Νατάσα Κεφαλληνού
Η Βέρμαχτ είχε διακριθεί για τις θηριωδίες της κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια αποσιωπημένη πλευρά της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα μας είναι οι Γερμανοί αντιφασίστες που έδρασαν εντός της Βέρμαχτ, συγκροτώντας αντιφασιστικούς πυρήνες, πραγματοποιώντας προπαγανδιστικές δράσεις εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας, αυτομολώντας στον ΕΛΑΣ και διοργανώνοντας εξεγέρσεις – ενέργειες που προώθησαν σε συνεργασία με τις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τους Βρετανούς.
Λιποτάκτες και αυτόμολοι της Βέρμαχτ
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ναζιστικού καθεστώτος ήταν ο μιλιταριστικός του χαρακτήρας, η εξύμνηση του πολέμου, της βίας, του επεκτατισμού και του εθνικισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση, χαρακτηριστικός είναι ο στρατιωτικός νόμος που εξέδωσε το καθεστώς το 1935, σύμφωνα με τον οποίο η στρατιωτική θητεία αποτελούσε «τιμητική θητεία» για τον γερμανικό λαό, που «συναρτάται με αρχαίες γερμανικές αντιλήψεις». Όπως τονιζόταν: «Για τους προγόνους μας αποτελούσε ύψιστη τιμή να αγωνιστούν ενόπλως για το γένος και την ιδιοκτησία του, για τη φυλή και τα εδάφη της. Έπρεπε να περάσουν δύο χιλιάδες χρόνια για να αποκτήσουν αυτές οι αντιλήψεις και πάλι αξία στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία»[i] Στο πλαίσιο αυτό, η λιποταξία, η αυτομόληση, η ανυπακοή και η αντίσταση τιμωρούντο αυστηρότατα από τους ναζί. Ωστόσο, παρά τη σιδηρά στρατιωτική πειθαρχία στη Βέρμαχτ, τα φαινόμενα των λιποταξιών και των αυτομολήσεων δεν ήταν αμελητέα, ιδιαίτερα εντάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου.
Τα στοιχεία από τα 1.000-1.200 στρατοδικεία της Βέρμαχτ, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1939-1945, δείχνουν ότι εκδικάστηκαν 3 εκατομμύρια υποθέσεις για υπονόμευση αμυντικής ισχύος, ανυπακοή, εσχάτη προδοσία κλπ. Σε 30.000 περιπτώσεις αποδόθηκαν θανατικές ποινές, με αποτέλεσμα 20.000 στρατιώτες να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ωστόσο, ο αριθμός των εκτελεσθέντων πρέπει να είναι μεγαλύτερος αν συνυπολογιστούν τα έκτακτα στρατοδικεία και οι δολοφονίες από τη στρατονομία, χωρίς δίκη. Η συντριπτική πλειονότητα των καταδικασμένων σε θάνατο στρατιωτών της Βέρμαχτ είχε κατηγορηθεί για λιποταξία (15.000), αποδεικνύοντας πως αυτή η πράξη ήταν ασυγχώρητη για το Γ’ Ράιχ και τιμωρείτο με την εσχάτη των ποινών. Παρ’ όλα αυτά, ο αριθμός των εκτελεσθέντων λιποτακτών δεν απηχεί το εύρος του φαινομένου. Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι λιποτάκτες πρέπει να προσέγγιζαν τους 100.000 παρουσιάζοντας αυξητικές τάσεις, ιδίως μετά την ήττα στο Στάλινγκραντ, με αποκορύφωμα τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι οι κίνδυνοι για μια τέτοια παράτολμη πράξη ήταν πολλοί: τα σημεία ελέγχου είχαν πολλαπλασιαστεί, τα σύνορα με τους ουδέτερες χώρες περιφρουρούντο αυστηρά, η στρατιωτική δικαιοσύνη είχε σκληρύνει τη στάση της, ενώ οι τυφεκισμοί και απαγχονισμοί λιποτακτών, χωρίς δίκη, ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Πάντως, η πιο ακραία μορφή ρήξης με τη Βέρμαχτ ήταν η αυτομόληση στον εχθρό ή η αντίσταση, πράξη που αντιμετωπιζόταν με εκτέλεση πάραυτα. Ωστόσο, η σκληρή τιμωρία δεν απέτρεψε αρκετές δεκάδες χιλιάδες Γερμανών στρατιωτών να προχωρήσουν στην επικίνδυνη αυτή πράξη, ερχόμενοι μάλιστα πολλές φορές σε σύγκρουση με τους ανωτέρους τους ή τους νομιμόφρονες στρατιώτες. Οι περισσότεροι αυτόμολοι ήταν αντιφασίστες, κομμουνιστές, φιλελεύθεροι, δημοκράτες, σοσιαλιστές ή μέλη του εργατικού κινήματος προπολεμικά, ενώ ανήκαν κυρίως στους κατώτερους αξιωματικούς, στους στρατιώτες και στους ναύτες. Πολλοί μεταπήδησαν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού ή των σοβιετικών παρτιζάνων, ενώ επίσης αρκετές περιπτώσεις αυτομόλησης καταγράφηκαν προς τις αντιστασιακές ομάδες της Γαλλίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και λιγότερο της Ιταλίας.
Το μίσος των ναζί για τους αυτόμολους δεν έπαυσε ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση, στις 8 Μαΐου 1945. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δύο Γερμανών ναυτών που είχαν προσχωρήσει στην ολλανδική αντίσταση, οι οποίοι μετά την μετά την απελευθέρωση της Ολλανδίας από τους Συμμάχους οδηγήθηκαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, όπου καταδικάστηκαν από στρατοδικείο που συγκάλεσαν πρόχειρα συμπατριώτες τους. Τελικά εκτελέστηκαν στις 13 Μαΐου 1945 από ναζί αξιωματικούς, οι οποίοι παρότι αφοπλισμένοι έλαβαν όπλα από τους Καναδούς φρουρούς τους και πραγματοποίησαν την αποτρόπαια πράξη.
Τα τάγματα 999
Στην Ελλάδα, οι περισσότερες περιπτώσεις αυτόμολων που πέρασαν στην εαμική αντίσταση εκδηλώθηκαν στα τάγματα 999 των εν αναστολή καταδίκων. Τα τάγματα αυτά συγκροτήθηκαν το 1941 με εγκύκλιο του γερμανικού Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία προέβλεπε την ένταξη σε αυτά των «ανάξιων να υπηρετήσουν», υπό τη διοίκηση φανατικών ναζί αξιωματικών. Μέχρι το 1941, οι εν λόγω χαρακτηρισθέντες απαγορεύονταν να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν όσοι είχαν φυλακιστεί, είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, είχαν απολέσει «την τιμή να υπηρετήσουν» με απόφαση του στρατοδικείου ή είχαν τιμωρηθεί για αντικρατικές ενέργειες. Επρόκειτο για ένα συνονθύλευμα από επικίνδυνους εγκληματίες, μικροπαραβάτες (παραδείγματος χάριν, πλαστογράφους, κλέφτες, κλεπταποδόχους, καταχραστές, επίορκους, καθώς και άτομα που είχαν υποπέσει σε σεξουαλικά παραπτώματα), αλλά και αντιπάλους του καθεστώτος, όπως κομμουνιστές, συνδικαλιστές κλπ., ακόμη και μάρτυρες του Ιεχωβά
Μετά το 1942, και λόγω της αύξησης των απωλειών στο ανατολικό μέτωπο, τα τάγματα 999 ενισχύθηκαν κυρίως με ποινικούς κατάδικους. Αυτοί είχαν λάβει εντολή να ελέγχουν τους πολιτικούς, που αποτελούσαν το ένα τρίτο μιας συνολικής δύναμης 28.000 ανδρών. Μάλιστα, στους ποινικούς είχε δοθεί η υπόσχεση ότι αν διακρίνονταν στη μάχη θα είχαν τη δυνατότητα να αποκαταστήσουν «την τιμή τους με το όπλο στο χέρι», ενώ θα αποφυλακίζονταν με χάρη ή θα μειωνόταν η ποινή τους.
Τα τάγματα 999 εκπαιδεύονταν στο στρατόπεδο Χούμπεργκ στη Βυρτεμβέργη και αργότερα στο Χέερενταλς του Βελγίου. Η αξιοποίησή τους διεπόταν από την αντίληψη ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως «τροφή για τα κανόνια» ή σε επιχειρήσεις που ήταν δαπανηρές αλλά όχι απαιτητικές (παραδείγματος χάριν, στάλθηκαν στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, γύρω από την Αμαλιάδα, όπου είχε εκδηλωθεί επιδημία ελονοσίας). Η πρώτη επιχείρηση στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ήταν στην Τυνησία, όπου συγκρότησαν την 999 Μεραρχία «Afrika». Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων είχαν σημαντικές απώλειες, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση των στρατευμάτων του Αξονα στη Βόρεια Αφρική, στις 13 Μαΐου 1943, η μεραρχία αναδιοργανώθηκε και κατανεμήθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη, στη Ζάκυνθο, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Ρόδο, Κάρπαθο) (1).
Στην κατεχόμενη Ελλάδα αξιοποιήθηκαν αρχικά για την κατασκευή οχυρωματικών έργων, την περιφρούρηση ακτών, αεροδρομίων και σιδηροδρομικών γραμμών. Γενικότερα χρησιμοποιήθηκαν σε περιοχές που υπήρχε κίνδυνος απόβασης του εχθρού και οι μετακινήσεις τους ήταν συχνές. Η κινητικότητα αποσκοπούσε επίσης στο να δοθεί η εντύπωση στον αντίπαλο ότι οι γερμανικές δυνάμεις ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Αργότερα, τα τάγματα 999 αποστέλλονταν για τη φύλαξη ήδη εκκαθαρισμένων περιοχών από τους αντάρτες, με αποτέλεσμα να διευκολύνονται οι επαφές με τον ντόπιο πληθυσμό, αλλά και η αυτομόληση στον ΕΛΑΣ. Αρχικά, τα τάγματα 999 δεν συνέδραμαν στις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, ωστόσο με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, την εντατικοποίηση της δραστηριότητας των ανταρτών και τη διαταγή του διοικητή του 68ου Σώματος Στρατού Χέλμουτ Φέλμυ για ευρείας έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και επιβολή αντιποίνων σε βάρος άμαχου πληθυσμού, χρησιμοποιήθηκαν σε εφόδους και αντίποινα, όπως στη σφαγή των Καλαβρύτων ή στη Νιγρίτα. Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες επιχειρήσεις τις αξιοποίησαν σε αρκετές περιπτώσεις οι Γερμανοί αντιφασίστες προκειμένου να αυτομολήσουν πριν από τη διεξαγωγή τους.
Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι οι ναζί αξιωματικοί δεν εμπιστεύονταν τα τάγματα 999. Ενδεικτικά, ο λοχαγός Κράους, διοικητής του 3ου Τάγματος Πεζικού 999 που στρατοπέδευε στην Κυπαρισσία, σε επικοινωνία του με τον Καρλ φονΛε Σουίρ, διοικητή της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, κατήγγειλε τους στρατιώτες του τάγματος για αναξιοπιστία και μειωμένη μάχιμη ικανότητα, ενώ ανέφερε ότι δεν έπρεπε να έχουν στρατολογηθεί λόγω του αμαυρωμένου ποινικού μητρώου τους, της κακής φυσικής τους κατάστασης, της προχωρημένης ηλικίας, της ασταθούς κατάστασης της υγείας τους (τύφος, ίκτερος, ελονοσία), που είχε επιβαρυνθεί λόγω πολυετούς φυλάκισης, και της έλλειψης πειθαρχίας (συχνή ανυπακοή σε ανωτέρους, απειλές κατά προϊσταμένων, λιποταξίες, παραμέληση σκοπιάς κλπ.). Εξαιτίας των διαμαρτυριών, ο Λε Σουίρ απηύθυνε επιστολή στον Φέλμυ στην οποία ανέφερε ότι ήταν λανθασμένη η χρήση αυτών των μονάδων στην Πελοπόννησο και γενικότερα στην Ελλάδα, προτείνοντας να διασπαστούν και να ενταχθούν στον γερμανικό στρατό. Τελικά αποφασίστηκε «τα επικίνδυνα και άχρηστα στοιχεία των ταγμάτων να σταλούν στη Γερμανία». Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, η μετακίνηση 120 στρατιωτών συντελέστηκε σαν να επρόκειτο για μεταφορά αιχμαλώτων πολέμου. Για την επιστροφή τους στη Γερμανία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης η αύξηση των κρουσμάτων λιποταξίας. Πράγματι, το φαινόμενο προσλάμβανε μαζικά χαρακτηριστικά: το πρώτο εξάμηνο του 1944, κατά το οποίο στάθμευαν στην Πελοπόννησο, λιποτάκτησαν 72 Γερμανοί, 35 Ιταλοί και 166 Καυκάσιοι στρατιώτες, καταφεύγοντας ως εθελοντές βοηθοί στους αντάρτες.
Αντιφασιστικοί πυρήνες στην Πελοπόννησο
Οι «πολιτικοί» των ταγμάτων 999, οργανωμένοι σε ομάδες στον γερμανικό στρατό, ανέπτυξαν ποικιλόμορφη αντιφασιστική δράση σε συνεργασία με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, ενίοτε και με τους Βρετανούς συμμάχους. Στην Πελοπόννησο, Γερμανοί αντιφασίστες στρατιώτες υπήρχαν στα τάγματα 999 της Αμαλιάδας, της Καλαμάτας-Μεσσήνης-Πύργου-Κυπαρισσίας και του Γυθείου. Οι ίδιοι συχνά εκμεταλλεύονταν τις επισκέψεις τους στα ελληνικά καφενεία και παρείχαν πληροφορίες στους αντάρτες για τις διευθύνσεις των αξιωματικών τους, τον οπλισμό και το μέγεθος των μονάδων και τους μελλοντικούς σχεδιασμούς τους. Χάρη σε αυτές τις πληροφορίες δεν συνελήφθησαν οι άνδρες του χωριού Γεράκι, στη διάρκεια μιας επιχείρησης αντιποίνων της Βέρμαχτ. Παράλληλα, εφοδίασαν με δύο ασυρμάτους τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου εκπαιδεύοντας τους νεαρούς ελασίτες στη χρήση τους, ενώ τους τροφοδότησαν και με πυρομαχικά.
Ωστόσο, η κύρια δράση τους συνίστατο στη οργάνωση της αντιφασιστικής προπαγάνδας που απευθυνόταν στους στρατιώτες των γερμανικών μονάδων. Συχνά ομάδες εαμιτών ανέγραφαν συνθήματα στους τοίχους της Αμαλιάδας που απευθύνονταν στους Γερμανούς στρατιώτες ή εκτύπωναν προκηρύξεις που συνέτασσαν οι Γερμανοί αντιφασίστες, οι οποίοι αναλάμβανα να τις διακινήσουν, με κίνδυνο τη ζωή τους, μέσα στις μονάδες: «Γερμανοί στρατιώτες! Ο Χίτλερ οδηγεί τη Γερμανία στην καταστροφή! Παραδώστε τα όπλα σας στον ΕΛΑΣ! Πολεμήστε μαζί με τον ΕΛΑΣ! Ενάντια στον Χίτλερ!», «Γερμανοί στρατιώτες υπάρχει ακόμα καιρός!».
Η αντιφασιστική προπαγάνδα στις γερμανικές μονάδες ενισχύθηκε επίσης από τους Βρετανούς, οι οποίοι έριχναν με αεροπλάνα αντίστοιχο υλικό: «Νομίζετε ότι τα ναζιστικά κεφάλια θα νοιαστούν για το πώς θα επιστρέψετε στα σπίτια σας; Την κρίσιμη στιγμή το μόνο που θα τους απασχολεί θα είναι πώς θα το σκάσουν οι ίδιοι για τη Γερμανία», «Πότε θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας; Φέτος του χρόνου, κάποτε ή ποτέ;», «Τέρμα με τον χιτλερικό πόλεμο! Οποιος συνεχίζει να πολεμά, πολεμά κατά του μέλλοντος της Αυστρίας», «Πώς θα θέλατε να επιστρέψετε στα σπίτια σας, όταν καταρρεύσει η Γερμανία;», «Κλείστε εισιτήριο επιστροφής με τους Συμμάχους – αυτή είναι η μόνη σας ελπίδα!». Οι δράσεις αυτές ενδυνάμωναν το ρεύμα αυτομόλησης των Γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι άλλοτε ατομικά άλλοτε σε μικρές ομάδες μεταπηδούσαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ.
Αντιφασίστες από τη Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία μάχονται μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.
Σχέδια για γενικευμένη εξέγερση των γερμανών αντιφασιστών
Οι Γερμανοί αντιφασίστες του τάγματος 999 στην Αμαλιάδα είχαν την πιο έντονη δράση. Ηδη από τον Ιούλιο του 1943 απεργάζονταν σχέδια για γενικευμένη αυτομόληση στον ΕΛΑΣ, σε συνεννόηση με στρατιώτες από ιταλικές μονάδες. Ωστόσο, η ενέργεια προδόθηκε και ο επικεφαλής κομμουνιστής Φραντς Τσέρνυ, που ανέλαβε την πλήρη ευθύνη, εκτελέστηκε στην Ανω Μανωλάδα. Παρ’ όλα αυτά, η δράση των αντιφασιστών του συγκεκριμένου τάγματος συνεχίστηκε. Η παράνομη ομάδα τους έδρευε στο 4ο Τάγμα Πεζικού 999, με αρχηγό τον Βερολινέζο κομμουνιστή Βέρνερ Ιλμερ, ο οποίος είχε φυλακιστεί από τους ναζί για 4 χρόνια, και τον πρώην αθλητή Φραντς Σάιντερ από το Μόναχο.
Στις αρχές του 1944, η δράση του Ιλμερ κινδύνευε να αποκαλυφθεί και γι’ αυτό κατέφυγε στον ΕΛΑΣ, μέσω του οποίου ήλθε σε επαφή με Βρετανούς συνδέσμους. Από κοινού συγκρότησαν ένα σχέδιο που είχε ως στόχο να στασιάσουν οι Γερμανοί αντιφασίστες και να «αναλάβουν την κατάλληλη στιγμή τη διοίκηση». Στις 4 Απριλίου, οι Βρετανοί σύνδεσμοι εκπόνησαν ένα σχέδιο υποστήριξης, με σκοπό την ενίσχυση της ανταρσίας των γερμανικών μονάδων στην Πελοπόννησο και κατά πάσα πιθανότητα και αυτών της Κρήτης και της Ρόδου. Πιο συγκεκριμένα, θεωρώντας ότι η προπαγανδιστική αξία αυτού του εγχειρήματος ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς θα έπληττε το ηθικό των ναζί στην Ελλάδα και θα τους εξανάγκαζε να στείλουν άλλες μονάδες στην Πελοπόννησο, διατάχθηκε η επεξεργασία ενός σχεδίου με τη κωδική ονομασία «Kitchenmaid», στο οποίο θα συμμετείχαν και Βρετανοί, ειδικοί σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς. Οι Σύμμαχοι δεν ανακοίνωσαν το σχέδιο στον ΕΛΑΣ, καθώς δεν επιθυμούσαν τα όπλα των Γερμανών να περιέλθουν στην κατοχή των ανταρτών. Αντίθετα ο Ιλμερ επιδίωκε οι αυτομολήσαντες να ενταχθούν στην 3η Μεραρχία του ΕΛΑΣ.
Με βάση το βρετανικό σχέδιο οι αντιφασίστες Γερμανοί στασιαστές θα έπρεπε να εξολοθρεύσουν τους αξιωματικούς τους, να καταστρέψουν τα αεροπλάνα στο αεροδρόμιο του Αραξου, να ανατινάξουν δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές ώστε να μην είναι εύκολο να επέμβουν οι μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών πριν από την αποχώρησή τους, και στη συνέχεια να ταξιδέψουν με φορτηγά στο ακρωτήρι Κατάκολο, όπου θα τους παραλάμβανε βρετανικό αντιτορπιλικό και θα τους μετέφερε στο Μπάρι της Ιταλίας. Τα σχέδια για γενικευμένη εξέγερση ματαιώθηκαν όταν έξι συμμετέχοντες στη συνωμοσία συνελήφθησαν λόγω ενός φυλλαδίου (με τίτλο «Συντεταγμένο από Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονται κοντά στους αντάρτες») που βρέθηκε στο κατάλυμά τους και καλούσε σε αυτομόληση. Λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος τους (οι τέσσερις ήταν κομμουνιστές, ένας είχε καταδικαστεί για μαστροπεία και ένας για παραχάραξη), στο στρατοδικείο δεν τους αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά: τρεις κατηγορήθηκαν για «προδοσία σε συνδυασμό με διάβρωση της στρατιωτικής ισχύος» και οι υπόλοιποι διότι ανέγνωσαν το φυλλάδιο και δεν κατέδωσαν τους συστρατιώτες τους. Εκτελέστηκαν άμεσα, στις 9 Ιουλίου του 1944, ενώ ανάμεσά τους ήταν ο Χέρμαν Μπόντε, πρώην δημοτικός σύμβουλος με τους κομμουνιστές στο Μπραουνσβάιχ, που του αποδιδόταν πρωταγωνιστικός ρόλος στην υλοποίηση του σχεδίου της εξέγερσης.
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, αρκετοί Γερμανοί αντιφασίστες αυτομόλησαν εσπευσμένα προλαμβάνοντας να διαφύγουν στον ΕΛΑΣ. Εκεί σχημάτισαν με τον Ιλμερ την Οργάνωση Γερμανών Αντιφασιστών στην Πελοπόννησο, που αποτελείτο από 60 μέλη, ορισμένα ακόμη στις μονάδες τους, με επιρροή στο 4ο τάγμα αλλά και σε άλλα τάγματα των 999. Στόχος της οργάνωσης ήταν να υλοποιηθεί το σχέδιο της εξέγερσης. Ωστόσο, οι στασιαστές δέχθηκαν το σημαντικότερο ίσως πλήγμα στις 22 Ιουλίου: ο ιθύνων νους της επιχείρησης, ο Ιλμερ, συνελήφθη. Μία περίπολος του 4ου λόχου του τάγματος πεζικού 999 τον βρήκε να περιφέρεται σε ώρα που απαγορευόταν η κυκλοφορία, τον πυροβόλησε, τον τραυμάτισε και τον συνέλαβε. Η καταδίκη του ήταν άμεση. Παρά τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, δεν αποκάλυψε πληροφορίες. Εκτελέστηκε στις 28 Ιουλίου, φωνάζοντας «Ζήτω ο κομμουνισμός!», και ετάφη στο νεκροταφείο της Αμαλιάδας. Αμείλικτη ήταν η στάση των ναζί και απέναντι στους επίδοξους στασιαστές στην περιοχή Καλαμάτα-Μεσσήνη-Πύργος-Κυπαρισσία: 13 στρατιώτες εκτελέστηκαν και 120 στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.
Η Αντιφασιστική δράση των γερμανών στρατιωτών στην υπόλοιπη Ελλάδα
Πέρα από την αντιφασιστική δράση των ταγμάτων 999 στην Πελοπόννησο, αντίστοιχη δραστηριότητα αναπτύχθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου οι αυτομολήσεις ξεκίνησαν ήδη από την Αθήνα και τον Πειραιά, κατά τη μετακίνησή τους. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Γκέρχαρντ Ράινχαρτ, που ήλθε σε επαφή με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ανέβηκε στο βουνό. Στη Σάμο και στη Μυτιλήνη οι αντιφασιστικοί πυρήνες στα τάγματα 999 ήταν ισχυροί. Ο ΕΛΑΣ Σάμου υποστηριζόμενος από αυτούς αφόπλισε μια μονάδα Ιταλών μελανοχιτώνων που πολεμούσαν στο πλευρό των Γερμανών, επιτρέποντας στους Αγγλους να αποβιβαστούν στο νησί χωρίς αντίσταση τον Σεπτέμβριο του 1943. Ωστόσο, οι Αγγλοι απαίτησαν την παράδοση των Γερμανών αντιφασιστών και στη συνέχεια τους προώθησαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Στη Λήμνο ο αντιφασιστικός πυρήνας αντιστάθηκε και απέτρεψε την καταστροφή της μονάδας παραγωγής ηλεκτρισμού του νησιού. Κατά την εκκένωση του νησιού από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944 ο κατοπινός ιστορικός του εργατικού κινήματος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάρμπουργκ Βόλφγκανγκ Αμπεντροτ αυτομόλησε μαζί με άλλους πέντε στρατιώτες στον ΕΛΑΣ, και από εκεί μεταφέρθηκαν στη Λέσβο, όπου έδρασαν στον προπαγανδιστικό μηχανισμό που απευθυνόταν στη γερμανική φρουρά.
Στη Θεσσαλία υπήρχε έντονη κινητικότητα, καθώς οι «πολιτικοί» των ταγμάτων 999 ανέρχονταν σε 150 άτομα. Ανάμεσά τους βρίσκονταν μέλη του ΚΚ Γερμανίας, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και άλλων αριστερών οργανώσεων. Ο πυρήνας επιδόθηκε σε διάφορες ενέργειες, όπως παροχή πληροφοριών και εφοδίων, κάλυψη στον ΕΛΑΣ κατά την απελευθέρωση ομήρων και δολιοφθορές. Μάλιστα, τον Αύγουστο του 1944 αυτομόλησαν μαζικά 58 στρατιώτες της φρουράς των Φαρσάλων. Στον Βόλο, οι αντιφασιστικοί πυρήνες σχεδίαζαν την πραγματοποίηση εξέγερσης, όπως στην Πελοπόννησο, ωστόσο το σχέδιο προδόθηκε και οι στασιαστές αυτομόλησαν ομαδικά στον ΕΛΑΣ για να σωθούν. Μάλιστα σύστησαν την Αντιφασιστική Επιτροπή Βόλου και Περιχώρων, εκδίδοντας προκηρύξεις. Παράλληλα, στο πλαίσιο του ΕΛΑΣ συγκρότησαν μια διμοιρία με διοικητή τον Λούντβιχ Γκεμ. Στην περιοχή Λάρισας-Βόλου δρούσαν επίσης διάφορες ομάδες με ποικίλη δράση. Για παράδειγμα, στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ οι Γερμανοί αντάρτες εξέδιδαν την εφημερίδα «Die Wahrheit» («Η Αλήθεια»).
Τον Αύγουστο του 1944 πραγματοποιήθηκε ένα αποφασιστικό βήμα για την πολιτική και στρατιωτική οργάνωση των Γερμανών που είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ: ιδρύθηκε η Αντιφασιστική Επιτροπή Γερμανών Στρατιωτών «Ελεύθερη Γερμανία» κατά το πρότυπο επιτροπών που λειτουργούσαν στη Σοβιετική Ενωση, τη Γαλλία κ.α. Στόχος ήταν η ενιαία οργάνωση των Γερμανών αντιφασιστών, αλλά ο ΕΛΑΣ είχε άλλους σχεδιασμούς και τους ενέταξε ανά μικρές ομάδες- σε διαφορετικές μονάδες.
Η ίδρυση της Αντιφασιστικής Επιτροπής ως μετωπικής οργάνωσης, υπογράφηκε στην Καστανιά Καλαμπάκας, παρουσία του Σαράφη και του «νομικού συμβούλου» του αρχηγού του ΕΛΑΣ Κωνσταντίνου Δεσπoτόπoυλoυ έχοντας τη στήριξη του αρχηγού της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής Ποπόφ, όχι όμως και των Αγγλων. Η διακήρυξή της, που δημοσιεύθηκε σε δύο εφημερίδες του ΕΑΜ και κοινοποιήθηκε στους Γερμανούς στρατιώτες μέσω προκηρύξεων, έθετε ως στόχους: «α) Τον συνασπισμό όλων των Γερμανών αντιφασιστών ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, β) την πάλη για την απελευθέρωση του γερμανικού λαού και της Ευρώπης από τη σκλαβιά στην οποία τους είχαν υποβάλει ο Χίτλερ, ο εθνικοσοσιαλισμός και η Γκεστάπο, γ) τον τερματισμό του άσκοπου πολέμου και την άμεση ειρήνευση, δ) την ετοιμότητα για την οικοδόμηση μιας Νέας Γερμανίας και ε) την πολιτική και οικονομική συνεργασία των λαών στη βάση των ίσων δικαιωμάτων».
Λίγο πριν από την απελευθέρωση, το καλοκαίρι του 1944, περισσότεροι από 600 Γερμανοί αντιφασίστες είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ. Το 80% από αυτούς υπήρξαν μέλη κάποιας οργάνωσης του γερμανικού εργατικού κινήματος, άλλοι είχαν συμμετάσχει στον Ισπανικό Εμφύλιο και οι μισοί εξ αυτών είχαν εγκλειστεί σε ναζιστικές φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σύμφωνα με τον Γκέοργκ Εκερτ, καθοδηγητή της Αντιφασιστικής Επιτροπής Γερμανών, σύνδεσμό της με την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ και διοικητή του γερμανικού μετεωρολογικού σταθμού της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη, από το σύνολο των Γερμανών αντιφασιστών στον ΕΛΑΣ το 30% ήταν κομμουνιστές, το 24% σοσιαλδημοκράτες, το 15% δημοκράτες, το 6% μέλη του Καθολικού Κόμματος και οι υπόλοιποι «χωρίς πολιτικό προσανατολισμό». Πάντως, ο αριθμός των αυτομολήσεων εκτινάχθηκε όταν ξεκίνησε η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Οι αυτόμολοι δεν εντάχθηκαν στην Επιτροπή «Ελεύθερη Γερμανία», αντίθετα οργανώθηκαν σε μικρές ομάδες και προσχώρησαν σε διαφορετικές μονάδες του ΕΛΑΣ, διατηρώντας έμμεση επαφή με την επιτροπή. Ωστόσο, από τον Σεπτέμβριο του 1944 καταβλήθηκε προσπάθεια να περιληφθούν στην επιτροπή οι ομάδες, να επιβληθεί η γραμμή του λαϊκού μετώπου και να συγκροτηθούν αμιγώς γερμανικές εκατονταρχίες. Το αποτέλεσμα ήταν η συγκρότηση τριών εκατονταρχιών (στον Βόλο, στη Λάρισα και στο Αγρίνιο), ενώ η επαφή με τους Γερμανούς του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου απέτυχε. Μάλιστα, σε αυτή τη φάση σημειώθηκαν επίσης προσχωρήσεις ορισμένων αξιωματικών της Βέρμαχτ στον ΕΛΑΣ.
Την ίδια περίοδο, αντιφασιστική δράση αναπτύχθηκε επίσης στη Μακεδονία. Οταν εκκενώθηκε η Λήμνος, ορισμένα τμήματα του τάγματος 999 στάλθηκαν στη Μακεδονία και κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις αντιποίνων στη Νιγρίτα. Τότε ο Αυστριακός Αουγκουστ Πίρκερ, εφοδιασμένος με το πιστοποιητικό που του είχε χορηγήσει ο ΕΛΑΣ Λήμνου, αυτομόλησε στον ΕΛΑΣ της περιοχής, παρακινώντας και άλλους συστρατιώτες του και συγκροτώντας μια μαχητική ομάδα 35 ανδρών. Μία λίγο μεγαλύτερη ομάδα Γερμανών μαχητών του ΕΛΑΣ σχηματίστηκε βόρεια της Θεσσαλονίκης. Οι ομάδες αυτές βρέθηκαν στο πλευρό του ΕΛΑΣ στη μάχη εναντίον των αποχωρούντων Γερμανών. Μάλιστα συμμετείχαν στη θριαμβευτική είσοδο του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη (1η Νοεμβρίου 1944) και στη μάχη του Κιλκίς μεταξύ του ΕΛΑΣ και των δωσίλογων σωμάτων.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η τύχη των Γερμανών αντιφασιστών του ΕΛΑΣ κρίθηκε από τους Συμμάχους. Οι Βρετανοί απαίτησαν την παράδοση των Γερμανών μαχητών ή αιχμαλώτων που βρίσκονταν στην αντιστασιακή οργάνωση. Ο ΕΛΑΣ όμως δεν εκπλήρωσε άμεσα το αίτημα, αντίθετα προσέφερε δύο δυνατότητες στους Γερμανούς αντιφασίστες: να παραδοθούν στους Αγγλους ή να οδηγηθούν στα σύνορα και να διαφύγουν στη Γιουγκοσλαβία και στη Βουλγαρία. Οι περισσότεροι παραδόθηκαν τελικά στους Βρετανούς και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στην Αίγυπτο, όπου αντιμετώπισαν δυσμενή μεταχείριση λόγω των πολιτικών φρονημάτων τους. Αντίθετα, μια μικρή μειοψηφία προωθήθηκε στη Γιουγκοσλαβία (50 άτομα), στη Βουλγαρία (40 άτομα) και ορισμένοι στην Αλβανία. Οι δύο πρώτες ομάδες αξιοποιήθηκαν ως προπαγανδιστές σε στρατόπεδα Γερμανών αιχμαλώτων στη Βουλγαρία και στην Ουκρανία, ενώ η τρίτη εντάχθηκε στον Εθνικοαπελευθερωτικό Στρατό Αλβανίας.
Σύμφωνα με έρευνες, οι Γερμανοί αντιφασίστες που αυτομόλησαν στον ΕΛΑΣ καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, και κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ανήλθαν στους χίλιους. Αλλοι 200 στρατιώτες συνελήφθησαν κατά την απόπειρα αυτομόλησης και εκτελέστηκαν από τη Βέρμαχτ ή τα SS. Ωστόσο, ο αριθμός των εκτελεσθέντων είναι άγνωστος, καθώς πολλοί δολοφονήθηκαν χωρίς δίκη, με συνοπτικές διαδικασίες, είτε από τους Γερμανούς αξιωματικούς είτε από τους Ελληνες συνεργάτες τους.
Σύγχρονα μνημεία αντιφασιστών Γερμανών
Οι λιποτάκτες και αυτόμολοι της Βέρμαχτ δεν αναγνωρίζονταν στη Γερμανία ως αντιστασιακοί μέχρι το 2002, όταν το γερμανικό Κοινοβούλιο τους αποκατέστησε. Ηδη από τη δεκαετία του 1980 είχαν καταβληθεί προσπάθειες στη Δυτική Γερμανία να αναγνωριστεί η αντιστασιακή, αντιφασιστική δράση τους. Στο πλαίσιο αυτό, ειρηνιστικές ομάδες απαίτησαν την ανέγερση μνημείων για όσους αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στη Βέρμαχτ. Το πρώτο μνημείο για τους αυτόμολους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανεγέρθη στην εκκλησία της Βρέμης το 1986, προκαλώντας αντιδράσεις από τον Τύπο και στελέχη της κυβέρνησης, και αναδεικνύοντας ότι η δράση των αυτόμολων και λιποτακτών της Βέρμαχτ αποτελούσε για τη σύγχρονη Γερμανία αυτολογοκριμένη μνήμη. Τελικά, η όλη προσπάθεια στη Βρέμη αποτέλεσε το έναυσμα για μια αντίστοιχη δραστηριότητα που περιέλαβε και τους ηλικιωμένους αυτόμολους, οι οποίοι για πρώτη φορά εμφανίστηκαν στο προσκήνιο. Σε αυτό το πλάισιο, τη δεκαετία του 1980 ορισμένες προσπάθειες για ανέγερση αντίστοιχων μνημείων στέφθηκαν με επιτυχία (παραδείγματος χάριν, Βόννη, 1988). Τελικά, τη δεκαετία του 1990, μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, τοποθετήθηκαν 30 τέτοια μνημεία, με το νεώτερο να εγκαινιάζεται το 2009 στην Κολωνία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Σχηματίστηκαν τέσσερα τάγματα πεζικού 999 Αμύνης Πόλεων και Φρουρίων, υπό τη διοίκηση του 965 Συντάγματος Πεζικού Αμύνης Πόλεων και Φρουρίων. Τα τάγματα αμύνης πόλεων και φρουρίων αποτελούντο από 1.800 άνδρες και υπάγονταν στην 117η Μεραρχία Κυνηγών. Συγκροτούντο κυρίως από Αυστριακούς (53%) και Γερμανούς (37%), καθώς και από πληθυσμούς που προέρχονταν από την Ανω Σιλεσία και τη Δυτική Πρωσία (4,8%), και την Αλσατία (5,3%).
- [i] Μάγιερ Χέρμαν: Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα – Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και στην Ελλάδα, εκδ. Εστία, Αθήνα 2004, σ. 215
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δρουμπούκη Αννα Μαρία: Μνημεία της λήθης – ίχνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014.
2. Eberhard Erik: «Γερμανοί αντιφασιστές στις τάξεις του ΕΛΑΣ», στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Γ2, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007.
3. Μάγιερ Χέρμαν: Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα – Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα, εκδ. Εστία, Αθήνα 2004.
4. http://ooe.kpoe.at/news/article.php/2006040218183697 (αφιέρωμα για τα τάγματα 999 που υπάρχει στον ιστότοπο του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστρίας).
*Αναδημοσίευση από ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, ΤΕΥΧΟΣ 160, ΜΑΡΤΙΟΣ 2016
Πηγή: toperiodiko.gr
e-prologos.gr