ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ – ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ
[…] Τη σκέψη σας που νείρεταιπάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Όταν στα 1915, ο Μαγιακόφσκι γράφει το πρώτο μεγάλο ποίημα του, ανατρέποντας άρδην τα δεδομένα της ρωσικής ποιητικής τέχνης, το «Σύγνεφο με παντελόνια», αυτό το θαμβωτικό (όρος που χρησιμοποιεί συχνά ο Γ. Ρίτσος για να περιγράψει την ποίηση του Μαγιακόβσκι) προανάκρουσμα της Οχτωβριανής Επανάστασης, έχουν μεσολαβήσει επτά χρόνια από τότε που ο ποιητής προσχώρησε μ’ όλη του την πυρακτωμένη ορμή στο μπολσεβίκικο κόμμα, έχοντας ήδη συλληφθεί τρις για την πολιτική δράση του.
Το «σύγνεφο με παντελόνια» θα κυκλοφορήσει λογοκριμένο σε ξεχωριστή έκδοση το Σεπτέμβρη του 1915, και ολόκληρο, στις αρχές του 1918 στη Μόσχα:
«Το σύννεφο με παντελόνια, το θεωρώ κατήχηση της σημερινής τέχνης. Κάτω ο έρωτάς σας, κάτω η τέχνη σας, κάτω το καθεστώς σας, κάτω η θρησκεία σας, να οι τέσσερις κραυγές των τεσσάρων μερών του», σημειώνει ο ίδιος ο Μαγιακόβσκι στον πρόλογό του.
[…] Εμείς,οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα κι ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρύσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύναμε μαζί κι οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας τα παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Όμηρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας,
βλογιοκομμένοι απ’ την καπνιά.
Εμείς,
καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
Η οραματική του ενόραση, η πολυπρισματική του φαντασία, η ανεξάντλητη δύναμη της στιχουργικής του, θα γονιμοποιηθούν μ’ αντίστοιχη ορμή στο έδαφος της σαρωτικής Επανάστασης του Οχτώβρη, μιας Επανάστασης που θα μείνει χωνεμένη σ’ όλο το μήκος της σύντομης ζωής του, στον πυρήνα της ύπαρξής του. Και η δίκαιη προσφώνησή του ως «ποιητή της Επανάστασης», θα τον ακολουθεί ες αεί.
[…] Εγώ που η σύγχρονη γενιά μού γέλασε κατάμουτρα,Διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κι είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε, παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαματιά του νέφους των δακρύων
έχω σταυρωθεί.
Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.
Απευθυνόμενος στις 25 Μάρτη του 1930 στους κομσομόλους της Κόκκινης Πρέσνια (συνοικία της Μόσχας), αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Το Σύννεφο ξεκίνησα να το γράφω στα 1913, τέλειωσε στα 1915, και ο αρχικός του τίτλος ήταν “Δέκατος τρίτος Απόστολος”. Όταν πήγα στη λογοκρισία με ρώτησαν. «Επιθυμήσατε λοιπόν τα κάτεργα;» Τους είπα πως επ’ ουδενί λόγω θα το ‘θελα αυτό. Τότε μου σβήσανε έξι σελίδες, συμπεριλαμβανομένου και του τίτλου. Με ρώτησαν πώς μπορώ να συνδέω το λυρισμό με τόσο μεγάλη χυδαιότητα. Τότε τους είπα:
Εντάξει, θα ‘μαι αν επιθυμείτε σα λυσσασμένος, κι αν πάλι θέλετε θα ‘μαι ο πιο τρυφερός, όχι άντρας, μα σύννεφο με παντελόνια».
[…] Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλισκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που του ‘κοψε το τραίνο.
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό τη γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ’ εκατομμύρια στάλες αίμα
θα ‘χουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.
Για τον ιδιαίτερο τίτλο του έργου, ο Μαγιακόβσκι έχει δώσει και μιαν άλλη εξήγηση:» «Στα 1913, επιστρέφοντας από το Σαράτοφ στη Μόσχα, για να δείξω σε μια συνταξιδιώτισσά μου στο βαγόνι ότι δεν πρέπει ν’ ανησυχεί για τη συμπεριφορά μου, της είπα πως δεν είμαι άντρας, μα σύννεφο με παντελόνια. Μόλις το είπα σκέφτηκα πως μπορεί να μου χρειαστεί αυτό για κάποιο ποίημα».
Φωνάζω…
μα δεν είναι
παρά μονάχα ο θόρυβος των κλειδιών!
Ο μορφασμός του δεσμοφύλακα.
Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του έργου του στα 1965, (επιλογή έργων και μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου), ο Έλληνας ποιητής σημειώνει μεταξύ άλλων:
«Ας θυμηθούμε από που ξεκίνησε και πως γράφτηκε το “Σύγνεφο με παντελόνια”. Η μέθοδος αυτή, φτασμένη στην πλήρη της ακρότητα και τελειότητα, μένει ανεπανάληπτη και ανεφάρμοστη στην τέχνη του καιρού μας.
Όμως απ’ άλλο δρόμο, μες απ’ το δράμα του, μες απ’ τον αγώνα του, μες απ’ την ανθρώπινη διάθεσή του να μεταμορφώσει με την τέχνη του τα πάντα σε φως, θα συναντιέται πάντα μ’ όλους τους αιώνες.
[…] Νομίζω πως αυτή η ιδιαίτερη διάσταση της ποίησης του Μαγιακόβσκι, αυτό το θάμβος, πλάι σ’ όλα τ’ άλλα, είναι, αν όχι μια σύνδεση και ένωση των φυσικών, ηθικών και κοινωνικών αντιθέσεων, είναι τουλάχιστον ένα γεφύρωμα ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ανάμεσα στη ζωή και στ’ όνειρο, πάνω από κάθε δυσκολία και προσωπικό δράμα. Δεν είναι μια μεταφυσική διαφυγή, αλλά μια φυσική αδημονία πραγμάτωσης ενός πανανθρώπινου, ρεαλιστικού ιδανικού μέσα στον «ταχύτερο» χώρο της φαντασίας και της τέχνης». […] Η πολιτεία αμπάρωσε το δρόμο με σκοτάδι.Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δυο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
«τσογλάνι»,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
«ψωμί».
Θέμις Αμάλλου
e-prologos.gr