ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΩΝ BLUES
Δύσκολοι καιροί, φιλαράκια.
Βρέχει ακυρωμένη άνοιξη στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μας. Πρώιμοι καύσωνες και όψιμα χιόνια.
Να πέφτει το χιόνι στην καυτή άσφαλτο και να τσιρίζει σαν αυγό στο τηγάνι.
Να πέφτει στις κορφές των βουνών και να χώνεται μέσα στις τρύπες που άνοιξαν τα θεμέλια των ανεμοφτερούδων, που ξύρισαν τα μαύρα έλατα, ξέστρεψαν τις πηγές και πήχτωσαν τα ρουμάνια με τσιμέντα.
Να γυρίζει η ανεμοφτερού και να σπάει τα φτερά του γυπαετού που γλύτωσε από τον κεραυνό.
Να γυρίζει η ανεμοφτερού και να σπρώχνει στα χαμηλά τις οχιές, τις σαλαμάνδρες και τους αστρίτες. Να σβήνουν οι πατησιές των ανταρτών από τα τρακτερωτά λάστιχα των φορτηγών του Γερμανικού εργοτάξιου.
Ποια αποζημιώση, ρε Καλάβρυτα; Εδώ μας παίρνουν και τα σώβρακα. Όχι άλλη σπέκουλα μ’ αυτό. Σε λίγο θα μας ζητήσουν τα μπάσταρδα του Χίτλερ αποζημίωση για ψυχική οδύνη.
Να γυρίζει η ανεμοφτερού στο Ζάλογγο και ν’ αποκεφαλίζει τις μαρμάρινες γυναίκες του χορού, να φαίνονται ακέφαλες από την Καστροσυκιά του Ιονίου, να μην τρομάζουν από τα ορεινά αγάλματα οι τουρίστες, τώρα που θα πλακώσουν με μάσκες, πλαστικά γάντια και αναπνευστήρες.
Να βγουν οι ειρηνοποιοί με τα άσπρα μαλακά χεράκια και το μεγάλο νύχι στο μικρό δάχτυλο να καταδικάσουν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» καθώς η Μινεάπολη θα καίγεται σε μνημόσυνα πατημένων λαιμών και σε εξεγέρσεις δίχως μαύρους πάνθηρες.
Να βγαίνουν οι λουκουμάδες των επιτροπάτων, οι κρατικοδίαιτοι τίποτα, τα μποτοξαρισμένα χείλη και oι solarium γκόμενοι και να μαγαρίζουν με το βρώμικο στόμα τους τον Καραϊσκάκη.
Να γράφουν οι μιντιάδες καθ’ υπαγόρευση τα δελτία ειδήσεων, χωρίς ειδήσεις και χωρίς ντροπή, καθισμένοι στα γόνατα των εθνικών εργολάβων.

Ξεμείναμε με το αυτονόητο. Αυτό που λεμε στη μεγάλη μας ολιγάρκεια, ‘την υγειά μας να ‘χουμε’.
Το αυτονόητο. Να υπάρχει έστω μια καταδίκη βιαστών, στους τόσους βιασμούς και τις τόσες ανέραστες αναγκαστικές συνουσίες.
Να δίνουμε αγώνα για να μπορεί να έχει βιβλία και να μη σαπίζει στα υπόγεια ένα παιδί των φυλακών.
Για να μπορεί ο δάσκαλος να μιλά και ν’ αστειεύεται δίχως το μάτι του χαφιέ.
Για να μπορούμε ακόμα να νοιώθουμε πότε βαθιά γερασμένοι και ανήμποροι και μετά πάλι δεκάξι χρονών ξεπεταρούδια.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το