Όπως αναμενόταν, ο Ζαΐχ Μπολσονάρο αναδείχθηκε νικητής του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία, συγκεντρώνοντας περίπου το 55% των ψήφων, έναντι του Φερνάντο Αντάντ, του μέχρι πρότινος κυβερνώντος Κόμματος των Εργατών, που συγκέντρωσε το 45%. Ξεκινά έτσι μια περίοδος ακροδεξιάς διακυβέρνησης για τη Βραζιλία μετά από 14 χρόνια διακυβέρνησης από το Κόμμα των Εργατών, του φυλακισμένου πλέον Λούλα.
Όπως ήταν φυσικό, ο Τραμπ έσπευσε πρώτος απ’ όλους να συγχαρεί τον ακροδεξιό Μπολσονάρο για τη νίκη του, για να ακολουθήσουν η Μαρίν Λεπέν και ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας, υπουργός της ιταλικής κυβέρνησης. Από δίπλα πανηγυρίζει και η δεξιά αντιπολίτευση της Βενεζουέλας, θεωρώντας ότι όχι μόνο δημιουργείται κλίμα που την ευνοεί, αλλά και ότι η κυβέρνηση Μαδούρο θα απομονωθεί περισσότερο, καθώς ο Μπολσονάρο είναι σφοδρός πολέμιός της. Η νίκη του θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ανατροπή κυβερνήσεων και μεταρρυθμίσεων σε μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής των τελευταίων ετών, σε κάπως φιλολαϊκή και αντιαμερικάνικη κατεύθυνση, όπως στη Βολιβία και ίσως στον Ισημερινό. Το σύνολο των αρνητικών εξελίξεων συμπληρώνει και η εκ νέου υπαγωγή της Αργεντινής στον έλεγχο του ΔΝΤ.
Ήδη έχουν δοθεί τα πρώτα δείγματα γραφής της περιόδου Μπολοσονάρο και φυσικά τα πράγματα δείχνουν πολύ ανησυχητικά. Στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν η υποτιθέμενη αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, η οποία διαπιστώνεται ότι έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Σ’ αυτό λέγεται ότι συμβάλλει και το γεγονός ότι η Βραζιλία συνορεύει με πολλές χώρες παραγωγούς κοκαΐνης, με τα καρτέλ και τις συμμορίες διακίνησης να διέρχονται μέσω αυτής. Για τη μείωση της εγκληματικότητας, σκοπεύει στη μείωση της εγκληματικής ευθύνης στα 16 έτη και στη φιλελευθεροποίηση της οπλοκατοχής κατά το αμερικάνικο πρότυπο.
Ο λοχαγός την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, την οποία ποτέ δε σταμάτησε να εξυμνεί, με τους δοτούς προέδρους της περιόδου να κοσμούν το γραφείο του, κατευθύνεται προς την ανάπτυξη μονάδων ελεύθερων σκοπευτών στις μεγάλες πόλεις της χώρας, ώστε να φονεύονται σβέλτα οι εγκληματίες, ακόμη και στην περίπτωση που δεν αποτελούν απειλή για τους αστυνομικούς. Η ιδέα ανήκει στον μελλοντικό υπουργό άμυνας, Αουγκούστο Ελένο, και έχει δηλώσει ότι θα την υλοποιήσει άμεσα ο επίσης ακροδεξιός κυβερνήτης του Ρίο, Ουίλσον Βιτζέλ. Το Ρίο Ντε Τζανέιρο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 ταλανίζεται από κλιμάκωση της βίας που τροφοδοτείται από τη φτώχεια και τη διαφθορά. Αν επί Ρούσεφ και σύμφωνα με καταγγελίες η αστυνομία ήταν ήδη ασύδοτη φονεύοντας μόνο πέρσυ 5144 άτομα, μπορούμε να φανταστούμε τι έρχεται και ότι οι σφαίρες θα είναι το μέσο με το οποίο θα περάσει η πολιτική Μπολσονάρο.
Η πολιτική αυτή ήδη αναγγέλθηκε από τον Πάουλου Γκέτζις, που θα είναι και ο επόμενος υπουργός Οικονομικών και πρόκειται για τη γνωστή συνταγή. Ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων φορέων και επιχειρήσεων, δήθεν για να αντιμετωπιστεί η διαφθορά, καθώς και δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών, συντάξεων, ώστε να αντιμετωπισθεί υποτίθεται το αυξημένο χρέος και η ύφεση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου του Κόμματος των Εργατών. Η όλη κατάσταση θυμίζει την περίπτωση Αλμπέρτο Φουτζιμόρι στο Περού, όπου η ίδια πολιτική ασκήθηκε με την υποστήριξη των όπλων.
Μια μέρα πριν τις εκλογές, ο οικισμός Σεβαστίαο Μπιλλάρ στην πολιτεία Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ, που έχει δημιουργήσει ένα κίνημα ακτημόνων αγροτών γνωστό ως MST, που πίεζε για φιλοαγροτικές μεταρρυθμίσεις επί Λούλα και Ρούσεφ, δέχθηκε φασιστική επίθεση από οπαδούς του Μπολσονάρο, οι οποίοι έβαλαν φωτιά σε πολλές από τις καλύβες του οικισμού.
Ήδη έχει ανακοινωθεί ότι τα ΜΜΕ «που λένε ψέμματα», δηλαδή όσα συνεχίζουν να είναι επικριτικά στον Μπολσονάρο, θα στερηθούν κρατικής διαφήμισης, ώστε να συνετιστούν.
Ο Σέρζου Μόρο, δικαστής που πρωταγωνίστησε στην εκστρατεία εναντίον του Κόμματος των Εργατών με πρόσχημα τη διαφθορά, θα αμοιφθεί για τις υπηρεσίες του, προαγόμενος στη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης.
Ο Μπολσονάρο σκοπεύει επίσης να καταργήσει ένα πρόγραμμα, που προσπαθούσε να εξαλείψει τις φυλετικές ανισότητες, που είχε κληρονομήσει η χώρα από την εποχή της δουλείας των μαύρων, παρομοίως με τις ΗΠΑ, και είχε ως αποτέλεσμα, να αυξηθεί ο αριθμός των μη λευκών φοιτητών στα πανεπιστήμια. Ο ρατσιστής Μπολοσονάρο είναι αρνητής της δουλείας ως κομμάτι της ιστορίας της Βραζιλίας και κατηγορεί συχνά τον μαύρο πληθυσμό για τις δυσκολίες του.
Μετά την 28η Ωκτωβρίου, όπου έγινε γνωστή η νίκη του Μπολσονάρο, διαδίδονται διάφορες αναλύσεις για τους λόγους της επικράτησής του. Κυκλοφορούν διάφορα επιχειρήματα, όπως ότι παρουσιάστηκε ως το νέο και άφθαρτο πρόσωπο, που θα καταπολεμήσει τη διαφθορά και την εγκληματικότητα. Αλλού γράφεται ότι οι νέοι ψηφοφόροι που τον στήριξαν, δεν έχουν εμπειρία της στρατιωτικής δικτατορίας που ο Μπολοσονάρο ένθερμα υποστηρίζει. Ότι είχε τη μέγιστη στήριξη της ολιγαρχίας και των ΜΜΕ. Ότι ευνοήθηκε από την εκστρατεία σπίλωσης που εξαπέλυσε το βαθύ κράτος, η δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ και η ολιγαρχία εναντίον του Κόμματος των Εργατών. Όλα αυτά είναι σωστά και ισχύουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αλλά μάλλον σαν κύρια αιτία της εύκολης επικράτησης του Μπολσονάρο, θα πρέπει να θεωρηθεί η διάψευση των προσδοκιών από τη δεκατετράχρονη διακυβέρνηση του κόμματος του Λούλα. Δίχως αυτή, οι παραπάνω αιτίες που αναφέρονται θα είχαν περιορισμένη ισχύ. Φαίνεται ειδικά, ότι η μετά Λούλα περίοδος συνδέεται με αποξένωση του Κόμματος των Εργατών από τα στρώματα που παλιότερα το στήριζαν. Οι δημοσκοπήσεις με υποψήφιο το Λούλα, έδειχναν πολύ θετικότερες προοπτικές για το Κόμμα των Εργατών. Αυτό το κατάλαβαν οι διώκτες του και γι’αυτό του απαγόρευσαν με αφορμή την καταδίκη του να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία. Τα καυτά ζητήματα που έφεραν πάντως το Λούλα στην εξουσία, εξακολουθούν να υπάρχουν δεκατέσσερα χρόνια μετά και η κυβέρνηση Ρούσεφ εξαπέλυσε κύμα βίας και τρομοκρατίας κατά των παραγκουπόλεων όταν διαμαρτύρονταν ενάντια στην ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, που άλλωστε συχνά συνδέονται και με υποθέσεις διαφθοράς και διασπάθησης δημόσιου χρήματος. Μάλλον στα μάτια πολλών φτωχών Βραζιλιάνων, το Κόμμα των Εργατών και οι κυβερνήσεις του άρχισαν να έχουν αρκετές ομοιότητες με αυτούς που αρχικά αντικατέστησαν κι αυτό άνοιξε το δρόμο στην ακροδεξιά του Μπολσονάρο. Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, ότι οι καταπιεσμένοι λαοί δε μπορούν να βασισθούν σε πολιτικές δυνάμεις όπως αυτές που εκπροσωπεί το Κόμμα των Εργατών της Βραζίλιας, δυνάμεις αστικές οι οποίες όχι μόνο δε μπορούν να λύσουν αποφασιστικά τα ζητήματα των χωρών αυτών αλλά και συχνά αφού κάνουν τον κύκλο τους, αντικαθίστανται από υπεραντιδραστικές δυνάμεις.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr