Σε παρεμβάσεις στο κράτος και τους θεσμούς που πρέπει να γίνουν «κάλεσε» ο Βορίδης τον Κ. Μητσοτάκη για να μην «ξαναέρθει η Αριστερά, σε οποιαδήποτε μορφή, στην εξουσία». Για να βρει στη συνέχεια την υποστήριξη του Γεωργιάδη με το «συμπέρασμα» ότι «όπου κυβέρνησε η Αριστερά είχαμε φτώχεια και αίμα, ενώ αντίθετα όπου κυβέρνησε το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα».

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δύο αυτοί «φωστήρες» του αντικομμουνισμού προχωρούν σε τέτοιες προκλητικές δηλώσεις και σίγουρα δεν θα είναι και η τελευταία. Ούτε οι δηλώσεις τους αποτελούν μία «παρέκκλιση» στα πλαίσια του συστήματος της εκμετάλλευσης, της τρομοκρατίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Αντίθετα, τις θεωρούμε «εντός πλαισίων» του συστήματος και ιδιαίτερα σήμερα που τα ζητήματα τόσο της επίθεσης απέναντι στο λαό όσο και η ευθυγράμμιση με τους στόχους των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ – ΕΕ αποτελούν κρίσιμα μεγέθη για την κεφαλαιοκρατία στη χώρα μας.

Ο Βορίδης έκφρασε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τις πραγματικές στοχεύσεις του συστήματος για να τελειώνει με την Αριστερά στη χώρα μας… αξιοποιώντας τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την αντεργατική – αντιλαϊκή της πολιτική. Ο στόχος για «τη στρατηγική ήττα της Αριστεράς» δεν είναι τίποτα άλλο από την επιδίωξη του συστήματος να πετύχει το στρατηγικό του στόχο απέναντι στην εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό με τη μετατροπή τους σε απλά εργαλεία της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και κρέας για τα κανόνια των ιμπεριαλιστών, επισφραγίζοντας το «τέλος της ιστορίας». Το τέλος της ταξικής πάλης, των αντιστάσεων, των διεκδικήσεων, των εργατικών – λαϊκών ανατροπών και επαναστάσεων, με την πλήρη υποταγή στο μονόδρομο της εκμετάλλευσης, της εξαθλίωσης και των πολέμων.

Για την επιτυχία αυτού του στόχου είναι καθοριστικό ζήτημα να δημιουργηθεί μία πολιτική και ιδεολογική «ζώνη ασφαλείας» ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους με τις επαναστατικές, κομμουνιστικές, απελευθερωτικές ιδέες και κατευθύνσεις, καθώς αυτές είναι «ελαττωματικές» (σύμφωνα με τον Βορίδη). Και μάλιστα αυτή η «ζώνη ασφαλείας» είναι επείγουσα ανάγκη να γίνει με «παρεμβάσεις στο κράτος και τους θεσμούς», δηλαδή με ακόμα μεγαλύτερη τρομοκρατία, ακόμη μεγαλύτερη φασιστικοποίηση της πολιτικής και δημόσιας ζωής. Το «ελάττωμα» των αριστερών ιδεών -κατά Βορίδη- προσδιορίζεται σαν την επιδίωξη της Αριστεράς «να ανατρέψει τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας», ενώ αντίθετα θα πρέπει «οι πολίτες να αντιληφθούν ότι υπάρχει ένας δρόμος ελεύθερης οικονομίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας» (ο γνωστός μονόδρομος).

Εξανίσταται ο Βορίδης και διακηρύσσει ότι «δεν γίνεται να δίνουμε συνέχεια αυξήσεις και να μην υπάρχει δημοσιονομική πειθαρχία», για να καταλήξει στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι «η χρεοκοπία της χώρας προκλήθηκε από την ηγεμονία των ιδεών της Αριστεράς σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης». Με τη σοφιστεία αυτή από τη μία επιδιώκει να «βγάλει λάδι» το ντόπιο εξαρτημένο καπιταλιστικό σύστημα και τους πολιτικούς υπηρέτες του, ενώ από την άλλη να χρεώσει στην Αριστερά τη χρεοκοπία του συστήματος που ο ίδιος υπηρετεί με συνέπεια και ζήλο. Βέβαια, εδώ πρέπει να πούμε ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι «ανακάλυψη» του Βορίδη, αλλά πρόκειται για τοποθετήσεις και αναλύσεις ενός ολόκληρου πολιτικού – ιδεολογικού εσμού του εκμεταλλευτικού συστήματος που εδώ και χρόνια και ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή των μνημονίων εκτιμούσε την Ελλάδα ως «την τελευταία σοβιετική χώρα» και τόνιζε την ανάγκη να μπει στη… μετασοβιετική της εποχή. Με οδηγό ότι η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος είναι ευκαιρία για να τσακιστούν τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα, να καταβαραθρωθούν τα μεροκάματα και οι μισθοί, να επικρατήσει ο εργασιακός μεσαίωνας της νομιμότητας και της κανονικότητας της εκμετάλλευσης, της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.

Όμως δεν είναι μόνο ο Βορίδης και ο Γεωργιάδης που τους απασχολεί η «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» αλλά και ηγετικά στελέχη της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας όπως ο Ν. Καραμούζης, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και της Eurobank. Σε ομιλία του αναφέρει ότι αποτελεί «αναπτυξιακό καταλύτη» το γεγονός ότι «η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα γίνονται πιο φιλικοί προς το επιχειρείν, τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μείωση του οικονομικού ρόλου του κράτους σαν ηγετικού πόλου εξουσίας» και καλεί σε «διάδοση των νέων κοινωνικών και παραγωγικών αξιών, ιδιαίτερα προς τη νέα γενιά».

Ακριβώς αυτήν την κατεύθυνση υπηρετούν οι Βορίδης – Γεωργιάδης με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο. Οι οποίοι δεν αποτελούν μία «ακροδεξιά παρέκκλιση» μέσα στη ΝΔ, όπως τους καταγγέλλουν κυρίως από κυβερνητικής πλευράς, αλλά αυθεντικούς εκπροσώπους της «φωνής του κυρίου» τους και εμπροσθοφυλακή της κλιμάκωσης της αντεργατικής – αντιλαϊκής επίθεσης που, αξιοποιώντας τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στοχεύει να «τελειώσει» την Αριστερά και να κόψει κάθε δεσμό της με το λαό.

Από την άλλη μεριά, δεν είναι χωρίς σημασία να πούμε ότι δυνάμεις του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα δεν διατίθενται να «τελειώσουν» την «Αριστερά» που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ όσο υπηρετεί την επίθεση στο λαό και ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις ιμπεριαλιστικές στοχεύσεις των ΗΠΑ-ΕΕ. Μία τέτοια «Αριστερά» έχει νόημα ύπαρξης και διατήρησης ως πυλώνας του συστήματος της εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, καθώς εκτός των άλλων καταφέρνει να κρατάει τον εργαζόμενο λαό στο περιθώριο, εξασφαλίζοντας ηρεμία και κανονικότητα. Και δεν θα είναι η πρώτη φορά που ρεφορμιστικές – ρεβιζιονιστικές δυνάμεις που προέρχονται από την Αριστερά μπορούν να εκπληρώσουν τέτοιους ρόλους, που μπορούν να φτάσουν στην υιοθέτηση της πιο αντιδραστικής κατεύθυνσης. Αυτή την «ανορθογραφία» δεν αποδέχονται οι Βορίδης – Γεωργιάδης αλλά και συνολικά η ΝΔ και επιζητούν να αποτελέσουν αυτοί τους αυθεντικούς εκπροσώπους του συστήματος στη «νέα εποχή».

Σε αυτή την αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα της επίθεσης στο λαό, της υποταγής στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές θα χρησιμοποιηθούν όλα τα «όπλα» που ο καθένας διαθέτει για να αποπροσανατολίσει τον εργαζόμενο λαό και να τον παγιδεύσει σε ψεύτικα διλήμματα. Πολύ περισσότερο, να τον οδηγήσει στην αποδοχή του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού μονόδρομου και της παραίτησης από τον αγώνα και τη διεκδίκηση απέναντι στην καταστροφή της ζωής του. Κρίσιμο ζήτημα σε αυτή την αντιπαράθεση, αυτό της Αριστεράς, των αντιλήψεων, των κατευθύνσεων και των ιδανικών που κουβαλάει και που είναι ποτισμένα με τεράστιες θυσίες. Καθώς η Αριστερά στη χώρα μας έχει υποφέρει τα πάνδεινα όχι μόνο από τους ταξικούς αντιπάλους και τους κολαούζους τους αλλά και από αυτούς που στο όνομά της οδήγησαν ένα ολόκληρο δυναμικό στην οπισθοχώρηση και την ήττα, στην απογοήτευση και την παραίτηση. Κυβερνητισμός, μεταβατικές αυταπάτες, κοινοβουλευτικός κρετινισμός, εκφράσεις της ουσιαστικής εγκατάλειψης κάθε επαναστατικής και κομμουνιστικής προοπτικής παρά τις διακηρύξεις και τα πλεονάσματα… κομμουνισμού.

Αυτή η κατάσταση αποτελεί βούτυρο στο ψωμί όλων των αντιδραστικών δυνάμεων με όποιο μανδύα και εάν εμφανίζονται, σε όποιον πυλώνα του συστήματος και αν ανήκουν. Από αυτή την άποψη, η επόμενη περίοδος θα είναι κρίσιμη για τη σύνδεση της επαναστατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης με τους εργαζόμενους και τη νεολαία καθώς αυτή η σύνδεση θα δυναμώσει και τις δύο «πλευρές». Τόσο της εργατικής – λαϊκής πάλης όσο και της ανάπτυξης των επαναστατικών, κομμουνιστικών θέσεων και δυνάμεων. Η σύνδεση αυτή για να έχει στέρεη βάση και βάθος δεν μπορεί παρά να γίνει στη βάση των ταξικών – πολιτικών αντιθέσεων που σήμερα κυριαρχούν στη χώρα μας και των συγκρούσεων, μικρών και μεγάλων, που αναπτύσσονται σαν αποτέλεσμα αυτών των αντιθέσεων. Όσες δυσκολίες και αν έχει αυτή η κατεύθυνση, όσο «μειοψηφική» και αν φαντάζει σήμερα, αποτελεί το μοναδικό δρόμο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγέννηση της ελπίδας των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Οι «παρακάμψεις» και οι «αερογέφυρες» τελείωσαν.

Πηγή:  Προλεταριακή Σημαία

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το