύο χρόνων φεύγει για την Αγγλία· ο πατέρας του, συνεταίρος στην επιχείρηση υφαντών Έρμεν και Ένγκελς, εύχεται να τον κάνει ένα σταθερό επιχειρηματία. Αλλά ο νέος, τελειοποιώντας σύγχρονα τις γνώσεις του σ’ αυτό τον τομέα, μαθαίνει επίσης να γνωρίζει την κοινωνία, βλέποντάς την από την αντίθετη πλευρά· από την πλευρά του προλεταριάτου. Γνωρίζει ένα νέο σκωτσέζο εργάτη, τον Μαρκ Μπαρνς, που γίνεται η συντροφιά του και που τον βάζει μέσα στις εργατικές εστίες.
Για δύο χρόνια πάνω-κάτω συνεχίζει την έρευνά του, συνδέεται με μαχητές και με απλούς εργάτες. Μαθαίνει να γνωρίζει τη ζωή τους, τον τρόπο που αισθάνονται και σκέφτονται σ’ όλες του τις όψεις.
Απ’ αυτήν την εμπειρία βγάζει ένα βιβλίο («Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία»), που είναι σύγχρονα μια λεπτομερής περιγραφή, μια αρχή για επιστημονική ανάλυση και ένας ύμνος στη δόξα της εργατικής τάξης.
Για παράδειγμα, με την ευκαιρία της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων γράφει:
«Τι ύψος πραγματικά ανθρώπινης καλλιέργειας (κουλτούρας), ενθουσιασμού και δύναμης χαρακτήρα προϋποθέτει μια τέτοια σύγκρουση γι’ αυτό το πλήθος των 40.000 ανθρώπων που (…) τους είχαν περιγράψει το 1840 ακόμα (…) σαν τετριμμένους εντελώς και διεφθαρμένους. Αλλά πόσο απάνθρωπη πρέπει να ήταν η καταπίεση για να σπρώξει αυτές τις 400.000 ανθρώπους να ξεσηκωθούν σαν ένας άνθρωπος και σαν ένας στρατός όχι μόνο πειθαρχημένος αλλά και με ενθουσιασμό, που η ομόφωνη θέλησή του είναι να εξακολουθήσει τον αγώνα με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία και τη μεγαλύτερη ηρεμία, μέχρι τη στιγμή όπου μια μεγαλύτερη αντίσταση δεν θα είχε νόημα! Και τι αγώνας – όχι κατά ορατών εχθρών, θνητών, αλλά κατά της πείνας και της ανάγκης, της φτώχειας και της απουσίας στέγης, ενάντια στα ίδια τα οξυμένα πάθη (απελπισμένα) μέχρι την παραφροσύνη από την αγριότητα του πλούτου! Αν είχαν εξεγερθεί χρησιμοποιώντας βία αυτοί που δεν είχαν όπλα, θα τους είχαν σφάξει επί τόπου και θα αρκούσαν λίγες μέρες για να κριθεί η νίκη των αφεντικών. Αυτός ο σεβασμός της νομιμότητας δεν ήταν ο φόβος που εμπνεύσανε τα ρόπαλα των αστυνομικών μια υπολογισμένη τακτική, η καλύτερη απόδειξη της εξυπνάδας και της αυτοκυριαρχίας των εργατών».
Άλλα βιβλία είχαν κιόλας περιγράψει τη φτώχεια της εργατικής τάξης.
Το βιβλίο του Ένγκελς είναι το πρώτο που περιγράφει και την εξυπνάδα της καθώς και τον ηρωισμό της. Και που βγάζει συμπεράσματα για τον ιστορικό ρόλο που η εργατική τάξη καλείται να παίξει:
«Όντα που σκληραίνουν τόσο για να λυγίσουν έναν αστό, θα είναι και σε θέση να καταστρέψουν τη δύναμη ολόκληρης της αστικής τάξης».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία, ο Ένγκελς γράφει ακόμα μια Σκιαγραφία μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αφετηρία της μαρξιστικής θεωρίας σ’ αυτό τον τομέα.
Την ίδια εποχή ο Μαρξ είναι στο Παρίσι. Συχνάζοντας στις συναντήσεις κομμουνιστών εργατών, μαθαίνει να τους γνωρίζει και να τους αγαπά. Όταν συναντιούνται, παρατηρεί, συναντιούνται για τη μελέτη και την προπαγάνδα, αλλά επίσης απλά και μόνο για να βρεθούν όλοι μαζί.
«Η συνέλευση, η εταιρία, η συζήτηση που με τη σειρά της έχει για στόχο της την κοινωνία τούς αρκούν, η ανθρώπινη αδελφοσύνη δεν είναι μια κενή φράση γι’ αυτούς, αλλά μια αλήθεια και η ευγένεια της ανθρωπότητας λάμπει πάνω σ’ αυτά τα πρόσωπα που έχουν σκληρύνει από τη δουλειά».
Ο Μαρξ καταλαβαίνει τότε πόσο λαθεμένη είναι η τακτική των παλιών του φίλων, των αριστερών γερμανών διανοουμένων, που ονομάζονται «κριτικοί». Εκείνοι τοποθετούνται πάνω από το λαό και χρησιμοποιούν συχνά έναν ανώτερο διαχωρισμό, μια περιφρόνηση χωρίς πάθος. Οι κριτικοί θεωρούν τη σκέψη τους σαν το μοναδικό στοιχείο που δρα στην ιστορία. Ο Μαρξ, αντίθετα, μελετώντας την ιστορία της γαλλικής Επανάστασης, καταλαβαίνει ότι είναι οι μάζες (οι απλοί εργαζόμενοι, οι συνηθισμένοι άνθρωποι) που φτιάχνουν την ιστορία.
Στη Γερμανία, τον Ιούνιο του 1844, οι υφαντές της Σιλεσίας ξεσηκώνονται. Για τρεις μέρες λεηλατούν τα σπίτια των αφεντικών, καταστρέφοντας τ’ αποθέματα (στοκς) και τα βιβλία των λογαριασμών. Χρειάζονται τέσσερις λόχοι πεζικού, οπλισμένοι με κανόνια και ενισχυμένοι από το ιππικό για να τα βγάλουν πέρα.
Στην εφημερίδα «Φορβέτς» που εκδίδεται στο Παρίσι για τους μετανάστες γερμανούς εργάτες, εμφανίζεται τον Ιούλιο ένα άρθρο του Άρνολντ Ρούγκε, που οικτίρει αυτή την εξέγερση σε μια καθυστερημένη χώρα:
«Οι φτωχοί Γερμανοί δεν είναι πιο έξυπνοι από τους κακόμοιρους τους Γερμανούς, δηλαδή απ’ αυτούς που δεν βλέπουν πιο μακριά από το σπίτι τους, το εργοστάσιό τους, την επαρχία τους (…) Όλες οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν σ’ αυτό το απαίσιο κράτος της απομόνωσης (…) θα πνιγούν μέσα στο αίμα και στη βλακεία (…) Μια κοινωνική επανάσταση χωρίς πολιτική ψυχή (δηλαδή χωρίς την εξυπνάδα που να την οργανώνει από μια γενική σκοπιά) είναι αδύνατη».
Ο Μαρξ απαντά σ’ αυτό το άρθρο τον Αύγουστο. Κατηγορεί τον Ρούγκε για τη γεμάτη περιφρόνηση κριτική του για τους γερμανούς και γράφει:
«Το μόνο καθήκον ενός πνεύματος που σκέφτεται και αγαπά την αλήθεια, μπροστά στις πρώτες εκδηλώσεις της εξέγερσης της Σιλεσίας, δεν ήταν να παριστάνουμε τους δασκάλους για το συμβάν αλλά ακριβώς να μελετήσουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Αυτό προϋποθέτει όμως κάποιες επιστημονικές γνώσεις και λίγο θάρρος, ενώ αντίθετα για την άλλη ενέργεια, μια φρασεολογία ντυμένη από πάνω μέχρι κάτω με κούφιο εγωισμό αρκεί τέλεια».
Την ίδια χρονιά του 1844, ο Μαρξ και ο Ένγκελς γράφουν μαζί ένα βιβλίο, την «Αγία Οικογένεια», ενάντια στις ιδέες των «κριτικών». Ο Έντγκαρ Μπάουερ, ένας από τους πιο δραστήριους σ’ αυτή την ομάδα, έγραφε πχ:
«Για να είναι κανείς ικανός να δημιουργήσει τα πάντα, χρειάζεται μια συνείδηση ενός εργάτη (…) Ο εργάτης δεν κάνει τίποτα, γι’ αυτό και δεν έχει τίποτα και αν δεν κάνει τίποτα είναι γιατί η δουλειά του μένει πάντα μεμονωμένη, λογαριασμένη για τις πιο προσωπικές του ανάγκες, γιατί είναι καθαρά μεροκαματιάρης».
Ο Ένγκελς του απαντάει:
«Ο εργάτης δεν δημιουργεί τίποτα. Αυτός ο τύπος (φόρμουλα) βάζει εξάλλου κατά μέρος την ιδέα ότι ο εργάτης μόνος του δεν παράγει μια ολότητα, πράγμα που είναι μια αλήθεια τελείως ηλίθια. Η κριτική κριτική, δεν δημιουργεί τίποτα. Ο εργάτης δημιουργεί τα πάντα και σε τέτοιο σημείο που ακόμα και με τα πνευματικά του δημιουργήματα ντροπιάζει πραγματικά όλη την Κριτική, τους άγγλους και γάλλους εργάτες. Ο εργάτης δημιουργεί μέχρι τον άνθρωπο. Η Κριτική θα μείνει για πάντα ένα τέρας, με την ικανοποίηση, είναι αλήθεια, του να είναι μια κριτική Κριτική».
Προέλευση της κοινωνικής επιστήμης
Ο Μαρξισμός γεννήθηκε λοιπόν από το εργατικό κίνημα και αναπτύχθηκε μαζί του. Χωρίς τους αγώνες της εργατικής τάξης, χωρίς την πείρα πού είχε αποκτήσει αυτή (κυρίως στην Αγγλία και τη Γαλλία), δεν θα υπήρχε όλος αυτός ο αναβρασμός ιδεών, που επέτρεψε στον Μαρξ και τον Ένγκελς να δημιουργήσουν την επιστήμη της κοινωνίας.
Όπως το έλεγαν οι ίδιοι το 1845:
«Η ύπαρξη επαναστατικών ιδεών σε μια καθορισμένη εποχή προϋποθέτει κιόλας την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης».
Όμως, το εργατικό κίνημα δεν παρήγε την κοινωνική επιστήμη αυθόρμητα.
Η κοινωνική επιστήμη γεννήθηκε πάνω στη
Βάση του εργατικού κινήματος, αλλά για να γεννηθεί απ’ αυτή τη βάση χρειαζόντουσαν ακόμα ορισμένες συνθήκες. Έπρεπε να βρεθούν άτομα που να θέλουν κατ’ αρχήν να υπηρετήσουν το προλεταριάτο σαν θεωρητικοί και που μετά να βρουν τα μέσα, για να το κάνουν.
Τα μέσα, είδαμε ότι για τον Μαρξ και τον Ένγκελς ήταν αρχικά η κριτική των ιδεών μιας αριστεράς που περιφρονούσε την εργατική τάξη, μηδένιζε την εξυπνάδα της και την πολιτική της ικανότητα. Κριτική και επίσης αυτοκριτική: ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν κάποτε μέρος αυτής της αριστεράς. Αλλά μπόρεσαν να βγάλουν μαθήματα από την πολιτική αποτυχία της. Σ’ όλη τους τη ζωή έκαναν κριτική στους αστούς διανοούμενους και στις θεωρίες τους. Σκέφτονταν ότι στη μελέτη της κοινωνίας η αστική επιστήμη συναντά αξεπέραστα όρια. Γι’ αυτήν το καπιταλιστικό σύστημα είναι αιώνιο. Όσο πιο βίαιος είναι ο ταξικός αγώνας, τόσο λιγότερο η αστική σκέψη είναι ικανή να φτάσει την αλήθεια, όταν πρόκειται για κοινωνικά φαινόμενα. Τα μέσα, για να υπηρετήσουν το προλεταριάτο, για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ήταν ακόμα η σοβαρή δουλειά. Είχαν σταθερές και πλατιές γνώσεις, κυρίως στην ιστορία, το δίκαιο και τη φιλοσοφία. Σ’ όλη τους τη ζωή ποτέ δεν σταμάτησαν να μαθαίνουν.
Γι’ αυτούς, το να κάνουν μια αληθινή επιστημονική δουλειά κι όχι αόριστες προκηρύξεις ήταν ένα ζήτημα σεβασμού για την εργατική τάξη. Μεταφέρουμε γι’ αυτό το θέμα μερικές φράσεις του Μαρξ που είναι ακόμα σύγχρονες.
«Το να απευθύνεται κανείς στη Γερμανία στους εργάτες, χωρίς να έχει ιδέες σταθερά επιστημονικές και μια συγκεκριμένη θεωρία, καταντούσε ένα άτιμο και μάταιο παιχνίδι, μια προπαγάνδα όπου προϋπόθετε κανείς από τη μια πλευρά ένα ενθουσιώδη απόστολο και από την άλλη απλούς ηλίθιους που να τον ακούνε με ανοιχτό στόμα».
Η εξέλιξη του Μαρξισμού
Η ιστορία του μαρξισμού είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των φυσικών επιστημών. Αυτές μπόρεσαν να αναπτυχθούν μονοπωλούμενες από την αστική τάξη. Ο μαρξισμός όμως εκφυλίζεται όταν απομακρυνθεί από τους εργαζόμενους. Κάθε φορά που έγινε μια «σπεσιαλιτέ» με την ακατάληπτη γλώσσα της, ακατανόητη για τους κοινούς ανθρώπους, σταμάτησε να προοδεύει και κατάντησε να γίνει μια ψεύτικη επιστήμη.
Αντίθετα, κάθε σημαντική της πρόοδος, κάθε στάδιο της εξέλιξής της είχαν σαν βάση μεγάλους αγώνες του προλεταριάτου ή λαούς του Τρίτου Κόσμου.
Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία και ειδικά η εξέγερση του Ιουνίου, που πνίγηκε στο αίμα από τον Καβαινιάκ, έκαναν το προλεταριάτο του Παρισιού να χάσει τις αυταπάτες του για τη Δημοκρατία. Αυτή την πείρα ο Μαρξ εκφράζει και γενικεύει στα άρθρα του τού 1850-52: η Αστική Δημοκρατία, γράφει, σημαίνει εδώ τον απόλυτο δεσποτισμό μιας τάξης πάνω στις άλλες τάξεις. Η Εκτελεστική εξουσία με τον στρατό της από μισό εκατομμύριο μισθωτούς (υπαλλήλους) και με τον άλλο στρατό της από 500.000 στρατιώτες είναι ένα «τρομακτικό παρασιτικό σώμα, που σκεπάζει σαν μια μεμβράνη το σώμα της γαλλικής κοινωνίας και του φράζει όλους τους πόρους». Αυτός ο μηχανισμός του γραφειοκρατικού στρατιωτικού κράτους είναι το μήλο της έριδας για όλα τα μέρη που αγωνίζονται για την εξουσία. Όλες οι πολιτικές επαναστάσεις δεν έκαναν άλλο από το να τελειοποιούν αυτό τον μηχανισμό αντί να τον καταστρέψουν.
Αντίθετα, η προλεταριακή επανάσταση ετοιμάζεται για να καταστρέψει αυτό τον κρατικό μηχανισμό: κατά την έκφραση του Μαρξ, τον απομονώνει και κατευθύνει ενάντιά του όλες τις μορφές, για να μπορέσει να συγκεντρώσει πάνω του όλες τις καταστροφικές του δυνάμεις.
Το 1871, η Κομμούνα του Παρισιού πραγματοποιεί αυτή την καταστροφή του αστικού κράτους. Αλλά πηγαίνει πιο μακριά και λύνει ένα πρόβλημα που ούτε ο Μαρξ ούτε κανένας άλλος δεν είχε μπορέσει να λύσει νωρίτερα: με τι πρέπει να αντικατασταθεί αυτός ο κατεστραμμένος κρατικός μηχανισμός;
Η Κομμούνα καταργεί τον μόνιμο στρατό και τον αντικαθιστά με τον ένοπλο λαό. Η αστυνομία, όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, αντικαθίσταται με μια αστυνομία υπεύθυνη απέναντι στην Κομμούνα και της οποίας κάθε μέλος είναι ανακλητό σε κάθε στιγμή.
Και το ίδιο συμβαίνει για όλους τους υπαλλήλους και για τους δικαστές που στερούνται από την δήθεν «ανεξαρτησία» τους. Όλοι οι υπάλληλοι παίρνουν ένα μισθό εργάτη.
Στον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία ο Μαρξ βγάζει μαθήματα από την Κομμούνα. Ακόμα μια φορά, μπαίνει στο σχολειό των εργαζόμενων.
Υπάρχουν, γράφει, πολλές ερμηνείες για την Κομμούνα.
«Η πολλαπλότητα των ερμηνειών στις οποίες υποβλήθηκε η Κομμούνα και η πολλαπλότητα των συμφερόντων που έκφρασε, δείχνουν ότι ήταν ένα πολιτικό σχήμα επιδεκτικό επέκτασης ενώ όλα τα προηγούμενα σχήματα ήταν ουσιαστικά κατασταλτικά. Να το πραγματικό του μυστικό: ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της τάξης των παραγωγών ενάντια στην τάξη των ιδιοκτητών, το πολιτικό σχήμα που βρέθηκε τελικά και που επέτρεπε να πραγματοποιηθεί η οικονομική χειραφέτηση της δουλειάς».
Ένα άλλο πρόβλημα δείχνει επίσης πώς εξελίχθηκε ο μαρξισμός: εκείνο των αγώνων εθνικής απελευθέρωσης. Τον 19ο αιώνα ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν υπογραμμίσει τη σημασία αγώνων όπως της Ιρλανδίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας κατά των ξένων δυνάμεων που τις καταπιέζουν. Είχαν καταλάβει ότι η Ινδία και η Κίνα θα μπορούσαν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. Αλλά σ’ αυτό τον τομέα ο μαρξισμός δεν ήταν ακόμα παρά στα πρώτα του βήματα. Η αποφασιστική θεωρητική πρόοδος έγινε από τον Λένιν, μετά από το μεγάλο επαναστατικό κίνημα που σηκώθηκε στην Ασία στην αρχή του 20ου αιώνα: επαναστάσεις στην Περσία, στην Τουρκία, στην Κίνα, επαναστατικό κίνημα στην Ινδία κλπ. Μέσα στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα οι συζητήσεις για την αποικιοκρατία γίνονται τότε πιο ζωηρές. Ο Λένιν διαπιστώνει ότι ανάμεσα στις αποικιοκρατικές δυνάμεις ένα μεγάλο μέρος του προλεταριάτου έχει μολυνθεί από τον σωβινισμό της αστικής τάξης. Και βάζει στον εαυτό του το ερώτημα: ποια είναι η υλική ή οικονομική βάση αυτής της μόλυνσης; Δηλαδή, με σύγχρονους όρους: πώς γίνεται η λεηλασία του Τρίτου Κόσμου;
Ξεσπάει ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914). Η μεγάλη πλειοψηφία των εργατικών κομμάτων καταποντίζεται μέσα στο σωβινισμό. Στη Ρωσία, το μπολσεβίκικο κόμμα καταγγέλλει και πολεμά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αλλά στις άλλες χώρες της Ευρώπης, μόνο μειοψηφούντα ρεύματα αρνούνται να υποστηρίξουν την αστική τους τάξη σ’ αυτό τον ληστρικό πόλεμο.
Ο Λένιν οδηγήθηκε στο να βάλει άλλα ερωτήματα: γιατί αυτή η χρεωκοπία της 2ης Διεθνούς; Καταπιάνεται με την ανάλυση της εξέλιξης του καπιταλισμού και ανακαλύπτει ότι αυτός άλλαξε σε βάθος στο τέλος του 19ου αιώνα. Το νέο στάδιο της καπιταλιστικής κοινωνίας ο Λένιν το ονομάζει ιμπεριαλισμό. Και δείχνει ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού η εθνική καταπίεση και η τάση για προσαρτήσεις εντείνονται σημαντικά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως και στις άλλες. Οι απελευθερωτικοί αγώνες είναι λοιπόν αναπόφευκτοι. Και καθώς τείνουν να αποδυναμώσουν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, έχουν τον ίδιο εχθρό που έχει η εργατική τάξη των καπιταλιστικών μητροπόλεων.
Έτσι ο Λένιν, γενικεύοντας την πείρα των λαών της Ασίας και την πείρα της Εργατικής τάξης της Ευρώπης, δημιούργησε τη θεωρία που προβλέπει και δικαιολογεί τη σύνδεση των δύο μεγάλων κινημάτων: του εργατικού κινήματος και του αγώνα των καταπιεσμένων λαών, ιδιαίτερα των λαών του Τρίτου Κόσμου. Αυτά τα δύο μεγάλα κινήματα υπήρχαν και το ένα και το άλλο εδώ και αιώνες, αλλά ήταν άγνωστα μεταξύ τους σχεδόν εντελώς.
Τα συμβάντα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν περισσότερες από μια φορές ότι έχουν τους ίδιους εχθρούς. (Ποιος άραγε ανάτρεψε το φασιστικό καθεστώς στην Πορτογαλία, αν όχι οι λαοί των τριών πορτογαλικών αποικιών στην Αφρική;) Αυτή η σύμπτωση συμφερόντων αυτή η σύγκλιση των αγώνων είναι που επιτρέπουν να σκεφτούμε ότι αργά ή γρήγορα τα δύο μεγάλα κινήματα θα γίνουν πραγματικά σύμμαχοι και θα θριαμβεύσουν μαζί κατά του κοινού εχθρού τους.
Ο μαρξισμός ανήκει στην εργατική τάξη
Αυτά τα λίγα παραδείγματα είχαν σκοπό να δείξουν ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια θρησκεία που αποκαλύφθηκε στους εργαζόμενους από τρεις – τέσσερις προφήτες. Είναι ο ισολογισμός των αγώνων της εργατικής τάξης και των λαών του Τρίτου Κόσμου. Ο μαρξισμός δεν είναι ένα βιβλίο συνταγών για να κάνουμε την Επανάσταση, αλλά μια μέθοδος ανάλυσης νέων προβλημάτων.
Δεν υποκαθιστά την υπεροχή των διανοούμενων αλλά δείχνει γιατί μόνο η εργατική τάξη μπορεί να διευθύνει την επανάσταση, να καταστρέψει τον παλιό κόσμο και να χτίσει ένα καινούργιο κόσμο.
Για την εργατική τάξη το να καταχτήσει τη μαρξιστική θεωρία σημαίνει να καταχτήσει τον απολογισμό της δικής της πείρας και να αποκτήσει τα μέσα να προσανατολίσει τον δικό της αγώνα. Χωρίς επαναστατική θεωρία η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το τοπικό ή εθνικό πλαίσιο. Άρα δεν θα μπορούσε να νικήσει τους εχθρούς της, γιατί αυτοί ξέρουν πολύ καλά να σκέφτονται και να δρουν πάνω σ’ ένα διεθνές πλάνο. Χωρίς επιστημονική θεωρία η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να πάρει υπ’ όψη της το σύνολο της επαναστατικής πείρας, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης του παρελθόντος. Οι αγώνες του παρελθόντος δεν είναι πρότυπα που πρέπει να αντιγράψουμε, αλλά απόπειρες απ’ όπου μπορούμε να πάρουμε μαθήματα. Τι πλούτο γνώσεων αποφέρει η Κομμούνα του Παρισιού, για παράδειγμα, ή ακόμα η επανάσταση και η αποτυχία του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, ή η Απελευθέρωση στη Γαλλία και ο πόλεμος της Αλγερίας!
Χωρίς επαναστατική θεωρία, η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε ν’ αποφύγει τις ενέδρες της αστικής ιδεολογίας, της οποίας η μορφή είναι άπειρα πολύμορφη και ανανεώνεται σταθερά. Η εργατική τάξη δεν ζει σ’ ένα ιδεολογικό γκέτο. Όλα τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής μας την επηρεάζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και έχει ανάγκη να πάρει θέση με ανεξάρτητο τρόπο πάνω σ’ όλα τα καινούργια προβλήματα, πολιτικά και πολιτιστικά που βάζει η ζωή.
Για την αστική τάξη, όποιος λέει επιστήμη λέει συλλογή κανόνων και συνταγών, που οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα ν’ αγγίζουν. Το πολύ πολύ μπορούν να μάθουν με σεβασμό μερικά ψίχουλα. Το να πούμε ότι ο μαρξισμός είναι μια επιστήμη, είναι σα να λέμε το αντίθετο. Οι νόμοι που ανακαλύφτηκαν από τον μαρξισμό είναι αληθινοί για καθορισμένες συνθήκες. Μερικοί έχουν παγκόσμια αξία. Άλλοι είναι αληθινοί μόνο για μερικές εποχές ή σε μερικές χώρες. Η γνώση του μαρξισμού δεν αντικαθιστά τη μελέτη της κατάστασης σε μια δοσμένη στιγμή. Αλλά μας δίνει μέσα γι’ αυτή τη μελέτη.
Όπως κάθε επιστήμη, ο μαρξισμός δεν μπορεί να προοδεύσει παρά διορθώνοντας τα λάθη του. Σαν επιστήμη της επανάστασης, σαν ισολογισμός της πείρας των εργαζόμενων και των καταπιεζόμενων λαών δεν μπορεί να είναι χρήσιμος παρά μόνο όταν οι κύρια ενδιαφερόμενοι το κατέχουν και τον μεταχειρίζονται θαρραλέα.
Φυσική και κοινωνική επιστήμη
Η χειρωνακτική δουλειά είναι ο αγώνας ενάντια στην ύλη. Ο εργάτης αγωνίζεται ενάντια στην άψυχη ύλη: μέταλλο, μπετόν, χημικά προϊόντα, νήματα… Ο εργαζόμενος παλεύει επίσης ενάντια στη ζωντανή ύλη. Φυτά που καλλιεργεί, ζώα, πουλερικά, βλαβερά χόρτα, έντομα… οι φυσικοί ή βιολογικοί νόμοι δεν έχουν αυτή την ευτελή όψη που τους δίνει η διδασκαλία. Ο εργαζόμενος, ακόμα κι αν αγνοεί τη θεωρητική μορφή αυτών των νόμων, πρέπει να τα βγάλει πέρα για να τα πάρει πρακτικά υπ’ όψη του. Αλλιώς κινδυνεύει να αποτύχει, να πάθει ατύχημα, να πεθάνει.
Οι φιλόσοφοι και οι σοφοί της αστικής τάξης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έφτασαν ποτέ να καταλάβουν ότι η ύλη βρίθει από αντιθέσεις. Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν αντιθέσεις, παρά μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους και επίσης ανάμεσα στα λόγια ή στις σκέψεις των ανθρώπων. Για τους εργαζόμενους, η ιδέα ότι υπάρχουν αντιθέσεις μέσα στην ύλη είναι πιο φυσική, γιατί μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν (όπως στο τζούντο χρησιμοποιεί τη δύναμη του αντιπάλου του) ή να χτυπηθούν μεταξύ τους.
Αν η διδασκαλία των επιστημών της φύσης συνίσταται στην ανάλυση των αντιθέσεων της ύλης, θα ήταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα και λιγότερο απομακρυσμένη από τους παραγωγούς.
Αλλά, δεν είμαστε σ’ αυτό το σημείο: όπως γίνεται τώρα, η διδασκαλία σβήνει, κρύβει την αντίθεση, για παράδειγμα κάτω από τους μαθηματικούς τύπους. Γενικά, τη στιγμή της ανακάλυψής τους, οι νόμοι της φύσης δέχονται μια τυποποίηση λιγότερο ή περισσότερο διαλεκτική (δηλαδή που να δείχνει τις αντιθέσεις). Στη συνέχεια, αυτή η ζωντανή όψη εξαφανίζεται και οι νόμοι εκφράζονται με την παγωμένη μορφή τους, τη συνήθως ανιαρή των διδακτικών βιβλίων και των μαθημάτων.
Αυτός ο φόβος των αντιθέσεων, ενωμένος με την περιφρόνηση για την πράξη είναι το ταξικό αποτύπωμα που ορίζει τη φυσική επιστήμη, όπως την ανάπτυξε η αστική τάξη.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν υπογραμμίσει τη στενότητα του οπτικού πεδίου των ειδικών των φυσικών επιστημών και είχαν κριτικάρει πολλές φορές τον «αφηρημένο υλισμό» τους, που «δεν εκτιμά καθόλου την ιστορική εξέλιξη». Και όμως, είχαν πάθος για τις προόδους της φυσικής επιστήμης στην εποχή τους. Δεν αναφέρονταν στην επιστήμη που είχε κιόλας παγώσει και κωδικοποιηθεί αλλά στις μεγάλες ανακαλύψεις της εποχής τους, στις ανακαλύψεις του Δαρβίνου, για παράδειγμα, που εκτιμούσαν πολύ, κάνοντας όμως κριτική. Δεν επρόκειτο γι’ αυτούς να βάλουν την καπιταλιστική κοινωνία σε μαθηματικούς τύπους, αλλά να την μελετήσουν αντικειμενικά. Δηλαδή όπως είναι πραγματικά κι όχι όπως εμφανίζεται στα ιδρύματα (κράτος/δίκαιο/σχολείο…) και στα έργα των συγγραφέων της, των ιστορικών, τις διακηρύξεις των πολιτικών κλπ. Στις ιδέες της, στη μέθοδό της και στη σκοπιά απ’ όπου βλέπει τα πράγματα, η κοινωνική επιστήμη, για την οποία ο Μαρξ και ο Ένγκελς έβαλαν τις πρώτες πέτρες, έχει κι αυτή ένα ταξικό αποτύπωμα: το αποτύπωμα της εργατικής τάξης.
Αυτές οι ιδέες, αυτή η μέθοδος κι αυτή η σκοπιά γεννήθηκαν από την πείρα της εργατικής τάξης.
Γι’ αυτό προσαρμόστηκαν στη νοοτροπία, στον τρόπο σκέψης, αίσθησης και δράσης αυτής της τάξης. Είναι φανερά κατανοητές από οποιονδήποτε, αλλά όποιος θέλει να τις υιοθετήσει πρέπει να τεθεί υπό αίρεση ο ίδιος, να κάνει κριτική στις προκαταλήψεις του και να προσπαθήσει να υιοθετήσει τη σκοπιά απ’ όπου βλέπει τα πράγματα το προλεταριάτο.
Αυτά τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης βρισκόμαστε μπροστά σε μια ανανέωση του εργατικού κινήματος. Ο Μάιος του ’68 και άλλοι αγώνες έδειξαν τη δύναμη νέων ρευμάτων που παίρνουν ένα δρόμο άλλοτε ορατό κι άλλοτε υπόγειο, ανάμεσα από αγώνες και δυσκολίες όλων των ειδών. Το παλιό σύνθημα της Πρώτης Διεθνούς ξαναπαίρνει όλη του την ισχύ: «Η χειραφέτηση των εργαζόμενων θα είναι έργο των ίδιων των εργαζόμενων». Το να βάλουμε στην πράξη αυτό το σύνθημα είναι και το να παλεύουμε στο θεωρητικό μέτωπο, το να αφομοιώσουμε την επιστήμη της επανάστασης.
……………..
Το παραπάνω άρθρο είναι αναδημοσίευση από τα “Αντιτετράδια” του φθινοπώρου του 1988. Πρόκειται για αποσπάσματα από το έργο του Ζαν Μαρκ Λεβί Λεμπλόν, καθηγητή Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας, με θέμα την επιστήμη, τους εργαζόμενους, το Μαρξισμό. Το βιβλίο “(Αυτο)κριτική της επιστήμης” (συλλογικό έργο) εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1973.
πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης
e-prologos.gr