- Από τα Άπαντα του Β. Ι. Λένιν, τ. 37, Η ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ ΚΑΟΥΤΣΚΙ, σελ. 259-267, Εκδ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»
Ο Κάουτσκι κρίνει κατά τον εξής τρόπο:
(1) «Οι εκμεταλλευτές πάντα αποτελούσαν μόνο μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού» (σελ. 14 του βιβλίου του Κάουτσκι).
Αυτό είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Πως πρέπει να κρίνει κανείς, ξεκινώντας απ’ αυτή την αλήθεια; Μπορεί να κρίνει σαν μαρξιστής, σαν σοσιαλιστής· τότε πρέπει να πάρει σαν βάση τη σχέση ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και στους εκμεταλλευτές. Μπορεί να κρίνει σαν φιλελεύθερος, σαν αστός δημοκράτης· τότε πρέπει να πάρει σαν βάση τη σχέση ανάμεσα στην πλειοψηφία και στη μειοψηφία.
Αν κρίνει μαρξιστικά, πρέπει να πει: οι εκμεταλλευτές μετατρέπουν αναπότρεπτα το κράτος (κι εδώ γίνεται λόγος για τη δημοκρατία, δηλαδή για μια από τις μορφές του κράτους) σε όργανο κυριαρχίας της τάξης τους, της τάξης των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους. Γι’ αυτό και το δημοκρατικό κράτος, όσο θα υπάρχουν εκμεταλλευτές που θα κυριαρχούν πάνω στην πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων, θα είναι αναπόφευκτα δημοκρατία για τους εκμεταλλευτές. Το κράτος των εκμεταλλευομένων πρέπει να διαφέρει ριζικά από ένα τέτοιο κράτος, πρέπει να είναι δημοκρατία για τους εκμεταλλευόμενους και όργανο καταστολής των εκμεταλλευτών, αλλά η καταστολή μιας τάξης σημαίνει ανισότητα γι αυτή την τάξη, αποκλεισμό της από τη «δημοκρατία».
Αν κρίνει κανείς σαν φιλελεύθερος, πρέπει να πει: η πλειοψηφία αποφασίζει, η μειοψηφία υποτάσσεται. Όσοι δεν υποτάσσονται – τιμωρούνται. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει λόγος να μιλάει κανείς για ταξικό χαρακτήρα του κράτους γενικά και για «καθαρή δημοκρατία» ειδικά. Αυτό είναι άσχετο με το θέμα, γιατί η πλειοψηφία είναι πλειοψηφία και η μειοψηφία είναι μειοψηφία. Μια λίβρα κρέας είναι μια λίβρα κρέας, αυτό είναι όλο.
Ο Κάουτσκι κρίνει ακριβώς ως εξής:
(2) «Για ποιους λόγους η κυριαρχία του προλεταριάτου χρειάστηκε να πάρει και ήταν απαραίτητο να πάρει μια μορφή ασυμβίβαστη με τη δημοκρατία;» (σελ. 21). Ακολουθεί η επεξήγηση ότι το προλεταριάτο έχει με το μέρος του την πλειοψηφία, μια επεξήγηση αρκετά διεξοδική και μακροσκελής μαζί με μια περικοπή από τον Μαρξ και με αριθμούς για τους ψήφους στην Κομμούνα του Παρισιού. Συμπέρασμα: «Ένα καθεστώς, τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα στις μάζες, δεν έχει ούτε τον παραμικρότερο λόγο να επιβουλεύεται τη δημοκρατία. Δεν θα μπορεί πάντα να κάνει χωρίς βία, στις περιπτώσεις πού ασκείται βία για την κατάπνιξη της δημοκρατίας. Στη βία μπορείς να απαντήσεις μόνο με τη βία. Το καθεστώς όμως που ξέρει ότι οι μάζες είναι με το μέρος του, θα ασκήσει βία μόνο για να περιφρουρήσει τη δημοκρατία και όχι για να την εκμηδενίσει. Θα ισοδυναμούσε με καθαρή αυτοκτονία του, αν επιχειρούσε να παραμερίσει την πιο σίγουρη βάση του, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, βαθιά πηγή ισχυρού ηθικού κύρους» (σελ. 22).
Καθώς βλέπετε, η σχέση ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές έχει εξαφανιστεί από την επιχειρηματολογία του Κάουτσκι. Έμεινε μόνο η πλειοψηφία γενικά, η μειοψηφία γενικά, η δημοκρατία γενικά, η γνωστή μας πια «καθαρή δημοκρατία».
Σημειώστε πως αυτά λέγονται σε σχέση με την Κομμούνα του Παρισιού! Ας παραθέσουμε λοιπόν, για επιβεβαίωση, τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς για τη δικτατορία σε σχέση με την Κομμούνα:
Μαρξ: «…Αν οι εργάτες στη θέση της δικτατορίας της αστικής τάξης εγκαθιδρύσουν τη δική τους επαναστατική δικτατορία… για να τσακίσουν την αντίσταση της αστικής τάξης… οι εργάτες δίνουν στο κράτος μια επαναστατική και μεταβατική μορφή…»[114].
Ένγκελς: «…Και η νικήτρια» (στην επανάσταση) «μερίδα είναι κατανάγκη υποχρεωμένη να διατηρήσει την κυριαρχία της με τον τρόμο που εμπνέουν τα όπλα της στους αντιδραστικούς. Θα κρατούσε ποτέ η Κομμούνα του Παρισιού έστω και μια μέρα, αν δεν είχε χρησιμοποιήσει ενάντια στην αστική τάξη το κύρος ενός οπλισμένου λαού; Δεν θα είχαμε, αντίθετα, το δικαίωμα να την κατακρίνουμε, γιατί το χρησιμοποίησε σε πολύ μικρό βαθμό;..»[115].
Ο ίδιος: «Μια και το κράτος είναι μόνο ένας προσωρινός θεσμός, που τον χρησιμοποιεί κανείς στον αγώνα, στην επανάσταση για να καταστέλλει με τη βία τους αντιπάλους του, είναι καθαρή ανοησία να μιλάει για ελεύθερο λαϊκό κράτος. Όσο καιρό το προλεταριάτο χρειάζεται ακόμη το κράτος, το χρειάζεται όχι προς το συμφέρον της ελευθερίας, αλλά της καταστολής των αντιπάλων του· και από τη στιγμή που θα μπορεί να μιλάει κανείς για ελευθερία, το κράτος παύει να υπάρχει σαν τέτοιο…»[116].
Ο Κάουτσκι απέχει από τον Μαρξ και τον Ένγκελς όσο η γη από τον ουρανό, όσο ο φιλελεύθερος από τον προλετάριο επαναστάτη. Η καθαρή δημοκρατία ή απλώς η «δημοκρατία», που γι’ αυτή μιλάει ο Κάουτσκι, δεν είναι παρά επανέκδοση του ίδιου «ελεύθερου λαϊκού κράτους», δηλαδή καθαρή ανοησία. Ο Κάουτσκι, με την εμβρίθεια ενός ανόητου σοφολογιότατου των γραφείων, ή με την αθωότητα ενός δεκάχρονου κοριτσιού, ρωτάει: τι χρειάζεται η δικτατορία, όταν υπάρχει η πλειοψηφία; Ο Μαρξ και ο Ένγκελς το εξηγούν:
- Για να τσακίσουμε την αντίσταση της αστικής τάξης,
- για να εμπνέουμε τρόμο στους αντιδραστικούς,
- για να διατηρήσουμε το κύρος του ένοπλου λαού ενάντια στην αστική τάξη,
- για να μπορεί το προλεταριάτο να καταστέλλει με τη βία τούς αντιπάλους του.
Ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει αυτές τις διευκρινίσεις. Ερωτευμένος με την «καθαρότητα» της δημοκρατίας, χωρίς να βλέπει τον αστικό της χαρακτήρα, υποστηρίζει «με συνέπεια» ότι η πλειοψηφία, μια και είναι πλειοψηφία, δεν χρειάζεται «να τσακίσει την αντίσταση» της μειοψηφίας, δεν χρειάζεται να την «καταστέλλει με τη βία – της φτάνει να καταστέλλει τις περιπτώσεις παράβασης της δημοκρατίας. Ερωτευμένος με την «καθαρότητα» της δημοκρατίας, ο Κάουτσκι διαπράττει άθελά του το ίδιο μικρούτσικο λάθος που κάνουν πάντα όλοι οι αστοί δημοκράτες: δηλαδή, παίρνει την τυπική ισότητα (ολότελα ψεύτικη και υποκριτική στον καπιταλισμό) για πραγματική!
Πράγματα ανάξια λόγου!
Ο εκμεταλλευτής δεν μπορεί να είναι ίσος με τον εκμεταλλευόμενο.
Αυτή η αλήθεια, όσο και αν είναι δυσάρεστη για τον Κάουτσκι, αποτελεί το πιο ουσιαστικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού.
Μια άλλη αλήθεια: πραγματική, ουσιαστική ισότητα δεν μπορεί να υπάρχει, όσο δεν θα έχει εξαλειφθεί εντελώς κάθε δυνατότητα εκμετάλλευσης μιας τάξης από μιαν άλλη.
Οι εκμεταλλευτές μπορούν να τσακιστούν μεμιάς με μια πετυχημένη εξέγερση στο κέντρο ή με ένα ξεσήκωμα του στρατού. Αλλά, έξω από μερικές μόνο πολύ σπάνιες και ειδικές περιπτώσεις, οι εκμεταλλευτές δεν μπορούν να εκμηδενιστούν μεμιάς. Δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν μεμιάς όλοι οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές μιας λίγο-πολύ μεγάλης χώρας. Παραπέρα, η απαλλοτρίωση μόνη της σαν νομική ή πολιτική πράξη, δεν λύνει καθόλου το πρόβλημα, γιατί οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές πρέπει να σαρωθούν έμπρακτα, να αντικατασταθούν έμπρακτα από μιαν άλλη, εργατική, διεύθυνση των εργοστασίων και των κτημάτων. Δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές, που για πολλές γενιές διακρίνονταν και ως προς τη μόρφωση, και ως προς τις συνθήκες μιας πλούσιας ζωής, και ως προς τις συνήθειες – και στους εκμεταλλευόμενους, που η μάζα τους, ακόμη και στις πιο προηγμένες και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, είναι εξουθενωμένη, αμόρφωτη, άξεστη, τρομοκρατημένη, διασπασμένη. Οι εκμεταλλευτές, για πολύ καιρό ύστερα από την επανάσταση διατηρούν αναπόφευκτα μια σειρά τεράστια πραγματικά πλεονεκτήματα: τους μένουν τα λεφτά (το χρήμα δεν μπορεί να καταργηθεί αμέσως), κάποια κινητή περιουσία, συχνά σημαντική, τους μένουν οι σχέσεις, η αποκτημένη πείρα της οργάνωσης και της διοίκησης, η γνώση όλων των «μυστικών» της διακυβέρνησης (συνήθειες, μέθοδοι, μέσα, δυνατότητες), τους μένει η ανώτερή τους μόρφωση, οι στενοί δεσμοί με το ανώτατο τεχνικό προσωπικό (που ζει και σκέπτεται αστικά), τους μένει μια ασύγκριτα μεγαλύτερη πρακτική πείρα στα στρατιωτικά ζητήματα (πράγμα πολύ σπουδαίο) κτλ, κτλ.
Αν οι εκμεταλλευτές τσακιστούν μόνο σε μια χώρα – και αυτή φυσικά είναι η τυπική περίπτωση, γιατί ταυτόχρονη επανάσταση σε μια σειρά χώρες είναι σπάνια εξαίρεση — παραμένουν μολαταύτα δυνατότεροι από τους εκμεταλλευόμενους, γιατί οι διεθνείς δεσμοί των εκμεταλλευτών είναι τεράστιοι. Ότι ένα μέρος των εκμεταλλευομένων που προέρχεται από τις λιγότερο εξελιγμένες μάζες των μεσαίων αγροτών, βιοτεχνών κτλ, ακολουθεί και είναι σε θέση να ακολουθήσει τους εκμεταλλευτές, αυτό το έδειξαν όλες οι επαναστάσεις ως τα σήμερα, μαζί και η Κομμούνα (γιατί ανάμεσα στα στρατεύματα των Βερσαλλιών υπήρχαν και προλετάριοι, πράγμα πού το ξέχασε ο σοφολογιότατος Κάουτσκι).
Όταν έτσι έχουν τα πράγματα, να δέχεσαι ότι σε μια λίγο – πολύ βαθιά και σοβαρή επανάσταση η υπόθεση κρίνεται απλούστατα από τη σχέση της πλειοψηφίας προς τη μειοψηφία, είναι η μεγαλύτερη αμβλύνοια, είναι η πιο ανόητη προκατάληψη ενός κοινού φιλελεύθερου, είναι εξαπάτηση των μαζών, απόκρυψη από τις μάζες μιας ολοφάνερης ιστορικής αλήθειας. Η ιστορική αυτή αλήθεια συνίσταται στο ότι κανόνας κάθε βαθιάς επανάστασης είναι η μακρόχρονη, επίμονη, απεγνωσμένη αντίσταση των εκμεταλλευτών, που διατηρούν για πολλά χρόνια μεγάλα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Ποτέ -έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκι- οι εκμεταλλευτές δεν θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων, χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη μάχη, τα πλεονεκτήματά τους.
Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό αποτελεί ολόκληρη ιστορική εποχή. Όσο δεν έχει τελειώσει η εποχή αυτή, οι εκμεταλλευτές τρέφουν αναπόφευκτα την ελπίδα της παλινόρθωσης, και αυτή η ελπίδα μεταβάλλεται σε απόπειρες παλινόρθωσης. Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτοιο και δεν δέχονταν ούτε σκέψη γι’ αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος για να πάρουν πίσω το χαμένο «παράδεισο», για τις οικογένειές τους που ζούσαν τόσο όμορφα και που τώρα ο «χύδην όχλος» τις καταδικάζει στο χαμό και την αθλιότητα (ή στην «απλή» δουλειά…). Και τώρα πίσω από τους εκμεταλλευτές-καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισοήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μιξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο… όπως κάνουν οι δικοί μας μενσεβίκοι και εσέροι.
Και σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, σε εποχή απεγνωσμένου, σκληρού πολέμου, όταν η ιστορία βάζει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα, αν θα υπάρχουν ή όχι τα προαιώνια και χιλιόχρονα προνόμια – να γίνεται συζήτηση για πλειοψηφία και μειοψηφία, για καθαρή δημοκρατία, για ανώφελο της δικτατορίας, για ισότητα του εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο!! Τι απύθμενη αμβλύνοια, τι άβυσσος φιλισταϊσμού χρειάζεται για ένα τέτοιο πράγμα!
Αλλά οι δεκαετίες ενός σχετικά «ειρηνικού» καπιταλισμού, της περιόδου 1871-1914, έχουν συσσωρεύσει μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα που προσαρμόζονταν στον οπορτουνισμό, τόσο φιλισταϊσμό, στενοκεφαλιά και αποστασία, όση ήταν η κόπρος του Αυγείου…
Θα έχει προσέξει ίσως ο αναγνώστης ότι ο Κάουτσκι στην περικοπή από το βιβλίο του, που παραθέσαμε πιο πάνω, μιλάει για επιβουλή ενάντια στο καθολικό εκλογικό δικαίωμα (που το ονομάζει -ας το πούμε σε παρένθεση- βαθιά πηγή ισχυρού ηθικού κύρους, ενώ ο Ένγκελς, αναφερόμενος στην ίδια την Κομμούνα του Παρισιού και στο ίδιο το ζήτημα της δικτατορίας, μιλάει για το κύρος του ένοπλου λαού ενάντια στην αστική τάξη. Είναι χαρακτηριστικό να συγκρίνει κανείς τις απόψεις ενός φιλισταίου και ενός επαναστάτη για το «κύρος»…).
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το ζήτημα της στέρησης του εκλογικού δικαιώματος από τους εκμεταλλευτές είναι ζήτημα καθαρά ρωσικό και όχι ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου γενικά. Αν ο Κάουτσκι δεν ήταν υποκριτής και τιτλοφορούσε την μπροσούρα του: «Ενάντια στους μπολσεβίκους», τότε ο τίτλος αυτός θα ανταποκρινόταν στο περιεχόμενο της μπροσούρας και ο Κάουτσκι θα είχε το δικαίωμα να μιλάει άμεσα για το εκλογικό δικαίωμα. Ο Κάουτσκι όμως θέλησε να παρουσιαστεί πρώτα απ’ όλα σαν «θεωρητικός». Τιτλοφόρησε την μπροσούρα του: «Η δικτατορία του προλεταριάτου» γενικά. Μιλάει για τα Σοβιέτ και για τη Ρωσία ειδικά μόνο στο δεύτερο μέρος της μπροσούρας, αρχίζοντας από το έκτο κεφάλαιο. Ενώ στο πρώτο μέρος του βιβλίου (απ’ όπου πήρα και την περικοπή) γίνεται λόγος για τη δημοκρατία και τη δικτατορία γενικά. Αρχίζοντας να μιλάει για το εκλογικό δικαίωμα, ο Κάουτσκι προδόθηκε ότι είναι πολέμιος των μπολσεβίκων, που δεν δίνει δεκάρα για τη θεωρία. Γιατί η θεωρία, δηλαδή η συζήτηση πάνω στις γενικές (και όχι τις εθνικά – ειδικές) ταξικές βάσεις της δημοκρατίας και της δικτατορίας δεν πρέπει να έχει σαν αντικείμενό της ένα ειδικό ζήτημα, όπως είναι το εκλογικό δικαίωμα, αλλά ένα γενικό ζήτημα: συγκεκριμένα, αν μπορεί να διατηρηθεί η δημοκρατία και για τους πλούσιους, και για τους εκμεταλλευτές στην ιστορική περίοδο της ανατροπής των εκμεταλλευτών και της αντικατάστασης του κράτους τους από το κράτος των εκμεταλλευομένων.
Έτσι, και μόνο έτσι μπορεί να θέτει το ζήτημα ένας θεωρητικός.
Ξέρουμε το παράδειγμα της Κομμούνας, ξέρουμε όλες τις κρίσεις των θεμελιωτών του μαρξισμού σχετικά μ’ αυτή και γι’ αυτή. Με βάση αυτό το υλικό εγώ, λ.χ., πραγματεύτηκα το ζήτημα της δημοκρατίας και της δικτατορίας στην μπροσούρα μου «Κράτος και Επανάσταση», που γράφτηκε πριν από την Οχτωβριανή επανάσταση. Για περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος δεν είπα ούτε λέξη. Και πρέπει τώρα να πω ότι το ζήτημα του περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος είναι ένα ζήτημα εθνικά-ειδικό και όχι ζήτημα γενικό της δικτατορίας. Το ζήτημα του περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος πρέπει να το χειριστούμε, μελετώντας τους ιδιαίτερους όρους της ρωσικής επανάστασης, τον ιδιαίτερο δρόμο ανάπτυξής της. Αυτό ακριβώς θα γίνει στην ανάλυση που θα ακολουθήσει. Θα ήταν όμως λάθος να εγγυάται κανείς από τα πριν ότι οι επερχόμενες προλεταριακές επαναστάσεις στην Ευρώπη θα έχουν όλες ή οι περισσότερες απ’ αυτές, αναπόφευκτα σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος για την αστική τάξη. Αυτό ενδέχεται να γίνει. Ύστερα από τον πόλεμο και ύστερα από την πείρα της ρωσικής επανάστασης πιθανό να συμβεί, αλλά αυτό δεν είναι υποχρεωτικό για να πραγματοποιηθεί η δικτατορία, δεν αποτελεί αναγκαίο γνώρισμα της λογικής έννοιας της δικτατορίας, δεν αποτελεί αναγκαίο όρο της ιστορικής και ταξικής έννοιας της δικτατορίας.
Αναγκαίο γνώρισμα, υποχρεωτικός όρος της δικτατορίας είναι η βίαιη καταστολή των εκμεταλλευτών σαν τάξης και, συνεπώς, η παραβίαση της «καθαρής δημοκρατίας», δηλ. της ισότητας και της ελευθερίας απέναντι σ’ αυτή την τάξη.
Έτσι και μόνο έτσι μπορεί να τεθεί το ζήτημα θεωρητικά. Και ο Κάουτσκι, μη θέτοντας έτσι το ζήτημα, απόδειξε ότι τάσσεται ενάντια στους μπολσεβίκους όχι σαν θεωρητικός, αλλά σαν συκοφάντης στην υπηρεσία των οπορτουνιστών και της αστικής τάξης.
Σε ποιες χώρες, μέσα σε ποιες εθνικές ιδιομορφίες του ενός ή του άλλου καπιταλισμού θα εφαρμοστεί (αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο) ο ένας ή ο άλλος περιορισμός, ή μια ή η άλλη παραβίαση της δημοκρατίας για τους εκμεταλλευτές, αυτό είναι ζήτημα που αφορά τις εθνικές ιδιομορφίες του ενός ή του άλλου καπιταλισμού, της μιας ή της άλλης επανάστασης. Το θεωρητικό ζήτημα τίθεται διαφορετικά, τίθεται έτσι: μπορεί να υπάρξει δικτατορία του προλεταριάτου χωρίς παραβίαση της δημοκρατίας απέναντι στην τάξη των εκμεταλλευτών;
Αυτό ακριβώς το ζήτημα, το μοναδικά σπουδαίο και ουσιαστικό από θεωρητική άποψη, το παρέκαμψε ο Κάουτσκι. Ο Κάουτσκι αράδιασε κάθε λογής περικοπές από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έκτος από εκείνες που αφορούν το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα και που τις ανάφερα παραπάνω.
Ο Κάουτσκι μίλησε για ό,τι θέλετε, για ό,τι μπορεί να δεχτούν οι φιλελεύθεροι και οι αστοί δημοκράτες, για ό,τι δεν βγαίνει έξω από τον κύκλο των ιδεών τους -έκτος από το κύριο, δηλαδή ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει χωρίς να τσακίσει την αντίσταση της αστικής τάξης, χωρίς να καταστείλει με τη βία τους αντιπάλους του, και ότι όπου υπάρχει «βίαιη καταστολή», όπου δεν υπάρχει «ελευθερία», εκεί, φυσικά, δεν υπάρχει δημοκρατία.
Αυτό o Κάουτσκι δεν το κατάλαβε.
[114 Βλ. το άρθρο του Κ. Μαρξ «Η πολιτική αδιαφορία» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Άπαντα, 2η ρωσ. Εκδ., τόμ. 18ος, σελ. 297). —261.[115 Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Άπαντα, 2η ρωσ. Εκδ., τόμ. 18ος, σελ. 305. —261.
[116] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά
e-prologos.gr