Αχ, μεγάλο κενό άφησε η υποχώρηση της πραγματικής αριστεράς σε κοινωνικό επίπεδο. Ό,τι συντηρητική, αντιδραστική, ακόμα και σκοταδιστική άποψη υπάρχει επελαύνει πίσω, περήφανα, για την ιστορική ρεβάνς.

                Από την κ. Βαμβουνάκη, συγγραφέα, διαβάσαμε σε προσωπικό ποστ ότι γνωρίζει παιδιά «κομματικοποιημένων, ακτιβιστριών» γυναικών, που «τρέχουν από ήπειρο σε ήπειρο, από (…) διαδήλωση σε διαμαρτυρία». Αυτό αποτελεί, με κάποιο λογικό άλμα, απόδειξη ότι «με  τόσο εύρος ενδιαφερόντων για τα παιδικά δικαιώματα δε τους περισσεύει ενδιαφέρον για το δικό τους.». Καταλήγει στο ότι το σπίτι τους δε τα αγαπάει και το ξέρουν.

                Όλο το κείμενο μοιάζει να κατηγορεί τις γυναίκες που επιλέγουν να ασχολούνται ενεργά με την πολιτική, και μάλιστα από την αγωνιστική μπάντα, ως κακές μητέρες που παραμελούν τα παιδιά τους. Μοιάζει να θέλει να δημιουργήσει την εικόνα της σκληρής, κακής μητέρας, που αδιαφορεί για το παιδί της και κυνηγά μόνο τα (υποδεέστερα της μητρότητας) ιδεώδη της. Ίσως περιμένει ότι «πολιτικοποιημένες ακτιβίστριες» θα το διαβάσουν, θα κοιτάξουν με τύψεις το παιδί τους, που αισθάνονται ότι παραμελούν, και θα αναθεωρήσουν τις επιλογές τους, θα μπουν στο σωστό δρόμο, το δρόμο της δοσμένης τροφού και φροντίστριας.

                Παραθέτω όλο το κείμενο της κ. Βαμβουνάκη και προχωράω καταθέτοντας την άποψή μου, ως παιδί μιας τέτοιας μητέρας.

                Καταρχήν, είχα τη χαρά να μεγαλώσω με μία μητέρα και έναν πατέρα, όπως πολλά παιδιά. Είχα δύο γονείς «πολιτικοποιημένους, ακτιβιστές», αλλά και εργαζόμενους, λοιπόν. Προφανώς, πιο πολύ έλλειπαν από το σπίτι λόγω της δουλειάς τους. Και όταν ήμουν πολύ μικρή, μου έλλειπαν και οι δύο, καθόλου, όμως, δεν ένιωθα ότι δε με αγαπούσαν.

                Στην παρατήρηση της κ. Βαμβουνάκη βλέπουμε μόνο πως, κατά τη γνώμη της, η απώλεια της μητέρας λόγω της μαχητικής ενασχόλησης με τα κοινά δημιουργεί στο παιδί τραύματα. Όταν ο πατέρας είναι ενεργός; Όταν οποιοσδήποτε από τους δύο δουλεύει; Τι είναι αυτό που κάνει συγκεκριμένα την ενασχόληση της μητέρας με τα κοινά να δημιουργεί τέτοιο αίσθημα εγκατάλειψης σε ένα παιδί, σε σχέση με τις άλλες περιπτώσεις;

                Δήθεν, μια τέτοια γυναίκα νοιάζεται πιο πολύ για τα υπόλοιπα παιδιά του κόσμου από ότι για το δικό της. Μόνο που αυτό δεν είναι αλήθεια. Είναι αλήθεια πως μια τέτοια γυναίκα, όπως και ένας τέτοιος άντρας, δίνουν αγώνες και για τα υπόλοιπα παιδιά. Τα παιδιά της χώρας, τα παιδιά των μεταναστών… αυτό γιατί να είναι μομφή; Μάλλον πρόκειται για μια στάση που είναι προς τιμήν τους.

                Αλλά και η αδιαφορία, δήθεν, για το δικό της παιδί, είναι εντελώς εσφαλμένο συμπέρασμα. Ο άνθρωπος που δίνεται στον αγώνα παλεύει για να έχουν τα παιδιά του ένα καλύτερο μέλλον, όπως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, και το αντιλαμβάνεται μέσα από ένα πρίσμα πιο ευρύ από το να εξασφαλίσει το παιδί του να επιβιώσει μέσα στις υπάρχουσες, άθλιες συνθήκες.

                Και τα παιδιά δεν είναι χαζά, τα καταλαβαίνουν αυτά.

                Επίσης, κόντρα σε αντιλήψεις που θέλουν τους γονείς, (μα, ποιόν κοροϊδεύω;) τη μάνα να πρέπει να είναι συνεχώς μαζί με τα παιδιά, ή έστω, όταν αυτά δεν έχουν σχολείο, αγγλικά φροντιστήριο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Από τη στιγμή που κάποιος τα προσέχει, κι αυτός δεν πρέπει σώνει και ντε να είναι η μητέρα, στις μικρότερες ηλικίες, ένα παιδί μπορεί να έχει δικές του δραστηριότητες. Για μεγαλύτερες ηλικίες, ούτε συζήτηση, ειδικά όσο γίνεται πιο αυτόνομο.  Αλλά, κυρίως, τα παιδιά έχουν ανάγκη από πολύ παιχνίδι και συναναστροφή με συνομήλικους. Η μητέρα δεν μπορεί να καλύψει την ανάγκη για φίλους. Ένας παιδικός σταθμός, το σχολείο, μια εξωσχολική δραστηριότητα και η φιλοξενία σε σπίτι φίλων (όταν η μητέρα φεύγει από ήπειρο σε ήπειρο, ας πούμε) έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν αυτή την ανάγκη.

                Από τη δική μου εμπειρία, δε θυμάμαι ποτέ να με παραμελεί η μητέρα μου. Τη θυμάμαι να τρέχει για τη δουλειά της, να τρέχει «από συλλαλητήριο σε συλλαλητήριο», να τρέχει για το σπίτι, να με τρέχει κι εμένα στις δραστηριότητες που εγώ ήθελα να κάνω, να με διαβάζει, να προσπαθεί να με κάνει να αγαπήσω τα βιβλία, να βλέπει μαζί μου ταινίες, να συζητάμε για ώρες.

                Δεν ένιωσα ποτέ παραμελημένη, ένιωσα, αντίθετα, ότι η πολυάσχολη μάνα μου, με πολλές σημαντικές υποχρεώσεις, μου αφιερώνει χρόνο και ενέργεια. Η μητέρα μου ήταν επαρκέστατη.

                Και το να είναι γονέας και η πολιτική δραστηριότητα ήταν σημαντικά κομμάτια της ζωής της, όπως η δουλειά της. Όπως δεν ένιωσα παραμελημένη επειδή ποτέ δεν παράτησε τη δουλειά της για ‘μένα, έτσι δε νιώθω παραμελημένη επειδή δεν παράτησε το συνδικαλισμό για μένα. Αντιθέτως, χαίρομαι που είχα αυτό το παράδειγμα στο σπίτι.

Όσο για τα παιδιά που παίζουν έξω, σε δρόμους και σε πλατείες, γιατί στο σπίτι δε τα αγαπάνε, τι περίεργη σύνδεση είναι αυτή; Θα ξαναγράψω ότι τα παιδιά, όπως και οι έφηβοι, έχουν ανάγκη από παιχνίδι και κοινωνικοποίηση με συνομήλικους.  Δεν μπορούν να ζουν όλη τους τη ζωή κολλημένα πάνω στους γονείς τους όπως και οι γονείς τους δε μπορούν να ζουν όλη τους τη ζωή κολλημένοι πάνω τους. Αυτό στους πατεράδες το αναγνωρίζουμε.

                Αν ένα παιδί δε μαζεύεται στο σπίτι, αυτό δε σημαίνει αυτομάτως ότι νιώθουν πως εκεί δε το αγαπάνε. Μπορεί, απλά, να σημαίνει ότι θέλει να παίξει έξω, με τους φίλους του. Συμβαίνει, ξέρετε, να αισθάνεται κάποιος ότι τον αγαπούν σπίτι του και να θέλει να ζει κυρίως έξω από αυτό, γιατί έξω από αυτό είναι οι φίλοι, η παρέα, τα φλερτ.

                Επίσης, από πού προκύπτει ότι αυτό το σπίτι δε τα αγαπάει αυτά τα παιδιά; Από πού προκύπτει ότι η ενασχόληση με τα κοινά δεν αφήνει χρόνο για ουσιαστική ενασχόληση με ένα παιδί; Δεν είναι αγάπη να αφοσιώσεις όλη τη ζωή και το χρόνο σου σε έναν άνθρωπο, θυσιάζοντας ό,τι άλλο είναι σημαντικό, εμμονή είναι, ή καταναγκασμός.
                Θεωρείται δεδομένο ότι το παιδί εξαρτάται τόσο απόλυτα από τη μητέρα επειδή θα έπρεπε να είναι ο αποκλειστικός πάροχος φροντίδας; Αν ναι, πρόκειται για μια οπισθοδρομική αντίληψη.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό το ποστ δε λέει αυτό που του αποδίδεται σε αυτό το κείμενο. Ξεκινάει γράφοντας «Έχω γνωρίσει γυναίκες…» Κάποιες γυναίκες. Συγκεκριμένες. Δε τις ξέρεις, είναι από το χωριό. Δε μου βγάζει κανείς εύκολα από το μυαλό ότι είναι διπλωματικά γραμμένο και πως εμπεριέχει ένα στοιχείο γενίκευσης. Ένα «οι γυναίκες που είναι έτσι κάνουν αυτό».  Σίγουρα εμπεριέχει, κάπου ανάμεσα στις λέξεις, ένα «μη γίνεις αυτή η γυναίκα». Εμπεριέχει ένα ύπουλο «μην τρέχεις σε συλλαλητήρια, σε διαδηλώσεις, σε συνέδρια, όταν σε περιμένει το παιδί σου, που θα νιώσει τόσο παραμελημένο». Σε κάθε περίπτωση, δε μας λέει κάτι διαφορετικό από το κυρίαρχο αντιδραστικό αφήγημα.

                Που να τρέχεις, τώρα, για τα μεγάλα; Κάτσε στ’ αυγά σου. Ασχολήσου με το μικρόκοσμό σου. Αυτό έχει σημασία.

                Δεν μπορείς να ασχοληθείς μόνο με το μικρόκοσμό σου, κυρία Βαμβουνάκη και κάθε κυρία Βαμβουνάκη. Ο κόσμος σου χτυπάει την πόρτα και ορίζει τη ζωή σου. Ακόμα κι αν δεν ασχοληθείς εσύ με την πολιτική, η πολιτική θα ασχοληθεί μαζί σου. Είναι πολύ σημαντικό εφόδιο να το ξέρει αυτό ένας άνθρωπος, η συλλογική συνείδηση και δράση είναι ο μόνος τρόπος να έχεις λόγο πάνω στο πώς θα αλλάξει αυτό το κοινωνικό περιβάλλον που ορίζει και καθορίζει τη ζωή μας.

                Και αυτή η γνώση, αυτή η στάση ζωής, είναι η καλύτερη παρακαταθήκη που μου άφησε η μάνα μου.

Χρυσάνθη Κοσμά, μέλος της “Πορείας”

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το