γράφει η Νίνα Γεωργιάδου
Οι Ελεύθεροι πάντα Πολιορκημένοι, από στεριά και θάλασσα.
Όποιος δεν βλέπει τα χνάρια που πατά η Ιστορία, θα λοξοδρομεί πάντα στην εκπορνευμένη «σωστή πλευρά».
Από τους Φαναριώτες, τους προεστούς, τους κοτζαμπασηδες, τους βεκίληδες, τον υψηλό κλήρο,
στους ταγματασφαλίτες, τους δοσίλογους, τους κουκουλοφόρους, τους μαυραγορίτες και τώρα, στους γόνους αυτού του αποκαταστημενου συρφετου, τους ά(χ)ριστους, τους ξεπουλημένους, τους μαφιόζους.
Από τα προσκυνοχάρτια στον Ιμπραήμ, τον αφορισμό του Ρήγα και του Υψηλάντη, στην ποινικοποίηση του ελεύθερου λόγου και το τσάκισμα κάθε αντίστασης.
Από τα «δάνεια» της απελευθέρωσης, στα μνημόνια και τις αρπαχτές, «έφαγε η κάψα τα χωράφια μας, η αρμύρα πότισε τα σπίτια μας, από τις τρύπες του πανωφοριού μας μπαινοβγαίνει ο θάνατος».
Αν ο Καραϊσκάκης δεν είχε πάει από το χέρι του ομοαίματου ρουφιάνου, θα είχε προκηρυχθεί ως τρομοκράτης της Χαμάς.
Αν ο Καποδίστριας δεν είχε δολοφονηθεί από τους ίδιους ομοαίματους ρουφιάνους, θα του είχε απαγορευτεί η είσοδος, λόγω ρωσικής ιθαγένειας.
Αν ζούσε η Πανωραία Ψωροκώσταινα (Χατζηκώστα) θα έδινε το ένα δαχτυλίδι που της είχε απομείνει, για να στείλει ψωμί στα πεινασμένα της Ράφας.
Μεσολογγίτισσα ή Γαζέλα ή μάνα των Τεμπών, πάντα μ’ ένα μαχαίρι στα σωθικά της.
Τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρα σε πανηγυρικούς δεκάρικους και κούφιες «δοξολογίες», για να κορδώνονται οι βρώμικες γραβάτες σε εξέδρες επισήμων.
Αν ζούσαν σήμερα οι Μεσολογγίτες θα φώναζαν «Λευτεριά στην Παλαιστίνη».
Πίνακας του Εμίλ Ντε Λανσάκ, 1827
e-prologos.gr