γράφει η Μίκα Αγραφιώτου
Γλυκιές αναρχίες στα Εξάρχεια, βιωματικός τουρισμός στις εξορίες και τα εργοστάσια, πανηγύρια στα νησιά – Η Ελλάδα ως ένα ατελείωτο θεματικό πάρκο
Το 2016, ένα αθηναϊκό concept βιβλιοπωλείο -ό,τι και αν σημαίνει αυτό- που προωθούσε, όπως ευαγγελιζόταν, την «ελεύθερη σκέψη και τέχνη», διοργάνωσε με το αντίτιμο των 45 ευρώ μια εκδρομή στον τόπο εξορίας-κολαστήριο της Μακρονήσου η οποία είχε στεφθεί, μάλιστα, με «επιτυχία». Όπως έγραφαν, τότε, οι διοργανωτές της περιβόητης εκδρομής ήταν «μια συγκλονιστική εμπειρία ενάντια στη συλλογική λήθη του διχασμού που κάθε νεοέλληνας πρέπει να ζήσει για να ξέρει».
Μεταξύ των υπόλοιπων δραστηριοτήτων, στην εκδρομή συμπεριλαμβανόταν και το «μενού των εξόριστων», όπου ένα ξενοδοχείο της Κηφισιάς μοίρασε στους εκδρομείς ένα «ειδικό μενού» γεμάτο πρωτεΐνες και βιταμίνες σαν εκείνο που έτρωγαν οι εξόριστοι. Γιατί, σύμφωνα με την «έρευνα» που έκαναν, οι κρατούμενοι της Μακρονήσου έτρωγαν κρέας και ψάρι δυο φορές την εβδομάδα. Μια έρευνα βγαλμένη απευθείας από την προπαγάνδα τόσο των εθνικοφρόνων της μετεμφυλιακής εποχής όσο και από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, η οποία μέσω του Παττακού είχε κυκλοφορήσει ένα υποτιθέμενο «Μενού Εξορίας» για τους εξόριστους της Γυάρου το 1967, σύμφωνα με την έρευνα του Ιού της Ελευθεροτυπίας.
Φυσικά, η είδηση αυτής της «βιωματικής» εκδρομής είχε προκαλέσει μια θύελλα αντιδράσεων το μακρινό 2016 στον προοδευτικό κόσμο, πριν ο Στέφανος Κασσελάκης αποφασίσει να κάνει τον ίδιο χαλαρό περίπατο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου σε μια προσπάθεια να «σβήσει τα παλιούς διχασμούς». Ευτυχώς, ο νυν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτασε μέχρι το σημείο να δοκιμάσει να «ζήσει» για λίγες μέρες σαν εξόριστος αριστερός.
«Χίπηδες, γιάπηδες και άλλα ζώα της ζούγκλας»
Αυτού του είδους η εκδρομή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που αποκαλείται «βιωματικός τουρισμός», μια μορφή ταξιδιού που έχει ως σκοπό την εσωτερική ανάπτυξη, την πραγματική γνωριμία με τον ντόπιο πληθυσμό, την ιστορία και τις παραδόσεις μιας περιοχής. Ουσιαστικά, ο τουρίστας υποτίθεται πως παύει να είναι πια τουρίστας, αλλά «βιώνει» τον τόπο που επισκέπτεται, τον ζει ως εμπειρία, ως μνήμη και ως μέσω εσωτερικής ανάπτυξης, ό,τι και αν σημαίνουν όλα αυτά. Don’t be a tourist, be a traveller, όπως λένε και διάφοροι ινφλουένσερς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η συνταγή, φυσικά, δεν είναι διόλου παλιά, αλλά κρατάει από τις εποχές της αποικιοκρατίας και τον 18ο αιώνα όταν διάφοροι αστοί ντιλετάντηδες κάθε είδους ταξίδευαν στις χώρες της Ανατολής για να «ανακαλύψουν» τους αρχαίους πολιτισμούς, τα ήθη και τα έθιμα, να βρουν αυτό το πολιτισμικό «φως» που έψαχναν για να μπολιάσουν τις εθνικές τους συνειδήσεις, να πάρουν μερικούς ντόπιους για σκλάβους και να καπηλευτούν τα πλούσια σε ορυκτά και γεωργικά προϊόντα εδάφη των χωρών που επισκέπτονταν. Α, και να κλέψουν και μερικές αρχαιότητες για να στολίσουν ιδιωτικές συλλογές, μουσεία και τα cabinets of curiosities τους.
Στα 60’s αυτού του είδους ο τουρισμός που παρουσιάστηκε ως «ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης» έγινε μόδα στους χίπηδες της Ευρώπης και της Αμερικής, που ιχνηλατούσαν το ομώνυμο «μονοπάτι των χίπηδων» σε χώρες της Νότιας Ασίας (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Νεπάλ, Σρι Λάνκα, Μπαγκλαντές, Βιετνάμ, Ταϊλάνδη). Ναρκωτικά, σεξοτουρισμός και ένας διαβόητος serial killer -απατεώνας που τους έσφαζε στο γόνατο για να κλέψει τις ταυτότητες και τα γεμάτα πορτοφόλια τους- έχουν μείνει ενθύμια εκείνης της περιόδου που η Ανατολή είχε γεμίσει από γκρούβαλους της Δύσης που «έψαχναν να βρουν τον εαυτό τους» ζώντας για λίγους μήνες όπως οι ντόπιοι, πλέκοντας πανέρια, κοσμήματα και ρουστίκ υφαντά, κολλώντας σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και πάει λέγοντας.
Όπως τα έφερε ο καιρός, όταν οι χίπηδες μετατράπηκαν σε γιάπηδες, σε αυτές τις χώρες έμειναν τα ναρκωτικά και ο σεξοτουρισμός απαλλαγμένα πλήρως από τον μανδύα της «εσωτερικής αναζήτησης». Ο καπιταλισμός απαιτεί πεντάστερα ξενοδοχεία, ακριβά ναρκωτικά και όργια κεκλεισμένων των θυρών, όχι καλαθοπλεκτική και ταπεινό χασίσι.
Από την Αθηναϊκή Ριβιέρα στα Ικαριώτικα πανηγύρια ένα «Κλικ» δρόμος
Όσον αφορά τα δικά μας, το «Τζατζίκι-Σουβλάκι-Συρτάκι», λίγη Ακρόπολη, λίγο κρασί και το αγόρι μου, άρχισε να κυκλοφορεί ως αφίσα και κεντρική διαφημιστική ιδέα ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η Θεία μου η Χίπισσα μπορούσε να φτάσει μόνο μέχρι τα Μάταλα της Κρήτης, οπότε έπρεπε να γίνει κάτι και για την υπόλοιπη Ελλάδα, ιδίως τα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές που είχαν ανεκμετάλλευτο για τους επιχειρηματίες, αγνό και παρθένο πλούτο. Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά έπεσαν σε οικόπεδα-φιλέτα και τα σάρωσαν ολοκληρωτικά, από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη.
Βιωματικό τουρισμό, όμως, δεν είχαμε έως τώρα. Και δεν είχαμε γιατί μέσα στην ψωροπερηφάνια της Μεταπολίτευσης, είχε υπερισχύσει το Κωστοπουλικό «ξεβλάχεμα». Εδώ είμαστε και Ευρώπη, δεν είμαστε παίξε-γέλασε, οπότε έπρεπε να συμμορφωθούμε με τα δυτικά πρότυπα, να μιλάμε για κοσμοπολιτισμό, για Αθηναϊκές Ριβιέρες, για υπερπολυτελή πάρτι στη Μύκονο, για βίλες, για πισίνες, ακριβά αυτοκίνητα και ακόμα πιο ακριβές βίζιτες, όλα τα όνειρα του που είχε ο κάθε ξαναμμένος νεόπλουτος ο οποίος προσπαθούσε να θάψει τη μυρωδιά από τη στρούγκα του πατέρα του κάτω από κουστούμια Hugo Boss και αρώματα Ralph Lauren.
Η κατάσταση ήταν τόσο ανυπόφορη που έπρεπε να χρεοκοπήσει η χώρα για να μπει ένα στιγμιαίο φρένο σε αυτό το ασταμάτητο ρωμαϊκό όργιο που χαρακτήριζε τον ελληνικό τουρισμό για σχεδόν τριάντα χρόνια. Τα είχε πει μια χαρά ο Τζιμάκος ήδη από την δεκαετία του 1980:
«Γερμανίδες τουρίστριες
Που διψάνε για σπέρμα
Γιαπωνέζοι βρικόλακες
Με καλώδια στο αίμα
Ξεχυθήκαν στο σύνταγμα
Από δούρειο ίππο
Με καπνούς και με λέιζερ
Και μας πιάσαν στον ύπνο»
Εναλλακτικοί προορισμοί σαφώς και είχαν παραμείνει ακόμα και στα χρόνια της μεγάλης χλιδής, καθώς κάπου έπρεπε να υπάρχουν ως υπόσταση και οι εναπομείναντες χίπηδες εξελισσόμενοι χίπτερς, νεόκοποι φασαίοι. Εκείνοι που στελέχωναν ελεύθερα και ανελεύθερα κάμπινγκς, που είχαν μακροχρόνιες καβάντζες που δεν τις άγγιζε κανένας, που μιλούσαν στους ντόπιους με τα μικρά τους ονόματα και περηφανεύονταν ότι μπορούσαν να ανοίξουν το καφενείο του Μπάρμπα-Γιώργου όποτε ήθελαν και να ψήσουν καφέ ή να φάνε ένα λαδερό.
Αλλά η περιβόητη «στροφή προς την παράδοση» είναι σαφώς γέννημα-θρέμμα της οικονομικής κρίσης και της απότομης μπατιριάς που συντάραξε το μεγαλύτερο μέρος των πάλαι πότε νεόπλουτων και βύθισε στη φτώχεια την εργατική τάξη. Πάνε οι Αθηναϊκές Ριβιέρες, οι Κυκλάδες, οι φωτογραφίες στα Μον Ρεπό και στα Μπούρτζια. Τώρα θα φωτογραφίζεστε με τη χωριάτικη σαλάτα, το μπετωμένο τσίπουρο και τον κλαρινό-λυράρη μέχρι να σβήσει το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης, χωρίς όμως το χειροκρότημα γιατί πόση γραφικότητα να χωρέσει ένα ανθρώπινο ον. Γελάνε και τα δελφίνια του Αιγαίου.
Όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες επιχειρηματίες -πόσες κατάρες σε αυτή την χώρα, ούτε ο Ιντιάνα Τζόουνς να ήμασταν- πήραν μυρωδιά ότι οι απανταχού γκρούβαλοι αναβαθμίζονται και ότι τα πάρτι στην Πάρο έχουν αρχίσει να μεταφέρονται δειλά-δειλά στα Κουφονήσια, άρχισαν να κοτσάρουν παντού ξενοδοχειακές μονάδες για την ανάπτυξη και ανεμογεννήτριες για την πράσινη ανάπτυξη, ξέθαψαν τους αργαλειούς και κάτι φορεσιές που δεν κατάφεραν να σπρώξουν σε αρχαιοκάπηλους τη δεκαετία του 1990, και άρχισαν τα γλέντια!
Βρε γλέντια και πανηγύρια παντού, τόσο συρτό και καρσιλαμά που χορεύουν αγκαλιασμένοι ανά εκατοντάδες οι νέοι «ταξιδιώτες» στις πλατείες των νησιών σε ένα βράδυ δεν έχουν χορέψει ούτε σε δέκα γάμους μαζί. Ζήσε μια μέρα σαν ντόπιος, πιες τον Βόσπορο, κάπνισε ό,τι καπνίζεται, φάε τοπική κουζίνα με μπαγιάτικα ψάρια και κατεψυγμένα οστρακοειδή, πλήρωσε κάτι κακοφτιαγμένα ρεβίθια για σολομό Σκωτίας και live your myth in Greece. Χωρίς, τουλάχιστον, καλαθοπλεκτική και άρμεγμα κατσίκας, είπαμε το βίωμα είναι βίωμα, αλλά διακοπές είμαστε.
«Ζήσε μια μέρα σαν εργάτης, μπορείς!»
Τα πράγματα, όμως, από γελοία γρήγορα θα μετατρέπονταν σε τραγικά και σοβαρά. Ο βιωματικός τουρισμός, ειδικά σε μέρη όπου ακόμα υπάρχουν αναμμένες κάποιες μικρές φλόγες πραγματικού πολιτικού αγώνα, δεν μπήγει τα γαμψά νύχια του μόνο στο cultural appropriation, αλλά στην πλήρη καπήλευση της συλλογικής μνήμης και γιατί όχι, μέχρι και του πολιτισμικού τραύματος. Η περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας είναι χαρακτηριστική, όπου μετά τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής και τη παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στον IRA και το βρετανικό κράτος, και πριν προλάβει να κρυώσει το πτώμα του Μπόμπι Σαντς όπως και των άλλων νεκρών της περιόδου, τα μνημεία τους, οι δημόσιες τοιχογραφίες τους, όπως και εν γένει οτιδήποτε σχετίζεται με την εποχή των «Ταραχών», έγιναν τουριστικό μονοπάτι. Γιατί να μην περιηγηθείς στις φυλακές των πολιτικών κρατουμένων, στους δρόμους όπου έπεσαν βόμβες και οι ριπές των αυτόματων όπλων «στολίζουν» ακόμα τις προσόψεις των κτιρίων, γιατί να μην επιδοθούμε με μανία στον «αγωνιστικό τουρισμό»;
Τα ίδια πάνω-κάτω που προσέφερε πριν λίγα χρόνια ένα ταξιδιωτικό πακέτο για την περιοχή των Εξαρχείων, όπου πέντε φίλοι προσέφεραν στους «ταξιδιώτες» μια βόλτα 2,5 ωρών που έχει τίτλο «Γλυκιά Αναρχία: Εξάρχεια» και τους καλούσαν να εξερευνήσουν σημεία της περιοχής που οι τουριστικοί οδηγοί δεν αναφέρουν, υποθέτω να εκεί δολοφόνησαν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, να παρακεί τον Μιχάλη Καλτεζά και πάει λέγοντας.
Το περιστατικό με την εκδρομή στη Μακρόνησο είχε προηγηθεί πριν γλυκαθεί η αναρχία των AirBnB των Εξαρχείων, και ευτυχώς η γενική κατακραυγή μάλλον σταμάτησε αντίστοιχες εξορμήσεις σε τόπους μαρτυρίων -τουλάχιστον, δεν διαφημίστηκε κάτι ώστε να λάβει δημοσιότητα.
Πριν λίγες ημέρες μια διαδικτυακή φίλη έκανε μια δημοσίευση στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook αναφερόμενη σε μια «ιδιαίτερη» ξενάγηση που είχε την τύχη να παρακολουθήσει ή μάλλον, να «βιώσει» στο παλιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στην Ερμούπολη της Σύρου.
Γράφει, λοιπόν, στη δημοσίευσή της:
Ξενάγηση με εργατικό κολατσιό-35 ευρώ
Πριν δύο χρόνια είχα πρόσκληση από την παιδική μου φίλη που εργαζόταν εκεί, να παρευρεθώ σε ξενάγηση στο παλιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στη γενέτειρά μου. Πρόκειται για το τελευταίο εν ενεργεία εργοστάσιο, στην κάποτε βιομηχανική ζώνη, που υπήρξε η Ερμούπολη, μέχρι τη δεκαετία του 80, όταν και χρεοκόπησε.
Ένα μέρος μεγάλης ομορφιάς, για όσους αγαπούν τους βιομηχανικούς χώρους, με άθικτο το κτίριο και τους αργαλειούς στο εσωτερικό του. Παρά τη χαρά μου, σύντομα αντιλαμβανόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η φίλη μου και ξεναγός, ντυμένη εργάτρια με τσεμπέρι και ποδιά (!) μας ενημέρωνε για τις χρήσεις του χώρου, τις ξεναγήσεις κατά βάση σε μικρές ομάδες, κυρίως από το εξωτερικό (!) και την ενοικίαση για γάμους πλουσίων.
Στα βίντεο, πραγματικές εργαζόμενες στην τότε επιχείρηση, έφηβες τότε, σήμερα μαμάδες και γιαγιάδες, μιλούσαν με συγκίνηση για την περασμένη εποχή. Σε άλλες περιπτώσεις μάλιστα ενημερώθηκα πως είχαν προσκληθεί να βρίσκονται στον χώρο και να τραγουδούν κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, ώστε ο επισκέπτης να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία της καθημερινότητας στο εργοστάσιο.
Στο τέλος του τουρ, καθίσαμε για φαγητό. Οι ντυμένες εργάτριες μας σέρβιραν μπριάμ, τοπικό τυρί (το πιο ακριβό στην Ελλάδα), ντομάτα ολόκληρη, ψωμί σε πανέρι και φαγιάτζα (χαρακτηριστικό τσίγκινο πιατάκι) -και έναν σουγιά, προσομοιώνοντας το γεύμα μας σε ένα πιο αναβαθμισμένο εργατικό κολατσιό. Σε περίπτωση που είχαμε πληρώσει κάτι περισσότερο, είχαμε και την επιλογή της εμπειρίας του εργοστασιάρχη, με τσάι σε πορσελάνες, βουτήματα και μπόλικη συμπάθεια. (…)
«Ξενάγηση με εργατικό κολατσιό: 35 ευρώ, Ξενάγηση με εργατική τσάντα 50 ευρώ».. ξενάγηση με εργατικό ατύχημα πόσο πάει παιδιά; Υπάρχουν και πιο ακραία γούστα στον τουριστικό πληθυσμό. Κι αν αυτό, που ήδη συμβαίνει από καιρό και τελευταία πολύ εντατικότερα, μοιάζει λίγο, τι θα λέγατε για
«Ξενάγηση με βιωματική περφόρμανς στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς.»;
Θα ήταν σίγουρα μια αξέχαστη εμπειρία
Μια κρουαζιέρα για τη Γυάρο
Εδώ που φτάσαμε, σε λίγο θα βγουν αληθινά τελικά όσα έλεγαν στην κυβερνητική τους προπαγάνδα οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις και η Χούντα, δηλαδή θα πηγαίνουμε όντως κρουαζιέρα στα ξερονήσια.
Πριν λίγες ημέρες ανακοινώθηκε από τη βιομηχανία αλουμινίου ALUMIL η διοργάνωση ενός διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού με την υποστήριξη της ΜΚΟ Aegeas του Ιδρύματος Αθανασίου & Μαρίνας Μαρτίνου προτείνοντας τη μετατροπή του κτιριακού συγκροτήματος της Γυάρου σε «water & energy self-sufficient Hub» (‘αυτάρκη κόμβο νερού και ενέργειας’) .
Διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του διαγωνισμού: «Μια διεπιστημονική οραματική προσέγγιση για ένα βιώσιμο κτήμα μηδενικών εκπομπών στη Γυάρο των Κυκλάδων. Το ArXellence 3 είναι ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών που επιδιώκει μια ολιστική και διεπιστημονική προσέγγιση από τους συμμετέχοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης».
Μάλιστα, τίθεται από τους διοργανωτές του διαγωνισμού και το εξής ερώτημα: «Μπορεί ένας τόπος παραδομένος στη φθορά και την εγκατάλειψη να αποκτήσει νέα ζωή;»
Όλες οι αγαπημένες λέξεις-κλειδιά για τέτοιου είδους διαγωνισμούς εμφανίζονται με τη σειρά στο κείμενο, όπως «καινοτομία», «βιωσιμότητα», «πράσινη ανάπτυξη», «μέλλον». Ένα μέλλον, όμως, για τη Γυάρο που ποια σχέση θα έχει με το παρελθόν της; Σε τι αποσκοπεί αυτή η «νέα ζωή» της Γυάρου; Με τι τρόπο θα διαχειριστεί το συλλογικό τραύμα της αριστεράς που έτσι και αλλιώς έχει κακοφορμίσει λόγω της μακροχρόνιας επιβεβλημένης Λήθης που εφάρμοσαν οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, η Χούντα αλλά και η Μεταπολίτευση από την πλευρά «Εθνικής Συμφιλίωσης»;
Με την αγαστή συνεργασία του ΥΠΕΝ και του ΥΠΠΟ, όπως και της, εν γένει, διόλου εχθρικής κυβέρνησης της ΝΔ σε κάθε είδους κακόγουστες μεταλλάξεις μνημείων, ο διαγωνισμός τρέχει καλώντας παλιούς και νέους επιστήμονες να εργαστούν ερευνητικά πάνω στο πως θα μεταμορφωθεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γυάρου από το «θανατονήσι» που ήταν κάποτε -όπως την αποκαλούσαν οι κρατούμενοι εκεί- σε έναν, μάλλον, τουριστικό πόλο έλξης όπου η αφηρημένη «ιστορική μνήμη» θα συναντάει την «ανάπτυξη». Τουλάχιστον, αυτό θα υπήρχε σίγουρα ως σοβαρό ενδεχόμενο πριν παρέμβει καθοριστικά ο Συλλόγος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων (ΣΦΕΑ).
Στην πρόσφατη ημερίδα της έναρξης του εν λόγω διαγωνισμού, ο ΣΦΕΑ αναγκάστηκε να κάνει ο ίδιος παρέμβαση στην εκδήλωση, αφού δεν καλέστηκε ποτέ από κανέναν. Προσωπικά, μου φαίνεται αδιανόητο να εκφωνούν λόγο όλοι οι υπόλοιποι εκτός από τους ίδιους τους εξόριστους στη Γυάρο, έστω και αυτούς τους λίγους που έχουν μείνει στη ζωή. Όχι σαν προσωπικές ιστορίες και μαρτυρίες, ντοκιμαντερίστικα και αφηγηματικά, αλλά ως ενεργά υποκείμενα που εδώ και δεκαετίες ασχολήθηκαν με το ζήτημα της διατήρησης της ιστορικής μνήμης αλλά και της συντήρησης των τόπων εξορίας της Μακρονήσου και της Γυάρου.
Μελέτες υπήρχαν για τη συντήρηση της Γυάρου, όπως ενημέρωσε στην παρέμβασή του ο Νίκος Σηφουνάκης, αρχιτέκτονας και πρώην υπουργός Αιγαίου με την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Και μάλιστα πολύ αξιόλογες μελέτες και έρευνες, από διακεκριμένους επιστήμονες που συνεργάστηκαν ενεργά με τους εξορίστους της Γυάρου, που επισκέφτηκαν το θανατονήσι πολλές φορές πριν βγάλουν συμπεράσματα, προτού προβούν στις επιστημονικές διαδικασίες συντήρησης και ανάδειξης του μαρτυρικού τόπου.
Γιατί αυτό που φοβάται τόσο ο ΣΦΕΑ όσο και εμείς, οι «κακοί και μίζεροι αριστεροί», είναι ότι η Γυάρος θα γίνει αντικείμενο καπηλείας από ανθρώπους που ούτε έχουν κάποια σχέση με την ιστορία της, ούτε και θέλουν να αποκτήσουν και κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτή. Ότι η Γυάρος θα αντιμετωπιστεί χωρίς πραγματικό σεβασμό, ως μια ακόμα διεκπαιρέωση που θα μοιράσει τίτλους τιμής σε όποιον αναλάβει την μελέτη της, αλλά δεν θα αποδώσει καμία τιμή στους αγωνιστές που βίωσαν τα αληθινά βασανιστήρια και τον θάνατο σε αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η Γυάρος δεν μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που είναι ήδη, ένας αδόμητος ιερός χώρος, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Νίκος Σηφουνάκης. Υπάρχουν πολλά άλλα νησιά για να παιχτεί το παιχνίδι της καπήλευσης της ιστορικής μνήμης, να γίνουν ευαγή μουσεία με αντίτιτμα, τουριστικά θέρετρα που δεν θα πατάνε πάνω σε φέρετρα αγωνιστών. Οποιαδήποτε μελέτη δεν έχει ως επίκεντρο τη Γυάρο ως τόπο εξορίας, βασανιστηρίων, ανείπωτου πόνου και θανάτου, αλλά κύριως, αμόλυντου και διαρκούς αγώνα, είναι μια μελέτη που γίνεται με σκιώδη συμφέροντα, τα οποία θα φανούν στην πορεία.
Αργά ή γρήγορα, όλα θα φανούν στην πορεία.
Η Γυάρος, όπως και κάθε τόπος μαρτυρίου και συλλογικού τραύματος στην Ελλάδα, παραδόθηκε επίτηδες στη φυσική φθορά που επιφέρει ο χρόνος, παραδόθηκε επίτηδες στη Λήθη. Όσες εργασίες συντήρησης έχουν γίνει κατά καιρούς, έγιναν αυτόνομα, είτε από τον ΣΦΕΑ, είτε από πολιτικά κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Τα περισσότερα κτίσματα της Γυάρου τα έχτισαν -ως μέθοδος βασανιστηρίου και αυτή- οι ίδιοι οι κρατούμενοι, κουβαλώντας τις πέτρες στις πλάτες τους, μέσα στον ήλιο, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό.
Θα γράψει ο εξόριστος Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του «Χρόνος» για την Μακρόνησο.
«Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο μητέρα
Ανηφορίζοντας τον θάνατο
Μεγάλες πολιτείες θα χτίσουμε μητέρα
Μην πικραίνεσαι»
Γιατί όταν περπατάς σε αυτά τα χώματα, τα ιερά χώματα των τόπων εξορίας, της Μακρονήσου και της Γυάρου, δεν μπορείς παρά να κλάψεις αν έχεις λίγη τσίπα πάνω σου.
Φοβάμαι πολύ τον καιρό που θα έρθει, όταν και οι τελευταίοι «παλιοί» θα έχουν, πια, φύγει. Φοβάμαι πολύ όταν δεν θα υπάρχει πια ΣΦΕΑ για να υπερασπιστεί τη μνήμη του αγώνα. Έναν ΣΦΕΑ που καμία εταιρεία δεν μπήκε στον κόπο να τον συμβουλευτεί, να συνεργαστεί μαζί του, με τους ανθρώπους που πέρασαν από εκεί, απλά άδραξε τις ιστορίες τους για να φορτίσει με αφηρημένη συγκίνηση τον διαγωνισμό.
Φοβάμαι πολύ τη στιγμή που ένα μελλοντικό ταξιδιωτικό πρακτορείο θα λανσάρει εκδρομή με τίτλο «Ζήσε σαν εξόριστος στη Γυάρο και τη Μακρόνησο». Ίσως, με κάποια χρήματα παραπάνω θα έχεις κατσαρίδες και σκουλίκια στη φασολάδα. Ίσως, με άλλα δέκα ευρώ να υπάρχει και μαστίγωμα για τους τολμηρούς.
Αλλά, από την άλλη, δεν νομίζω ότι θα φτάσουμε ποτέ σε αυτό το σημείο. Νομίζω ότι όλα θα γίνουν μια τσαπατσουλιά, μια άρπα-κόλλα για να καλυφθούν κάποια χρήματα και κάποιες ανάγκες, και μετά τα πάντα θα παραδοθούν στην αιώνια Λήθη.
Ο χρόνος, ο χειρότερος εχθρός μας.
πηγή: kosmodromio.gr
e-prologos.gr