από τη Σώτια Παπαμιχαήλ

Ο Ναζίμ Χικμέτ είναι σύμβολο ελευθερίας και αγώνα. Είναι ποιητής κι επαναστάτης. Είναι σκληρός και λυρικός. Είναι ανθρώπινος κι αληθινός. Το βιβλίο του «Είναι Όμορφη Η Ζωή Αδερφέ Μου» – Εκδόσεις Λιβάνη, είναι ένα βρώμικο, σκοτεινό ποίημα. Ένα παραμύθι δίχως έλεος για τους ήρωές του. Παραμύθι από αυτά που δε σε θέλουν θεατή. Σε θέλουν μέσα. Σε θέλουν εκεί. Κλείσε τα μάτια για λίγο, στην αναπαυτική πολυθρόνα που κάθεσαι και ταξίδεψε μαζί του. Κλείσε τα μάτια σου και σκέψου.

-Σκέψου να είσαι κλεισμένος σε έναν πέτρινο τάφο, ένα καλύβι μια σταλιά, δίχως φως, δίχως αέρα. Μια λάμπα ασθενική να σου κάνει παρέα κι ένα χθες που το κρατάς ζωντανό για να αντέξεις. Θυμήσου.Το κορίτσι που αγάπησες και άγγιξες και φίλησες. Οι περίπατοί σας στο σκοτάδι. Θυμήσου. Οι χοροί, οι εκδρομές. Ένας καυγάς. Μια μικρή θλίψη. Και φτου κι από την αρχή και ξανά. Ένα φιλί ακόμα. Θυμήσου. Η λάμπα σβήνει. Φοβάσαι. Ακούς βήματα να πλησιάζουν. Φωνές. Κρατάς την ανάσα σου. Δεν πρέπει να σε βρουν. Δεν πρέπει να υπάρχεις. Μες στο σκοτάδι σου μόνο να θυμάσαι μπορείς. Φίλους, εχθρούς, γείτονες, περαστικούς. Πιάνεις το κουβάρι πάλι από την αρχή. Μπερδεύεσαι. Προσπαθείς να θυμηθείς χρώματα και μυρωδιές. Είχε γαλάζια μάτια, ήταν ξανθιά. Όχι, μάλλον καστανή. Ούτε. Κι η γεύση της; Θυμήσου. Ένας αέρας παγωμένος σε ζαλίζει. Μα πού βρέθηκε εδώ μέσα. Εδώ είναι καμίνι. Καίγεσαι. Μήπως είσαι άρρωστος; Δεν μπορείς να φύγεις. Δεν μπορείς να πας πουθενά. Κινδυνεύεις. Ποιος θα σε προδώσει πρώτος, το κορμί σου ή οι συντροφοί σου; Κρύψου και μέτρα. Δώδεκα χαρακιές κι ακόμα αντέχεις. Στις είκοσι ο πυρετός ανεβαίνει. Στις τριάντα κάποιος χτυπάει την πόρτα. Ακίνητος. Θα φύγει. Μια ακόμη χαρακιά τελειώνει η μέρα. Κι αύριο άλλη μια.

-Σκέψου, να είσαι φυλακισμένος, δίχως φως, δίχως αέρα. Δίχως φαγητό, δίχως νερό. Αρνήθηκες τα πάντα στην ανάκριση και το πληρώνεις με το αίμα σου. Για κάθε όχι ένα ακόμη χτύπημα. Για κάθε δεν ξέρω ένα σημάδι ακόμα. Πρώτα ξύλο, μετά κελί. Κι ύστερα κι αλλο ξύλο και πάλι κελί. Τις μέρες να τις μετράς με χαρακιές στον τοίχο. Μα πώς τις ξεχωρίζεις; Σκοτάδι μόνο και βρωμιά. Δεν πρέπει να φεύγει το μυαλό στο χθες, ούτε να βάζει φτερά για το όνειρο. Μίσος μόνο και οργή και θυμός να το οδηγούνε πρέπει για να μη λυγίσεις. Η γυναίκα σου έξω να σε περιμενει κι η ζωή σας που δεν πρόλαβε να αρχίσει. Μη θυμάσαι τα φιλιά σας, τις αγκαλιές, τις υποσχέσεις. Μίσος κι οργή αλλιώς θα γίνει ο τάφος σου ετούτη η φυλακή κι εσύ θέλεις να ζήσεις. Ο φίλος δίπλα τρελάθηκε δεν άντεξε. Η λάμπα αναβόσβηνε μες στο κεφάλι του. Το κορμί του κομμάτια μες στο κουτί που τον είχαν κλείσει μέχρι να ομολογήσει και να καταδώσει. Δεν το έκανε όμως και παρέδωσε το πνεύμα του στην παραφροσύνη για να σωθεί. Δεν το ήθελε μα δεν άντεξε. Μίσος μόνο, τίποτα άλλο. Εσύ όμως πρέπει να αντέξεις.

-Μια χαρακιά ακόμα.

-Σκέψου, καθισμένος στην αναπαυτική σου πολυθρόνα πώς είναι να ξυπνάς ένα πρωί και να μην την έχεις, να μην έχεις τίποτα, να μην είσαι τίποτα. Μια σκιά στον τοίχο, ένας λεκές στο πάτωμα, αυτό να είσαι και να παλεύεις για τη ζωή σου. Μόνος. Σκέψου.

-Τι σημασία έχει τότε αν σε λένε Αχμέτ, Ισμαήλ ή Κερίμ. Τι σημασία έχει αν κρύβεσαι στη Σμύρνη, αν είσαι φυλακισμένος στην Άγκυρα, αν σε κυνηγάνε στην Πόλη. Αν το κορίτσι σου το λένε Αννούσκα και έχει το πιο όμορφο πρόσωπο σε όλη την πλάση. Δε θα την ξαναδεις. Αν τη γυναίκα σου τη λένε Νεριμάν και έρχεται κάθε μέρα στη φυλακή και περιμένει πότε θα βγεις. Θέλει να κάνετε παιδί, θέλει να ζήσετε μαζί. Θέλεις κι εσύ μα δεν μπορείς. Θέλεις να αδράξεις τη μέρα, να χαρείς τη ζωή που είναι μικρή για να την παίρνεις στα σοβαρά, που είναι ένα παιχνίδι, που είναι γλυκιά, να τη χορτάσεις, να τη βαρεθείς, να μετανιώσεις και πάλι πάνω της να ριχτείς μα δεν μπορείς. Ποιος είπε ότι είναι μικρή η ζωή; Εδώ είναι αβάσταχα μεγάλη κι από χαρακιά σε χαρακιά μια αιωνιότητα περνά.
-Τι σημασία έχει πώς σε λένε και από πού έρχεσαι. Θα μπορούσες να είσαι πολιτικός κρατούμενος σε ένα λευκό κελί, πρόσφυγας παγιδευμένος σε στρατόπεδο, φυγάς κρυμμένος σε σπηλιά να σε λένε Τζον, Δημήτρη ή Χουάν, να είσαι λευκός κίτρινος ή μαύρος. Δεν έχεις χρώμα, δεν έχεις όνομα στο σκοτάδι. Πόνο έχεις μόνο για δυο κορμιά που αγκαλιάζονται σε ένα παγκάκι και το δικό σου το κορμί κουλουριασμένο πονάει, για δυο πόδια που χορεύουν δίχως σταματημό και τα δικά σου καρφωμένα στην ίδια θέση ματώνουν, για δυο μάτια που μετρούν τα αστέρια και τα δικά σου κοιτάνε τον ίδιο τοίχο. Μέρες, μήνες, χρόνια.

-Το βιβλίο αυτό είναι γροθιά στο στομάχι. Δε σου φωνάζει, βγες στους δρόμους και φώναξε για το άδικο ή διαδήλωσε, γίνε κραυγή για τους κυνηγημένους αυτού του κόσμου. Άλλο σου ζητάει. Σήκω, σου λέει, από την αναπαυτική σου πολυθρόνα και ξάπλωσε πλάι στον Αχμέτ, τον Ισμαήλ, τον Κερίμ, δες με τα μάτια τους που καίνε, ρούφηξε σάπιο αέρα με τα ρουθούνια τους, πάλεψε με τον φόβο τους. Σου δίνει και μια πέτρα, ο τοίχος τους χωράει τις δικιές σου χαρακιές. Κι έτσι μες στα σκοτάδια, σου ζητάει να σηκωθείς όρθιος και να φωνάξεις δυνατά, είναι όμορφη η ζωή, αδερφέ μου! Μπορείς;

πηγή: fragile

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το